5.7.22

Albert Camus: «Έχετε προσέξει ότι μόνο ο θάνατος ξυπνά τα αισθήματά μας;»

Που λέτε, μου είχαν πει παλιά για κάποιον ο οποίος, επειδή ο φίλος του ήταν φυλακή, κοιμόταν κάθε νύχτα καταγής στη κάμαρά του, για να μην απολαμβάνει την άνεση που είχαν στερήσει από εκείνον που αγαπούσε.
Ποιος, αγαπητέ κύριε, ποιος θα κοιμόταν καταγής για μας;
Αν είμαι ικανός εγώ για κάτι τέτοιο;
Ακούστε να δείτε, θα ήθελα να είμαι.
Ναι, θα είμαστε όλοι ικανοί να κάνουμε το ίδιο κάποια μέρα, κι αυτό θα είναι η σωτηρία.
Μα δεν είναι εύκολο, γιατί η φιλία είναι αφηρημένη ή τουλάχιστον ανίσχυρη. Εκείνο που θέλει δεν το μπορεί.

Μήπως πάλι, σε τελευταία ανάλυση, δεν το θέλει όσο το χρειάζεται;
Μήπως δεν αγαπάμε αρκετά τη ζωή;
Έχετε προσέξει ότι μόνο ο θάνατος ξυπνά τα αισθήματά μας;
Πόσο αγαπάμε τους φίλους που μόλις έφυγαν…έτσι δεν είναι;
Πόσο θαυμάζουμε τους δασκάλους μας που δεν μας μιλούν πια, που χουν το στόμα τους γεμάτο χώμα!

Ο σεβασμός έρχεται τότε με τον πιο φυσικό τρόπο, αυτός ο σεβασμός που περίμεναν ίσως από εμάς σε όλη τους τη ζωή.
Ξέρετε όμως γιατί είμαστε πάντα πιο δίκαιοι και πιο γενναιόδωροι με τους νεκρούς;
Η αιτία είναι απλή! Δεν έχουμε καμιά υποχρέωση απέναντί τους.

Μας αφήνουν ελεύθερους, μπορούμε με το πάσο μας, να τους δείχνουμε το σεβασμό μας μετά από ένα κοκτέιλ και πριν από το ραντεβού μας με μια νόστιμη ερωμένη, εν ολίγοις, όταν βρεθεί ελεύθερος χρόνος.
Αν μας υποχρέωναν να κάνουμε κάτι, θα μας ζητούσαν να τους θυμόμαστε, και η μνήμη είναι ασθενική.
Όχι, μεταξύ των φίλων μας προτιμάμε τον προσφάτως αποδημήσαντα, τον νεκρό που μας κάνει να πονάμε, τη συγκίνησή μας, τον εαυτούλη μας τελικά.

Είχα κάποτε έναν φίλο που πολύ συχνά τον απέφευγα. Τον βαριόμουν λίγο, κι επιπλέον ήταν ηθικολόγος.
Όταν όμως ήταν στα τελευταία του, με ξαναβρήκε-μείνετε ήσυχος. Δεν έφυγα ούτε στιγμή από το πλάι του. Πέθανε ευχαριστημένος από μένα, σφίγγοντάς μου τα χέρια.

Αφήστε δε όταν ο θάνατος είναι από αυτοκτονία! Θεέ μου, τί γλυκιά ταραχή! Το τηλέφωνο χτυπά, η καρδιά ξεχειλίζει από αισθήματα, οι φράσεις είναι θεληματικά σύντομες μα γεμάτες υπονοούμενα, ο πόνος συγκρατημένος, και μάλιστα, ναι, υπάρχει και μια δόση αυτοκατηγορίας!

Έτσι είναι ο άνθρωπος, αγαπητέ κύριε, διπρόσωπος..
Δεν μπορεί να αγαπά δίχως να αγαπά τον εαυτούλη του.
Παρατηρήστε τους γείτονές σας, αν τύχει και πεθάνει κάποιος στη πολυκατοικία. Κοιμόνταν σε όλη τη διάρκεια της ασήμαντης ζωής τους, και να, ο θυρωρός πεθαίνει. Αμέσως ξυπνούν, ζωηρεύουν, παίρνουν πληροφορίες, συμπονούν.

Ένας θάνατος επί του πιεστηρίου, και το θέαμα επιτέλους αρχίζει.
Την χρειάζονται την τραγωδία, τί τα θέλετε, είναι η μικρή τους υπέρβαση, το απεριτίφ τους…


Albert Camus, Η Πτώση