22.2.23

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Εκατό χρόνια μοναξιά

Η Ούρσουλα όρισε μια περίοδο αυστηρού πένθους, με κλειστά πορτοπαράθυρα, οπότε δεν θα μπαινόβγαινε κανείς, εκτός κι αν ήταν εντελώς απαραίτητο. Απαγόρεψε να μιλούν δυνατά για ένα χρόνο κι έβαλε τη δαγκεροτυπία της Ρεμέδιος εκεί που είχαν ξενυχτήσει τη σορό της, με μια μαύρη κορδέλα στη μέση κι ένα καντήλι που ήταν αναμμένο μέρα νύχτα. Οι επόμενες γενιές, που ποτέ δεν άφησαν το καντήλι να σβήσει, παραξενεύονταν μ’ αυτό το κορίτσι με την πλισέ φούστα, τ’ άσπρα μποτάκια και την κορδέλα από οργάντζα στα μαλλιά, που δεν κατάφεραν να το ταυτίσουν με τη συνηθισμένη εικόνα της προγιαγιάς. Η Αμαράντα ανέλαβε τον Αουρελιάνο Χοσέ. Τον υιοθέτησε σαν γιο που θα μοιραζόταν τη μοναξιά της και θα τη λύτρωνε απ’ το ανεπιθύμητο λάβδανο, που τα απελπισμένα παρακάλια της είχαν ρίξει στον καφέ της Ρεμέδιος. Ο Πιέτρο Κρέσπι έμπαινε νυχτοπατώντας το σούρουπο, με μια μαύρη κορδέλα στο καπέλο, κι επισκεπτόταν τη Ρεβέκκα, που έμοιαζε να αιμμοραγεί με στο μαύρο φουστάνι της με τα μακριά μανίκια. Ακόμα και η σκέψη για τον καθορισμό μιας ημερομηνίας για το γάμο θα έδειχνε έλλειψη σεβασμού κι έτσι ο αρραβώνας μεταβλήθηκε σε μια αιώνια σχέση, ένα βαρετό έρωτα, που κανείς δεν τον επιτηρούσε πια, λες και οι ερωτευμένοι, που παλιά χαλούσαν τις λάμπες για να φιληθούν, είχαν τώρα εγκαταλειφθεί στο έλεος του θανάτου. Χωρίς να ξέρει πια τι να κάνει, ολότελα απογοητευμένη, η Ρεβέκκα ξανάρχισε να τρώει χώμα.


