30.3.23

Τζαίημς Τζόυς, Οδυσσέας

Ήμουνα πιο ευτυχισμένος τότε. Όμως, ήμουνα ο ίδιος; Ή, τώρα είμαι αυτός που είμαι; Είκοσι οχτώ χρόνων. Αυτή ήταν είκοσι τριών όταν φύγαμε από την οδό Λόμπαρτ. Κάτι άλλαξε. Ύστερα από τον Ρούντυ δεν εύρισκε καμία ευχαρίστηση όταν το κάναμε. Δεν μπορείς να φέρεις πίσω τις παλιές μέρες. Σαν να θες να κρατήσεις το νερό στις φούχτες σου. Θα ήθελες να ξαναγυρίσεις στα περασμένα; Τότε που μόλις αρχίζαμε. Θα το ήθελες; Δεν είσθε ευτυχισμένος σπίτι σας, καημένο άτακτο μικρό παιδί; Θέλει να μου ράβει τα κουμπιά. Πρέπει να απαντήσω. Θα της γράψω στη Βιβλιοθήκη. Η οδός Γκράφτον, χαρούμενη, με ανοιγμένες τις τέντες της, ερέθισε τις αισθήσεις του. Σταμπαρισμένες μεταξωτές μουσελίνες, κυρίες και χήρες, κουδουνίσματα από χάμουρα, γδούπος οπλών πάνω στο ζεστό πλακόστρωτο. Παχιές πατούσες που έχει αυτή η γυναίκα με τις άσπρες κάλτσες! Εύχομαι η βροχή να τις γεμίσει λάσπες ίσαμε πάνω. Άξεστη χωριάτισσα. Όσο βοδινό κρέας έφαγε, της κατέβηκε όλο στις πατούσες. Η Μόλλυ δεν έχει καλές αναλογίες. Πέρασε χασομερώντας μπροστά από τις βιτρίνες του Μπράουν Τόμας, εμπορία μετάξης. Καταρράχτες από κορδέλες. Μετάξια της Άπω Ανατολής, ελαφριά σαν ατμός. Ο λαιμός μιας γερμένης υδρίας ξέχυνε μια πλημμύρα από κατακόκκινη σαν αίμα ποπλίνα: λουστραρισμένο αίμα. Οι Ουγενότοι την έφεραν στα μέρη μας. La causa è santa! Τάρα, τάρα. Εκπληκτικό αυτό το χορικό. Τάρα. Πρέπει να την πλένεις σε βρόχινο νερό. Του Μέγιερμπηρ. Τάρα ρα μπουμ μπουμ μπουμ.


Οδυσσέας, Τζαίημς Τζόυς, Κεφ. 8, Λαιστρυγόνες, μτφρ. Σωκράτης Καψάσκης, σελ. 206-207, Κέδρος 1990