Είχε έρθει η ώρα να ξαποστάσει. Σα λευκός γλάρος πάνω σε άσπρο ξέξασπρό βράχο μεσοπέλαγα. Από το όνειρο αυτό θα κρατιόταν στην ζωή που ερχόταν και ας έπεφταν πάνω του χιλιάδες κύματα.
Ένοιωθε δυνατός, έτοιμος για όλα, γεμάτος γαλήνη και ηρεμία.
Έτοιμος να σπαταλήσει το χρόνο που του ανήκε, με τις όποιες εκπλήξεις ερχόταν στο διάβα του. Είχε ανοίξει διάπλατα τα χέρια του να αρπάξει τη ζωή σαν η κάθε μέρα να ήταν η τελευταία…
Η γαλήνη, η ωριμότητα και η ψυχραιμία είχαν ανοίξει το οπτικό πεδίο του αλλά κυρίως είχαν αλλάξει τη οπτική γωνία που έβλεπε τα πράγματα και τον κόσμο.
Αυτό ήταν που είχε σημασία.
Ήταν προετοιμασμένος ακόμη και για το αναπάντεχο, για τον θάνατο. Αλλά μέχρι εκείνη τη μεγάλη και αναπόφευκτη στιγμή, ο χρόνος ανήκε στον ίδιο.
Κάθε μέρα κάθε δευτερόλεπτο, ο πολύτιμος χρόνος θα γέμιζε με της ψυχής του τα θέλω.
Από το μυθιστόρημα του Θεοχάρη Μπικηρόπουλου,
"Ο Κένταυρος που αγαπούσε τη Γοργόνα",
εκδόσεις
"Όστρια"...