Στην παλαιά Λεπτοκαρυά, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, από πολύ νωρίς το πρωί, τα παιδιά πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούσαν τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα:
«Άγιος Βασίλης έρχητι, γιννάρης ξιμιρώνει,
μπε τ’ αρνιά, μπε τα κατσίκια,
δο μι τχιά την κλούρα, μη σι κόψου μι ντσικούρα».
«Άγιος Βασίλης έρχητι, από την Καισαρεία,
βαστάει κόλα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι,
το καλαμάρι έγραφε, και το χαρτί μιλούσε,
κάτσε να φας κάτσε να πιείς, κάτσε να τραγουδήσεις».
«Βασίλη μ΄πόθεν έρχησι, και πόθεν κατεβαίνεις;
Από την πόλη έρχομαι, και στο χωριό πηγαίνω».
«Βασίλη μ’ξέρεις γράμματα, πες μας την άλφα βήτα,
κι έλα κόψε μας την πίτα».
Στα παιδιά μετά τα κάλαντα, οι νοικοκυραίοι τα έδιναν ότι είχαν στο σπίτι τους, όπως: «σύκα, χαρούπια, καρύδια, κυδώνια, σταφίδες, μήλα, κάστανα, κλπ». Το απόγευμα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, τα μικρά παιδάκια έπαιρναν τα φαναράκια τους και ξαναέβγαιναν πάλι για να πούνε τα κάλαντα: «Άγιος Βασίλης έρχητι . . . κι έλα κόψε μας την πίτα». Τα φαναράκια τους τα στόλιζαν με πολύχρωμες κορδέλες και ξαναπήγαιναν από σπίτι σε σπίτι για να μαζέψουν τα διάφορα κεράσματα, που θα τα πρόσφεραν οι νοικοκυραίοι.
Ειδικά μάλιστα, εάν κάποιος εύπορος λεπτοκαρίτης νοικοκύρης, προσέφερε και καραμέλες, τότε αυτό το νέο διαδίδονταν από ομάδα σε ομάδα, σε όλα τα παιδιά, που έπρεπε να τον επισκεφτούν για να του πούνε τα κάλαντα, μέχρι να εξαντληθούν όλες του οι καραμέλες. Γενικά, εκείνες τις άγιες ημέρες της Πρωτοχρονιάς, όλοι οι Λεπτοκαρίτες κάθονταν αγαπημένοι, ήρεμοι και χαρούμενοι, γιατί έτσι ήθελαν να τους βρει ο νέος χρόνος. Ξεχνούσαν όλα τα δυσάρεστα γεγονότα της προηγούμενης χρονιάς, και προσπαθούσαν να είναι περισσότερο χαμογελαστοί και καλόκαρδοι.
Πολλές πληροφορίες αντλήθηκαν από το βιβλίο του καθηγητή Γεωργίου Χατζή «Λεπτοκαρυά», καθώς και από το προσωπικό μου αρχείο.