Ρεκόρ προσελεύσεως στήν ταινία τῆς Γελένα Πόποβιτς γιά τήν ζωή καί τό ἔργο τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου – Οἱ θεατές ρίχνουν στόν κάλαθο τῶν ἀχρήστων τίς ἐμπαθεῖς κριτικές κινηματογράφου
ΕΑΝ οἱ Ἕλληνες πίστευαν τούς κριτικούς κινηματογράφου, οἱ ὁποῖοι στήν συντριπτική πλειονότητά τους μέ ἐξαίρεση τόν Ἰάσονα Τριανταφυλλίδη, ἐπεχείρησαν νά «θάψουν» τήν ταινία τῆς Γελένα Πόποβιτς γιά τόν Ἅγιο Νεκτάριο τότε ἀπό τίς 26 Αὐγούστου πού αὐτή ἄρχισε νά προβάλλεται στήν μεγάλη ὀθόνη, οἱ κινηματογράφοι θά ἦσαν ἄδειοι. Ζοῦμε ὅμως σέ μία νέα ἐποχή μέ νέα χαρακτηριστικά καί νέα ταυτότητα. Οἱ σιωπηλές πλειοψηφίες ἐπαναστατοῦν. Εὐτυχῶς δέν πιστεύουν τούς «εἰδικούς». Ἀγνοοῦν τίς ἐκκλήσεις τῶν ξεπερασμένων Τατσόπουλων καί τῶν κριτικῶν τῆς «Καθημερινῆς» πού τούς λένε: «Μήν πᾶτε, δέν βλέπεται!». Συνωστίζονται στίς εἰσόδους τῶν θερινῶν σινεμά γιά νά δοῦν τήν ταινία. Ἀδύνατον νά καταλάβουν ὅλοι αὐτοί ὅτι ὁ κόσμος στούς ἔσχατους καιρούς πού ζοῦμε δέν ἀναζητᾶ ἐφφέ καί ἀρτιότητα ἀλλά ἡγεσία καί πνευματικότητα. Ὅτι ἐπικεντρώνεται στό Φῶς, ὄχι στόν φωτισμό. Καί ὅτι ὁ «Ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ» τόν ὁποῖο ἡ Ἑλλάς βλέπει μετά τίς εἰκόνες Ἀποκαλύψεως τῶν πυρκαϊῶν εἶναι ἀκριβῶς αὐτό: καταφύγιο πού λούζει μέ τό Φῶς του ὁ Ἅγιος. Ὄχι φίλμ. Εἶναι μία ἱστορία γιά τήν ἀρετή τῆς ὑπομονῆς, τῆς πίστεως, τῆς ἀγάπης, τῆς ἀπαντοχῆς στήν ἄδικη κατηγορία καί στήν διαβολή. Εἶναι τά ἀντίθετα ἀπό αὐτά πού κάνουμε ἐμεῖς στήν μισαλλόδοξη ἐποχή μας. Τήν ἐποχή τῆς ὕλης καί τῆς ἀπληστίας. Ἡ ἱστόρησις τῆς περιπετειώδους πορείας τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου καί ἡ ἀπόδοσις τῆς σεπτῆς προσωπικότητός του ἀπό τόν ἠθοποιό Ἄρη Σερβετάλη εἶναι ἡ ἀπάντησις τοῦ τί νά κάνουμε καί τοῦ τί νά μήν κάνουμε στούς καιρούς μας. Δίδει τήν ἐλπίδα καί θεριεύει τήν πίστη ὅτι τό ἦθος πού κηρύσσει ἡ Ὀρθοδοξία μας ἔχει προορισμό. Ὅτι