31.8.22

Τα καλοκαίρια μας είναι οι βαθιές κουβέντες μέχρι τα χαράματα

Έχετε παρατηρήσει ποτέ με τι μεγαλύτερη ευκολία συζητάμε κι ανακαλύπτουμε γκάμες θεμάτων το καλοκαίρι απ’ ότι όποια άλλη εποχή; Με τι οίστρο εκτοξεύονται μοναδικές ενάρξεις συζητήσεων και με τι χαρά επεκτείνονται στο ατελείωτο; Πώς καταφέρνουμε να βρίσκουμε περισσότερες λύσεις σε θέματα που μας απασχολούν κι αναρωτιόμαστε πώς δεν τις βρήκαμε νωρίτερα; Πώς μένουν ανενεργές οι δικαιολογίες που είχαμε έτοιμες για οποιαδήποτε ματαίωση κι ισχυροποιούνται οι διαθέσεις μας για ακόμη περισσότερα θέλω και σουαρέ;Έχουν γραφτεί αμέτρητα τραγούδια για τα καλοκαίρια. Έχουν υπάρξει εκατομμύρια καλοκαιρινοί έρωτες που διήρκεσαν δυο και τρεις μήνες. Έχουν υμνηθεί κι οι ίδιοι οι μήνες που το αποτελούν, ξεχωρίζοντας έναν-έναν για την ομορφιά και την προσφορά του. Γινόμαστε πολυταξιδευτές τα καλοκαίρια, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά. Παρέα με το αγαπημένο μας βιβλίο ποιημάτων που αγαπά το καλοκαίρι, αγκαλιά με τους κολλητούς μας, έχουνε σχηματιστεί εσωτερικές αναμνήσεις που διαρκούν για πάντα. Τα καλοκαίρια όλα γίνονται αλλιώς. Κυρίως όμως οι εκ βαθέων συζητήσεις.

Πιθανότατα να είναι ο ήλιος που κυκλοφορεί μέσα στη μέρα ώρες ατελείωτες. Μπορεί κι ο καταγάλανος ουρανός που δείχνει πολύ συχνά το πρόσωπό του. Μα μπορεί ακόμη κι αυτές οι έκτακτες μυρωδάτες καλοκαιρινές μπόρες που διαρκούν τόσο λίγο αλλά ξεπλένουν τόσο μοναδικά τις σκόνες και τις αρνητικές αύρες όλων γύρω μας. Όπως και να’ χει, όλα τα προηγούμενα δείχνουν να είναι μερικά απ’ αυτά που μας κάνουν να θέλουμε να βρισκόμαστε με αγαπημένους μας κι απλώς να συζητάμε το κάθε τι που επισκέφθηκε ο νους μας και να προσπαθούμε να τ’ αναλύσουμε μέχρι εξαντλήσεώς του.

Από όπου κι αν το εξετάσουμε, το καλοκαίρι μας επαναφέρει στην ξεχασμένη παιδικότητα κι απλοϊκότητά μας. Ο μικρός μας εαυτός εμφανίζεται κι αποζητά διακαώς να μιλήσει και ν’ αφεθεί χωρίς δεύτερες σκέψεις. Οι θερινοί μας περίπατοι συναντούν τις μυρωδιές απ’ τα καλαμπόκια που ψήνονται. Το αλάτι που αφήνουμε πάνω μας εσκεμμένα για να μας κάψει αλλά και να μας κάνει γευστικούς, μας βοηθά στο να θυμηθούμε την άνεση της αλμύρας. Αν τύχει και βρεθούμε μπροστά στη θέα της ήρεμης ή αναστατωμένης θάλασσας, θα θυμηθούμε πως αυτή πάντα βοηθάει στο να μη φοβόμαστε τις αλλαγές και τ’ άγνωστα χρώματα. Όλα αυτά και πόσα άλλα μας καθιστούν ανήμπορους στο να μείνουμε απλώς εκεί στεκόμενοι κι άπρακτοι.

