Τι θέλεις από μένα;
Ήταν πολλά αυτά που δεν καταλάβαινε ο Μιχάλης στη Βέρα και πολλά τα παράπονα για τον τρόπο που του φερόταν. Πολλές φορές δεν τον ειδοποιούσε κι επέλεγε άλλη συντροφιά για καφέ τα μεσημέρια. Ακόμα χειρότερη ήταν η αίσθηση τα βράδια, που εξαφανιζόταν, δεν έστελνε κανένα μήνυμα, επέλεγε άλλες παρέες και δεν τον ενημέρωνε καθόλου.
Ένα μεσημέρι ο Μιχάλης την πίεσε σε αυτό το θέμα, η Βέρα άκουγε τα παράπονά του και κάποια στιγμή τον ρώτησε: “τι θέλεις από εμένα;”
Μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Μιχάλης ένιωθε στη συζήτηση κυρίαρχος του παιχνιδιού, πως όλο το δίκιο είναι με το μέρος του. Αλλά στην ερώτηση της Βέρας, πιάστηκε απροετοίμαστος, αιφνιδιάστηκε, δεν ήξερε τι να απαντήσει. Ψέλλισε κάποια μισόλογα αλλά στην ουσία απάντηση δεν έδωσε. Ήταν ξεκάθαρο πως με μια απλή ερώτηση τεσσάρων λέξεων, ο Μιχάλης βρέθηκε σε θέση άμυνας, να προσπαθεί να δικαιολογηθεί απέναντι σε μια άλλη πραγματικότητα, τελείως διαφορετική από εκείνη την οποία διαχειριζόταν μέχρι τώρα.
Λογικά η απάντηση του Μιχάλη θα έπρεπε να είναι: “Θέλω να είμαστε μαζί”. Όμως αν την έλεγε, τότε αμέσως θα ερχόταν το σχόλιο της Βέρας “πώς να είμαστε μαζί, αφού ζεις με τη μητέρα σου”. Τέτοια παρόμοια συζήτηση είχε γίνει κι άλλες φορές στο παρελθόν κι η έκβαση ήταν ανάλογη. Η Βέρα θα έλεγε “μπορείς να είσαι μόνο μαζί μου, να τακτοποιήσεις τα πράγματα στο σπίτι σου και να είσαι ελεύθερος, μπορείς;” Και τότε ο Μιχάλης κάτι θα συλλάβιζε, θα έλεγε πως είναι ελεύθερος κι η Βέρα θα επέμενε αλλάζοντας τα αρχικά της λόγια “και πώς να γίνουμε ζευγάρι, πώς να πείσω τον αδελφό μου και τους γονείς μου όταν έχουμε τέτοια διαφορά στα χρόνια;” Κι ίσως να συμπλήρωνε κάτι που το είπε και στο παρελθόν “δεν είσαι μια περίπτωση που έχει μέλλον, είσαι μια λάθος επιλογή”.
Όλα κολλούσαν λοιπόν κυρίως στη διαφορά ηλικίας που απέτρεπε τη Βέρα να δει τον Μιχάλη στα πλαίσια ενός σοβαρού δεσμού. Μια λεπτομέρεια που με την παραμικρή της υπενθύμιση άλλαζε το τοπίο στην επικοινωνία τους, ένα στοιχείο που κατάφερνε από μόνο του να σβήνει όλα τα ατοπήματα της Βέρας και να παρουσιάζει τον Μιχάλη υπόλογο για όλες τις αστοχίες, τα λάθη, τις κακοτοπιές. Οποιαδήποτε επίθεση του Μιχάλη, οποιοδήποτε παράπονο έσβηνε και χανόταν όπως τα μικρά κυματάκια που σκάζουν στη στεριά.