καταλήγει κάπου. Ὅτι οἱ καλοί καί οἱ ταπεινοί ἔστω καί ἀργά ἐπικρατοῦν. Μέ τό παράδειγμα τῆς ζωῆς τους. Καί κατά τοῦτο ἔχει νόημα ἡ ἀποστολή τους. Ἐκπληροῦται. Δικαιώνεται τό πέρασμά τους ἀπό τόν κόσμο αὐτό. «Ὅταν τελειώνουν οἱ ἀπαντήσεις ἔξω μας, τότε πρέπει νά ἀρχίσουμε νά τίς ἀναζητοῦμε μέσα μας» ἔγραψε κάποτε ἕνας ἁμαρτωλός Πρόεδρος τῶν ΗΠΑ. Οἱ Ἕλληνες ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό ἡγεσία ψυχική καί πνευματική αὐτή τήν περίοδο. Καί ὅσοι ἐξέρχονται ἀπό τούς κινηματογράφους κάθε βράδυ μετά τήν προβολή –ἐκεῖ πρέπει νά πᾶνε οἱ κύριοι κριτικοί κινηματογράφου γιά νά στήσουν αὐτί– μονολογοῦν: «Καθηλωτική! Ἐπιτέλους! Εἴχαμε τήν ἀνάγκη νά πιστέψουμε σέ κάτι! Feel good». Δέν εἶναι ὅμως εὔκολα πράγματα αὐτά. Ἡ ἀρετή καί τό ἦθος, ἡ ὑπομονή καί ἡ πίστη, ἡ προσευχή καί ἡ καρτερία, εἶναι πορεῖες μοναχικές. Ἀποτελοῦν θητεία μέσα στήν σιωπή. Ἀξίζουν τόν κόπο, ὅμως.
Στό φίλμ τῆς Πόποβιτς, ἡ ὁποία ἀνεκάλυψε τήν ἱστορία τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου τυχαῖα σέ ἕνα βιβλίο κατά τήν διάρκεια ἑνός ἀεροπορικοῦ ταξιδιοῦ, παρακολουθοῦμε ἕναν ἄνθρωπο πού δέν ἔγινε Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ἐπειδή καθημερινῶς συνομιλοῦσε καί βοηθοῦσε Ἄραβες μουσουλμάνους, πένητες καί ἀνέστιους. Ἀδιαφορώντας γιά τό χρῶμα τους καί τήν θρησκεία τους. Καί αὐτό ἐξήγειρε τήν στενῶν ὁριζόντων ἐλίτ τῶν ἐνδοεκκλησιαστικῶν ἀντιπάλων του, πού τόν διέβαλε στόν πνευματικό του πατέρα Πατριάρχη Σωφρόνιο. Καί αὐτός τόν καθῄρεσε καί τόν ἐξόρισε. Βλέπουμε ἕναν ἱεράρχη νά μετακομίζει στήν Ἑλλάδα καί νά ἀντικρύζει παντοῦ κλειστές πόρτες. Τόν βλέπουμε πικραμένο νά μήν ἀναγνωρίζεται ὡς Ἕλλην ἐπειδή ἐγεννήθη στήν Σηλυμβρία τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης. Νά μήν ἐκλέγεται Μητροπολίτης γιά νά μήν ἀποκτήσει δικαίωμα νά εἶναι ὑποψήφιος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας.
