Ως ωραία ήταν μου απόψε η λύπη, ήρθαν όλα σιωπηλά χωρίς πάθη και με ήβραν – χωρίς κανέν’ να μου λείπει – τα λάθη.
Κι ως τα γνώρισα όλα μου γύρω – μπραμ-πάφες όλα κράταγαν, τρουμπέτες και βιόλες – ΕΑΥΤΟΥΛΗΔΕΣ που με βλέπαν, oι γκάφες μου όλες.
A!… τι θίασος λίγον τι από αλήτες μουζικάντες μεθυσμένους και φάλτσους, έτσι ως έμοιαζαν– με πρησμένες τις μύτες– παλιάτσους.
Και τι έμπνευση να μου δώσουν τη βέργα μπρος σε τρίποδα με κάν τ α μυστήρια, όπου γράφονταν τ’ αποτυχημένα μου έργα – εμβατήρια!
Α… τι έμπνευση!… Μαιτρ του φάλτσου ’γώ πάντα, με τη βέργα μου τώρα ψηλά– λέω– με τρόμους νά, με δαύτη μου να παρελάσω τη μπάντα στους δρόμους.
Kι ως πισώκωλα θα παγαίνω πατώντας, μες σε κόρνα θα τα βροντούν και σαντούρια οι παλιάτσοι μου– στον αέρα πηδώντας– τα θούρια…