Ήταν μια ερώτηση που τον ακολουθούσε και στο σπίτι, μια ερώτηση αφοπλιστική. Κι ο ίδιος ο Μιχάλης αναρωτιόταν τι πραγματικά θέλει από τη Βέρα. Τι θα μπορούσε να θέλει. Τι είναι αυτό για το οποίο θα μπορούσε να την κατηγορήσει. Θέλει τόλμη για να ανοίξει ο Μιχάλης τον κατάλογο με τα “θέλω” του. Για λέγε Μιχάλη, τι θέλεις;
− Θέλω να βγαίνεις με τι παρέες σου, να διασκεδάζεις, να είσαι απόλυτα ελεύθερη αλλά να μου εγγυηθείς ότι μόνο εγώ θα είμαι ο ερωτικός σου σύντροφος.
− Θέλω να με ενημερώνεις για τις εξόδους σου, απλά να με ενημερώνεις.
− Θέλω να μου στέλνεις μια γλυκιά “καληνύχτα”. Θέλω γενικά να με τυλίγεις με αισθήματα, να νιώθω την ψυχή σου, να ακούω την καρδιά σου, να νιώθω ότι με αγαπάς.
− Θέλω όταν έχω κάποιο πρόβλημα, να έχω την άνεση να σου το εκμυστηρεύομαι, να έχω τη ζεστασιά της αγκαλιάς σου, να έχω τη βοήθειά σου.
− Θέλω έστω και στο ελάχιστο, τα κομμάτια της ψυχής μου να είναι σπόροι που φυτρώνουν μέσα σου, να νιώθω ότι ένα κομμάτι του εαυτού μου έγινε δικό σου.
− Θέλω να περπατώ μαζί σου, να συζητώ μαζί σου, να σε βλέπω, να σου προσφέρω αυτά που λαχταρώ.
− Θέλω, τρομάζω για αυτό που θέλω, θέλω να γίνω εσύ κι εσύ να γίνεις εγώ, να αλλάξουμε ταυτότητες, να γίνουμε μια ύπαρξη. Σε θέλω…
Κι ο κατάλογος θα είχε συνέχεια, είναι ένας κατάλογος που κάθε μέρα θα εμπλουτίζεται. Όμως όλα αυτά τα “θέλω”, κοινότυπα αλλά ουσιαστικά και αληθινά, δεν τον κάλυπταν, έμοιαζαν πολύ θεωρητικά, πολύ αόριστα, ίσως το πιο αληθινό “θέλω” ήταν ο ίδιος ο φόβος που ένιωθε ο Μιχάλης για τον εαυτό του, γιατί ο Μιχάλης δεν μπορούσε να ορίσει τα όρια αυτού του “θέλω”. Τι θα μπορούσε να θέλει ο Μιχάλης;
− Θέλω να σε κάνω δική μου, να σε υποδουλώσω, να μην αναπνέεις για άλλον άνθρωπο πέρα από εμένα. Θέλω να ζεις και να αναπνέεις για μένα, μόνο για μένα. Θέλω κατά βάθος να σε γεμίσω με το “είναι” μου, να είσαι ΕΓΩ, μόνο ΕΓΩ, όλη σου η ύπαρξη να είναι το δικό μου εγώ. Θέλω να σε αφανίσω για να μην υπάρχεις εσύ αλλά εγώ, να σε εξουδετερώσω, να μην κάνεις ό,τι θέλεις εσύ γιατί απλά αυτό που θέλεις είμαι εγώ, θέλω να είμαι ολόκληρος μέσα σου, να είμαι αποκλειστικά και μόνο εγώ ο άνθρωπός σου.
