Δεσποινίς, δεσποινίς εχαρήκαμε πολύ για σας – τω όντι – μπρος στης πόλεως τα φώτα «την τιμήν» όταν λάβαμε εκεί,
κι ως το βλέμμα σας – σαΐτα – και το δόντι μας ετράβαε, εμείς σε κοιτούσαμε θλιμμένοι, σιωπηλοί και γλυκοί.
Και μαμζέλα μας δηλαδή ο αέρας του μπάτη μας ελίκνιζε σε λίγο – ανοιχτά η βάρκα επροχώρει –
στο σκοτάδι προφίλ λάμπει – σφάχτης – το μάτι, και μας πρόσμενε με φώτα αναφτά το βαπόρι.
Μας επρόσμενε Χα!…τα φώτα τα φώτα τα φώτα – και κοιμόταν στης νύχτας τα βύθια η Χαλκίδα σβηστά –τώρα αυτά μοναχά, είναι τώρα σαν πρώτα – σαν πρώτα, σαν ποτές να μην ήσαν στ’ αλήθειασωστά…