Κάθομαι και λογαριάζω
Με την παρέα που μ' απόμεινε
Ματαίωση Ζωής τη λένε
Κι όμως δεν θα τη συστήσω.
Λογαριάζω πως κι αν σφουγγάρισα τους ουρανούς
Από μελανιασμένα νέφη
Κι αν έτριψα πατώματα για να τσουλήσει η ακινησία
Κι αν έφερα τόσο τζίρο σε άναυδες σελίδες
Πως τα ' πραξα με τσέπες πλατιά ραμμένες
Να χωρούν δεμάτια από ορίζοντες
Και βάθος χνουδιού σ' αμούστακο αγόρι.
Σαν κρύωναν τα χέρια μου
Στα λογχισμένα μου πλευρά τα έβαζα
Που όλο τα μετρούσα, ένα-ένα
Αν περίσσευαν για να φτιαχτεί η επόμενη Εύα.
Και ο περίγελος χρήσιμος εφάνη
Καθώς, πόσα "χα" εξύπνησα στον ύπνο άλλων χαμογέλων
Και πόσα "θα" εκόπηκαν απ' του "ευχαριστώ" το θαύμα.
Κι άντε τώρα να φτιάξεις στίχο από -υμα
Μονάχα ένα τραύμα
Στα όνειρα που ούρλιαζε για να τρομάξει η μητέρα μου
Να επουλώσω.
Κάθομαι και λογαριάζω με την Απώλεια της ζωής
Τόσο κοντά που έχουμε κοινά στο σώμα ζεύγη
Μ' ένα χέρι, το ζερβό εγώ,
Κι ένα πόδι ο καθένας.
Και το 'να χέρι νίβει τ' άλλο
Και τα δυο τ' απρόσωπο.
Χρήστος Κατρούτσος
(ανέκδοτο ποίημα)
(ανέκδοτο ποίημα)