Αντ’ αυτού και μέσα σ’ όλον αυτόν τον οργασμό εικόνων, οσμών κι ήχων, βρίσκουμε μπαλκόνια και βεράντες και καλούμε την διαλεχτή παρέα της καρδιάς μας, συζητώντας μέχρι πρωίας. Ακούμε τις νότες που ξεφεύγουν κι αιωρούνται απ’ τις παραδιπλανές συναυλίες του Θανάση (Παπακωνσταντίνου) και του Γιάννη (Χαρούλη) και προσπαθούμε να βρούμε τον τόνο, σιγοτραγουδώντας τον μαζί τους, κάνοντας έτσι μια μικρή διακοπή απ’ τη συζήτηση. Το αγιάζι της ανατολής έρχεται να μας ταρακουνήσει και να μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν υπήρξε ύπνος. Αυτό που υπήρξε ήταν μια συζήτηση για έναν παλιό έρωτα, μια αναδρομή για εκείνη τη χρονιά στο σχολείο, μια εκτενής αναφορά σ’ εκείνον τον φίλο που μας πλήγωσε ή πληγώσαμε, μια αναγνωριστική και καινοτόμα ματιά σ’ αυτά που μας ξέφυγαν ενώ φώναζαν τόσο δυνατά.

Οι βαθιές και βαριές συζητήσεις προϋποθέτουν καλοκαίρι. Το οξυγόνο που αναπνέουμε είναι αλλιώτικο. Είναι εκατό τοις εκατό εξωτερικής χρήσης και μυρίζει γιασεμί κι αγριοτριανταφυλλιά. Ανοίγουν τα πνευμόνια μας. Αυτά του θώρακος αλλά κι αυτά της ψυχής. Αφηνόμαστε περισσότερο. Δε μας πειράζει και να εκτεθούμε κάπως. Η καλοκαιρινή αύρα είναι εκεί για να καλύπτει τα «κακώς κείμενα» και να μας προστατεύει από τυχόν λεκτικές κακοτοπιές. Το θέρος συγχωρεί και μας κάνει να συγχωρούμε ευκολότερα.

Καμιά φορά μοιάζει μ’ εξομολόγηση χωρίς καρέκλα ψυχολόγου, αλλά χαρίζει την ίδια ανακούφιση. Πιάνουμε τους εαυτούς μας να λέμε πράγματα και σκέψεις που δεν είχαμε σκοπό. Μας φαίνεται ευκολότερο, λες κι η επόμενη μέρα που θα ξημερώσει, θα έχει σβήσει τα χθεσινοβραδινά ειπωμένα ή θα τα έχει κάνει φιλικά στη σκέψη. Γινόμαστε πιο τολμηροί βλέποντας τ’ άπειρα άστρα και τ’ Αυγουστιάτικο φεγγάρι. Δεν έχουμε ανάδρομους και παράδρομους με τις πανσελήνους, αντιθέτως ξανοιγόμαστε κι αφήνουμε τις λαλιές μας λεύτερες.

Το καλοκαίρι λειτουργεί συμμαχικά με τις απαλοιφές των ενοχών μας. Η απελευθέρωση των λέξεων που ξεστομίζονται σε συνδυασμό με την πνευματική ευεργεσία που επιτυγχάνεται, οδηγούν σε φιλοσοφικά ντελίρια. Είναι σαν να ενεργοποιείται μεγαλύτερο μέρος του εγκεφάλου μας και ξαφνικά γνωρίζουμε καλύτερα τον εαυτό μας. Οι φίλοι που κάθονται απέναντί μας, δεν μας κοιτούν περίεργα γιατί βιώνουν ακριβώς το ίδιο συναίσθημα κι αυτό είναι κάτι που μας ενώνει ακόμη περισσότερο. Δεν φοβόμαστε να πούμε αυτό που νιώθουμε αλλά αντιθέτως, το προκαλούμε κιόλας να βγει από μέσα μας.

Όλοι έχουμε λίστα –γραμμένη ή μη- από παραδοχές και τολμήματα που κάναμε τα καλοκαίρια μας. Δεν είναι τυχαίο που έγιναν αυτή την εποχή. Η αύρα που κυοφορείται τους θερινούς μήνες είναι ένα συνονθύλευμα δικών μας αναγκών για αλήθεια, τόλμη, έκθεση και τελικώς αποδοχή κι αγάπη. Ό, τι μαζεύεται το χειμώνα από σκούρα σκέψη κι έντονο αρνητισμό, έρχεται το καλοκαίρι ν’ ανασάνει και να μεταλλαχθεί σε διαλλακτικότητα και λύση. Το καλοκαίρι είναι όλα αλλιώς. Και μέσα στο «όλα» είμαστε κάπου εκεί κι εμείς κι όλα τ’ ανείπωτά μας που καταφέρνουμε να τα κάνουμε ειπωμένα.

«Στη μέση του χειμώνα ανακάλυψα, τελικά, ότι μέσα μου υπάρχει ένα αόρατο καλοκαίρι.» (Albert Camus)