Είναι αξιοσημείωτο πως αυτές οι πλημμύρες κάθε ωραίου και υψηλού μ’ έβρισκαν και την ώρα της μικροπαρεκτροπής και κυρίως τη στιγμή που βρισκόμουν στο βυθό, μ’ έβρισκαν τμηματικά σε χωριστές μικρές αναλαμπές σα να ’θελαν να μου θυμίσουν τον εαυτό τους, δεν εξαφάνιζαν όμως την μικροπαρεκτροπή με την εμφάνισή τους.
Απεναντίας, σα να την ενθάρρυναν με την αντίθεση και μ’ έβρισκαν ακριβώς σε τόσο βάθος όσος έφτανε για μια καλή σάλτσα.
Η σάλτσα εδώ αποτελείτο από την αντίθεση και τη δοκιμασία, τη βασανιστική αυτή εσωτερική ανάλυση, κι όλα αυτά τα μαρτύρια, μικρά και μεγάλα, έδιναν κάποιο γούστο, σχεδόν σκοπό, στην μικροπαρεκτροπή μου, μ’ άλλα λόγια, εκτελούσαν στην εντέλεια την υπηρεσία της καλής σάλτσας.
Όλ’ αυτά, μάλιστα, ήταν όχι δίχως κάποιο βάθος. Μα και θα μπορούσα τάχα να δεχτώ μια απλή, άθλια, άμεση γραφειάδικη μικροπαρεκτροπή και να φορτωθώ όλη κείνη τη λάσπη;
Τι θα μπορούσα τάχα τότε να με προσελκύσει και να με τραβήξει νύχτα στο δρόμο;
Α, όχι, εγώ έχω ευγενικιά αντίληψη για όλα…
Μα πόση αγάπη, Θεέ μου, πόση αγάπη δοκίμαζα σ’ αυτά τα όνειρά μου, σ’ αυτά τα ταξίδια μέσα στο κάθε «ωραίο και υψηλό».
Κι ας ήταν αγάπη φανταστική που σε τίποτε ανθρώπινο στην πραγματικότητα δεν προσαρμοζόταν, ήταν όμως τόσο πολλή, που ύστερα στην πραγματικότητα μήτε καν αισθανόμουν την ανάγκη να την προσαρμόσω κάπου – αυτό πια θα ’ταν μια περιττή πολυτέλεια. Όλα, άλλωστε, ωραιότατα τέλειωναν με την οκνηρή και απολαυστική μεταπήδηση στην τέχνη, δηλαδή στις ομορφότερες φόρμες της ζωής, εντελώς έτοιμες, κατακλεμμένες απ’ τους ποιητές και τους μυθιστοριογράφους και προσαρμοσμένες σε κάθε λογής παραποιήσεις κι απαιτήσεις.
Εγώ, π.χ., θριαμβεύω πάνω σ’ όλους. Όλοι, εννοείται, πέφτουν μπρούμυτα κι αναγκάζονται θεληματικά ν’ αναγνωρίσουν όλες τις τελειότητές μου, κι εγώ πάλι τους συγχωρώ. Ερωτεύομαι καθώς είμαι ένας διάσημος ποιητής και βαθμούχος.
Παίρνω αμέτρητα εκατομμύρια κι αμέσως τα θυσιάζω για τους ανθρώπους και ταυτόχρονα ξομολογιέμαι μπροστά σ’ όλον τον κόσμο τα αίσχη μου, που, εννοείται, δεν είναι απλώς αίσχη, μα περικλείουν πάρα πολύ από κάθε «ωραίο και υψηλό», κάτι το Μαμφρεδικό.
Όλοι κλαίνε και με φιλούν, (αλλιώς τι είδους βλάκες θα ’ταν;) κι εγώ προχωρώ ξυπόλητος και πεινασμένος να διδάξω τις νέες ιδέες (…)
Φιόντορ Ντοστογιέφσκι,
Φιόντορ Ντοστογιέφσκι,
Το υπόγειο, μτφρ.:Kοραλία Μακρή,
εκδόσεις Γκοβόστη 2014,
σ. 60-61