Νά πεινᾶ, νά κάνει παρέα μέ ἄστεγους καί ζητιάνους. Νά τούς δωρίζει τά παπούτσια του. Νά διώκεται ὡς κλέφτης ἀπό τούς πιστούς μιᾶς ἐνορίας στήν Εὔβοια στήν ὁποία ηὗρε μετά κόπου μία ἁπλή θέση ἱεροκήρυκος. Νά ζητεῖ ἔλεος κάθε ἡμέρα ἀπό τόν Θεό, ζητώντας συγγνώμη γιά τά λάθη πού νόμιζε ὅτι ἔκανε. Νά αὐτοτιμωρεῖται μέ ἀπεργία πείνης, ὅταν ᾐσθάνετο ὅτι ἀπετύγχανε νά ἐμφυσήσει τό πνεῦμα τῆς ἀγάπης στούς ζωηρούς μαθητές του στήν Ριζάρειο. Νά συγκρούεται μέ τόν διευθυντή τῆς Σχολῆς πού τοῦ ζητοῦσε νά εἶναι αὐστηρός καί νά τοῦ λέει ὅτι «ἡ ἐξουσία πρέπει νά ἀσκεῖται μέ καλοσύνη». Νά δωρίζει τόν γλίσχρο μισθό του γιά νά νοσηλευθεῖ στό νοσοκομεῖο ὁ ἄριστος πλήν φτωχότερος μαθητής τῆς Ριζαρείου. Νά γλυτώνει ἀπό τήν ἀπόλυση ὑπάλληλος πού καθάριζε πλημμελῶς τίς τουαλέττες τῆς σχολῆς, σφουγγαρίζοντας ὁ ἴδιος γονατιστός τίς τουαλέττες. Νά ὑπερασπίζεται τόν ἀσκητισμό σέ κακόβουλα σχόλια γιά τήν ἐμφάνιση τῶν γερόντων λέγοντας ὅτι «δέν ἔχει σημασία ἡ ἐξωτερική ἐμφάνιση καί τά μεγάλα γένια ἀλλά ὁ ἐσωτερικός σου κόσμος, αὐτόν πρέπει νά πασχίζεις νά βελτιώνεις». Νά ἀδιαφορεῖ γιά τήν κατάληψη τῆς θέσης τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας ὅταν τοῦ προετάθη ἐκ νέου, μέ τήν φράση «ἡ ἐξουσία εἶναι σάν τήν ἐπάρατο, σέ κατατρώει καί σοῦ ἀλλάζει τόν χαρακτῆρα». Νά παρατηρεῖ στόν ἀπογοητευμένο Ἄραβα μουσουλμάνο φίλο του, ὁ ὁποῖος διαμαρτύρεται γιά τήν μοχθηρή στάση τῶν ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον του, ὅτι «ἡ πίστη μου στόν Θεό δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τούς ἀνθρώπους». Νά ἐγκαταλείπει κάθε σχέδιο γιά κοσμική ἐξουσία ἀνασταίνοντας ἕνα ἐρειπωμένο μοναστήρι στήν Αἴγινα καί νά συκοφαντεῖται ἀπό θυμωμένες πρωτευουσιάνες μάνες ὡς διακορευτής παρθενίας νεαρῶν μοναχῶν. Νά ζητεῖ ὅταν τόν ἐγκαταλείπουν οἱ δυνάμεις καί ψυχανεμίζεται τό τέλος του νά τόν φορτώσουν οἱ καλόγριες ἐπάνω σέ ἕνα γαϊδούρι γιά νά πάει «νά συναντήσει τήν Μητέρα του». Νά προσεύχεται μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας –αὐτή εἶναι ἡ Μητέρα του– νά προστατέψει τίς μοναχές καί τούς ἁλιεῖς κατοίκους τῆς Αἰγίνης, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἄνοιξαν τίς πόρτες καί τοῦ ἔδιδαν ὅ,τι ἤθελε γιά τό μοναστήρι «ἀρκεῖ νά συνεχίσεις νά εὐλογεῖς τά δίκτυα μας».
Ἡ ταινία δέν δείχνει θαύματα παρά μόνον ἕνα –κατά τήν ἐκδημία τοῦ Ἁγίου στό Ἀρεταίειο, ὅταν ἔσωσε τήν ζωή ἑνός πού ἔπεσε ἀπό τόν γκρεμό καί ἐνοσηλεύετο δίπλα του βαριά τραυματισμένος σέ ἄσχημη κατάσταση. Ἡ ταινία δέν χρειάσθηκε νά δείξει θαύματα γιατί τό θαῦμα τελικῶς ἦταν ἡ ἴδια ἡ ἱστορία τοῦ Ἁγίου. Αὐτό, πού δέν κατάλαβαν, καί δέν πρόκειται νά τό καταλάβουν ποτέ, οἱ κοσμοπολῖτες κριτικοί μας! Ἀλλά τό ἀντελήφθη ἡ ἐκπληκτική Γελένα, πού κατάφερε μέ τούς συνεργάτες της νά πλησιάσει τήν ψυχή ἑνός Ἁγίου. Ἄς εἶναι εὐλογημένη!
ΠΗΓΗ: ΕΣΤΙΑ