“Τι θέλεις από εμένα;”, ρώτησε η Βέρα κι ο Μιχάλης τρόμαξε με τον ίδιο του τον εαυτό, με τα “θέλω” του, με την ψευδαίσθηση που δημιουργεί το σεξ ότι ο άλλος είναι δικός σου. Ίσως έπρεπε να μην κάνει σεξ με τη Βέρα, να μην κάνει καθόλου σεξ, από τη στιγμή που έκανε ήθελε να ξανακάνει, το μυαλό του ήταν συνέχεια να βρει τρόπο να ξανακάνει σεξ με τη Βέρα κι όσο έκανε, τόσο πιο πολύ τη συνήθιζε τη Βέρα, την ήθελε, ήθελε να μαθαίνει τα πάντα γι’ αυτήν, τον ενδιέφερε η παραμικρή λεπτομέρεια πάνω της, το κάθε της λεπτό, το κάθε της δευτερόλεπτο, η κάθε ανταύγεια στη σκέψη της, το κάθε τρεμούλιασμα στο βλέμμα της. Τον ενδιέφεραν τα πάντα πάνω της. Είχε γίνει η σκιά της, στην κυριολεξία. Είχε γίνει ο Μιχάλης το ίδιο της το βήμα, τα δρομολόγια που έκανε, οι δουλειές της, οι παρέες της. Όταν ήταν μακριά της, τότε ήταν ακόμα πιο κοντά της, είχε καταφέρει ο Μιχάλης να διαβάζει τη σκέψη της, να παρεισφρέει στην περιπλοκότητα του ψυχισμού της, στη ρευστότητα της ίδιας της γυναικείας της φύσης. Ήταν συνέχεια σε εγρήγορση ο Μιχάλης, συνέχεια σε ένταση, συνέχεια να τη σκέφτεται, “τι κάνει;”, “πού είναι;”, “γιατί του μίλησε έτσι;”, “τι θα μπορούσε να μηχανεύεται τώρα;”, “είναι αλήθεια αυτό που λέει τώρα ή ψέμα για να ξεφύγει;” Και τα ερωτήματα να επιμηκύνονται, να ανανεώνονται, όλοι οι δρόμοι να έχουν το άρωμά της, το βάρος της, την αναπνοή της. Όχι δεν έπρεπε να κάνει με τη Βέρα σεξ, όχι δεν έπρεπε ούτε το πρώτο φιλί να δώσει μαζί της, δεν έπρεπε να αφεθεί, δεν έπρεπε να γίνει η αρχή. Τώρα δεν ξέρει τι θέλει, ή μάλλον αυτό που θέλει είναι τόσο υπερβολικό που τον τρομάζει, που τον ταράζει συθέμελα, που δεν μπορεί να το ελέγξει.
Ίσως οι πιο γαλήνιες μέρες και οι πιο γαλήνιες νύχτες ήταν εκείνα τα σπάνια διαστήματα που η Βέρα έλειπε από την πόλη, είχε πάει κάποιο ταξίδι κι απουσίαζε. Τότε ο Μιχάλης ένιωθε να ξαλαφρώνει, να απολαμβάνει τη χαλαρότητα των ωρών, των ημερών. Να κυκλοφορεί στην πόλη και το βλέμμα του να είναι ήρεμο, διερευνητικό, με καλλιτεχνικές ανησυχίες, με την επιθυμία να δοθεί στις λεπτομέρειες στον περίγυρό του, με τη βεβαιότητα ότι ο κόσμος γύρω του υπάρχει και δεν είναι ο κόσμος αυτός μόνο η Βέρα.
Δεν μπορούσε ο Μιχάλης να προσδιορίσει τι ακριβώς ήθελε από τη Βέρα, ήταν μια ερώτηση τόσο απλή, με απαντήσεις το ίδιο απλές −κι όμως αυτή η ερώτηση τον προβλημάτισε πάρα πολύ, γιατί αυτή η ερώτηση άνοιγε ένα πηγάδι, τη βαθιά χοάνη της ψυχής του, όπου κρύβονταν επιθυμίες και αλήθειες που ένιωθε ανέτοιμος να αναμετρηθεί μαζί τους και να τις αντέξει.
