Πρώτη γραφή
Αγαπημένε μου Οδυσσέα,
Έφυγαν όλοι οι μνηστήρες,
άλλους τούς τέλεψες και κάποιοι λάκισαν.
Ούτε ένας, να κολακευόμουν έστω.
Δώδεκα χρόνια έγλειφες τις γόβες της –
κοντή κι αλογομούρα.
Στο μεταξύ μεγάλωσα,
σαν μεταλλάχτηκα,
κάθισε η περιφέρεια,
γιάγμα η κορμοστασιά μου.
Γυρνάς και θέλεις γούστα.
Κι εγώ η μεταλλαγμένη υποχωρώ,
σχεδόν χρωστώ και χάρη.
Να 'χα έναν αληθοφανή μνηστήρα, να σε τιμωρήσω.
Επιλογή: Delete
Δεύτερη γραφή
Αγαπημένε μου Οδυσσέα,
Γράφω στο λάπτοπ που μου πήρες.
Ξεγλιστράς, δεν χάνεις ευκαιρία.
Όμως
ήσουν εδώ σαν ξέσπασε η μπόρα.
Το τεθλασμένο σώμα μου το λάτρεψες
τη σουρεαλιστική μορφή μου ασπάστηκες
αξιέπαινα συντήρησες τον πόθο.
Γι' αυτό σε συγχωρώ.
Βαθιά χρωστώ ευγνωμοσύνη.
(Έγινε άβολoς αυτός ο χώρος.
Δεν ξέρω αν θα στείλω το e-mail.)
(Οδυσσέας, τρόπον τινά, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2013)
***
Σαν να 'ταν καλοκαίρι
Βρέχει περπατώ στην παραλία
φυσά δυνατά η ομπρέλα μου σμπαράλια
γκρίζα και ταραγμένη η θάλασσα
λίγο αργότερα ακούω για το ναυάγιο, και πάλι.
Γέμισαν τα νερά θάνατο.
Θέλω πίσω τα νησιά μου.
Αυτές οι θάλασσες θα κουβαλούν για πάντα το βαρύ φορτίο τους.
ψάρια γκαστρωμένα κακό
γυάλινα μάτια θα κοιτάζουν την αντανάκλαση των νεκρών ονείρων.
Και το σκούρο δέρμα στις ακτές μια χαίνουσα ενοχή.
Και να μην μπορώ να σου κρατήσω το χέρι στην άκρη του ξεροχώραφου.
Εραστή της απομάκρυνσης, των διαδρομών του τρένου και των πτήσεων.
Με γέλασες όταν παρίστανες τον εραστή του πράσινου.
Σε γκρίζες αγορές εκτίθεσαι
σε παγωμένες πλατείες πλανιέσαι
μαυρίζει η μέρα
μοιρολογεί το άγνωστο.
(Εποχή αφής, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2016)