Ξαφνικά –όταν πια το πένθος είχε κρατήσει τόσο ώστε είχαν ξαναρχίσει οι συγκεντρώσεις για τη σταυροβελονιά – κάποιος έσπρωξε την ξώπορτα, στις δύο το μεσημέρι, στη θανάσιμη σιωπή της ζέστης, και οι κολόνες στα θεμέλια ρίγησαν από τόση δύναμη στα τσιμέντα, ώστε η Αμαράντα και οι φίλες της, που κεντούσαν στη βεράντα, η Ρεβέκκα, που πιπίλαγε το δάχτυλό της στην κρεβατοκάμαρα, η Ούρσουλα στην κουζίνα, ο Αουρελιάνο στο εργαστήρι, μέχρι και ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία, κάτω από τη μοναχική καστανιά, όλοι έμειναν με την εντύπωση πως ένας σεισμός τράνταζε το σπίτι. Ένας τεράστιος άντρας είχε έρθει. Οι τετράγωνες πλάτες του με δυσκολία χωρούσαν στην πόρτα. Φορούσε ένα μικρό φυλαχτό της Παναγιάς της Γρηγορούσας στο βουβαλίσιο λαιμό κι είχε τα μπράτσα και το στήθος του κεντημένα με απόκρυφα τατουάζ, ενώ στο δεξή καρπό του φορούσε το σφιχτό χάλκινο βραχιόλι των Σταυρωμένων Παιδιών. Το δέρμα του ήταν σκασμένο απ’ τ’ αλάτι της υπαίθρου, τα μαλλιά του κοντά κι όρθια σαν χαίτη μουλαριού, σιδερένιες μασέλες και θλιμμένο χαμόγελο. Φορούσε μια ζώνη δύο φορές πιο φαρδιά από αλογίσιο σαμάρι, μπότες με γκέτες και σπιρούνια και σιδερένια τακούνια, κι η παρουσία του έδινε τη συγκλονιστική εντύπωση μιας σεισμικής δόνησης.
Πέρασε το σαλόνι και το καθημερινό δωμάτιο, κρατώντας στο χέρι κάτι μισοχαλασμένα σακίδια, κι εμφανίστηκε σαν κεραυνός στη βεράντα με τις μπιγκόνιες, όπου η Αμαράντα με τις φίλες της είχαν μείνει ξερές με τις βελόνες στον αέρα. «’σπέρα» , τους είπε με κουρασμένη φωνή, πέταξε το σακίδιο πάνω στο τραπέζι με τα εργόχειρα και προχώρησε προς το πίσω μέρος του σπιτιού. «’σπέρα», είπε στην τρομαγμένη Ρεβέκκα, που τον είδε να περνάει από την πόρτα της κρεβατοκάμαράς της. «’σπέρα», είπε στον Αουρελιάνο, που βρισκόταν στον πάγκο της αργυροχοΐας με όλες τις αισθήσεις του σε εγρήγορση. Δεν σταμάτησε για κανέναν. Πήγε κατευθείαν στην κουζίνα κι εκεί σταμάτησε πρώτη φορά, στο τέλος ενός ταξιδιού που είχε αρχίσει απ’ την άλλη άκρη του κόσμου. «’σπέρα», είπε. Η Ούρσουλα έμεινε για ένα κλάσμα δευτερολέπτου μ’ ανοιχτό το στόμα, τον κοίταξε στα μάτια, έβγαλε μια κραυγή και κρεμάστηκε στο λαιμό του φωνάζοντας και κλαίγοντας απ’ τη χαρά της. Ήταν ο Χοσέ Αρκάδιο. Είχε γυρίσει τόσο φτωχός όσο είχε φύγει, μέχρι που χρειάστηκε να δώσει η Ούρσουλα δύο πέσος για να πληρώσει το νοίκι του αλόγου του. Μιλούσε ισπανικά ανακατεμένα με τη μάγκικη διάλεκτο των ναυτικών. Τον ρώτησαν που είχε πάει κι εκείνος αποκρίθηκε «εδώ κι εκεί». Κρέμασε την αιώρα του στο δωμάτιο που του έδωσαν και κοιμήθηκε τρεις μέρες.
Όταν ξύπνησε, και αφού ρούφηξε δεκαέξι ωμά αυγά, πήγε κατευθείαν στο μαγαζί του Καταρίνο, όπου ο τεράστιος όγκος του προκάλεσε πανικό και περιέργεια στις γυναίκες. Παράγγειλε να παίξει η μουσική και κέρασε τους πάντες αγουαρδιέντε. Έβαλε στοιχήματα για τη δύναμη των μπράτσων με πέντε άντρες ταυτόχρονα. «Είναι αδύνατο» έλεγαν εκείνοι σίγουροι πως δεν μπορούσαν να κουνήσουν το μπράτσο του. «Έχει τα Σταυρωμένα Παιδιά». Ο Καταρίνο, που δεν πίστευε σε μαγικές δυνάμεις, έβαλε στοίχημα δώδεκα πέσος πως δεν θα μπορούσε να κουνήσει τον πάγκο του μπαρ. Ο Χοσέ Αρκάδιο τον τράβηξε απ’ τη θέση του, τον σήκωσε στον αέρα, πάνω απ’ το κεφάλι του, και τον άφησε στο δρόμο. Χρειάστηκαν έντεκα άντρες για να τον ξαναβάλουν στη θέση του. Μες στην έξαψη και το γλέντι, έκανε επίδειξη του απίθανου αντρισμού του, που ήταν ολότελα σκεπασμένος από ένα ανακάτεμα από γαλάζιες και κόκκινες λέξεις σε διάφορες γλώσσες. Τις γυναίκες που τον πολιορκούσαν με τις ορέξεις τους τις ρώτησε ποια πλήρωνε τα περισσότερα.Η πιο πλούσια πρόσφερε είκοσι πέσος. Τότε εκείνος πρότεινε να μπει σε κλήρο, με δέκα πέσος το λαχνό. Ήταν μια απίθανη τιμή, γιατί η πιο επιθυμητή γυναίκα έβγαζε οχτώ πέσος σε μια βραδιά, αλλά όλες δέχτηκαν. Έγραψαν τα ονόματά τους σε δεκατέσσερα χαρτάκια, τα έβαλαν σ’ ένα καπέλο και κάθε γυναίκα τράβήξε ένα. Όταν έμειναν μόνο δυο χαρτάκια, είδαν σε ποιες ανήκαν.
— Πέντε πέσος ακόμα η καθεμιά, πρότεινε ο Χοσέ Αρκάδιο, και θα με μοιραστείτε.



Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, 
Εκατό χρόνια μοναξιά, σελ. 89-91, 
μτφρ.: Κλαίτη Σωτηριάδου-Μπαράχας, 
εκδόσεις Λιβάνη, 1983.