Κάποια στιγμή, όπως ήταν στο σπίτι του ο Μιχάλης, βρήκε τρόπο για να απαλλαγεί από τις επίμονες ενοχλήσεις αυτού του ερωτήματος. Θυμήθηκε το απόγευμα που πέθανε ο πατέρας του, το τηλεφώνημα της αδελφής του, εκείνο το περίεργο άδειασμα μέσα του. Ήταν απόγευμα Δεκεμβρίου, αργά τη νύχτα ξεκινούσε με το αυτοκίνητο για τη Θεσσαλονίκη. Θυμάται τα δέντρα, τα βουνά, τα φώτα των χωριών, τα φώτα της Κομοτηνής, της Ξάνθης, της Καβάλας, της Ασπροβάλτας, τις λίμνες που ακίνητες τον κοιτούσαν με αυτό το πελώριο ανεξιχνίαστο ύφος που πάντα ήταν θλιμμένο και τώρα απλά βουβό, θυμάται που πάρκαρε έξω από το πατρικό του σπίτι, τον πατέρα δεν τον είδε, τον είχαν στο ψυγείο του νοσοκομείου, θυμάται τις ώρες μέχρι να ξημερώσει, τη μητέρα του αμίλητη, βυθισμένη σε ένα απέραντο σκοτάδι γεμάτο απαρηγόρητα δάκρυα. Θυμάται την αδελφή του να του μιλάει για ιστορίες από την παιδική τους γειτονιά στην Κοζάνη, κάποια στιγμή να τους πιάνει νευρικό γέλιο και να χαζογελάνε, ύστερα να λύνεται η αδελφή του σε ένα μακρόσυρτο κλάμα, ο ίδιος ήταν ψύχραιμος, σχεδόν έμοιαζε αναίσθητος, παγερός και απόμακρος, κάτι σκίρτησε μέσα του από ένα στεφάνι στην εξώπορτα της πολυκατοικίας από τους παλιούς συναδέλφους του πατέρα του, ύστερα τον αντίκρισε στο παρεκκλήσι του νεκροταφείου, σκέφτηκε μέσα του πως το μέτωπό του είναι τελείως κρύο, σχεδόν παγωμένο, τον ενόχλησαν τα βαμβάκια που είχαν βάλει στη μύτη του, ακολούθησε την πομπή, τον είδε που τον έβαζαν στο λάκκο, οι πρώτες φτυαριές, η αργή και σκυφτή αποχώρηση του λίγου κόσμου που ήρθε, ήταν κι η Δέσποινα η πρώην γυναίκα του δίπλα του, είχε έρθει στο ξόδι πάνω, του είχε πιάσει το χέρι, κι ύστερα στην αίθουσα όπου μαζεύονται οι παριστάμενοι για το κονιάκ, το χειμωνιάτικο σκοτάδι να έχει πέσει βαρύ και τότε η αδελφή του, η Κατερίνα, του λέει “ξέχασα το μπουφάν” και πήγε να το φέρει, να περπατά ανάμεσα στους τάφους, με το θαμπό φεγγοβόλημα από τα καντηλάκια των νεκρών, τις φωτογραφίες τους, “δεν μπορώ να καταλάβω γιατί η φωτογραφία πρέπει να δείχνει τον αποθανόντα στα γεράματα”, είναι βέβαια και οι νεαρές ηλικίες, μια σιωπή απειλητική και αγριευτική, “να ψάχνω το δικό μας τάφο, εκεί που έθαψαν τον πατέρα μου, με τη μυρωδιά του φρέσκου χώματος”, “φοβάμαι πατέρα”, “εσύ που μου πρόσφερες τόσα πολλά, εσύ που μου έπιανες το χεράκι μέχρι τώρα, εσύ πατέρα”, “πόσο φοβάμαι”, άρπαξε ο Μιχάλης το μπουφάν, κοίταξε τον φρεσκοσκαμμένο τάφο του πατέρα, με νωπή την υγρή μυρωδιά του χώματος, και με βήμα βιαστικό πήρε το δρόμο της επιστροφής, φοβόταν ότι δε θα βρει το δρόμο, θα χαθεί, θα μείνει μόνος ολομόναχος ανάμεσα στους τάφους, με την αγέρωχη και ψυχρή παρουσία από τα κυπαρίσσια, ναι τότε, “θα ήθελα να μου φωνάξεις, να με πλησιάσεις, να μου πιάσεις το χέρι, να μου δείξεις το δρόμο, προς το φως, το βουητό των ανθρώπων, την πορεία προς τα έξω”.
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Αγώνες ξιφομαχίας με ένα αγοροκόριτσο», εκδ. Οδός Πανός, 2017.