9.2.23

ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΕΝ ΕΛΕΥΣΙΝΙ...του Κ. Λουκόπουλου

μια θλιβερή αφορμή 
(ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΕΝ ΕΛΕΥΣΙΝΙ)
ΔΕΝ ΞΕΡΩ μήπως πρέπει να ξανανταμώσουμε
με τα ίδια λόγια που χωρίζαμε,
νύχτα που ήταν, ανοιξιάτικη,
κι όπως έλιωναν οι λέξεις στον πρόβολο των κορμιών
σιωπηλή να αποτραβιέται, στο ενδιάμεσο, μια ορτανσία.
Κι όσες αναπνοές εκτελέστηκαν,
ο επίπεδος θάνατος που υπερκεράστηκε,
μα κι η ψυχή που βρήκε τον δρόμο της
να γίνει χελιδόνι,
την ίδια ώρα που συμπτύσσονταν
αέριες μάζες και αστρική σκόνη
σαν μάλαζε τη ζύμη τους
μια ουράνια φουρνάρισσα
κι ο Μπετελγκέζ γινόταν
ένας ακόμη
Υπερκαινοφανής.
Μακάρι να διαχώριζα
εκείνη την ανύπαρκτη αγκαλιά,
όπου πάσχιζε η μελισσάνθη
στις δύο πλάκες ανάμεσα
από τον άνθρωπο να απασφαλιστεί.
Τότε η συζήτηση ετούτη θα γινόταν
ένα ποίημα για τον νόστο σας και μόνο.
Μα, όπως βλέπω τα παιδιά κι αντέχουν,
πώς ακουμπούν στους ώμους και στηρίζει το ‘να τ’ άλλο,
λέω, ίσως μπορέσει ακόμη κι ένας ύμνος της ζωής να καταλήξει,
κι ας έχει έναυσμα μια τέτοια θλιβερή αφορμή.