30.11.20

M. Καραγάτσης, Γιούγκερμαν

Φυγή. Οι ψυχές, οι καρδιές, οι θελήσεις, οι ίμεροι φεύγουν. Και τα κορμιά φεύγουν. Δεν μένει τίποτα στη θέση που άδειασαν, ούτε οι μνήμες της ευτυχίας και της δυστυχίας. Κι ο δρόμος της φυγής είναι πάντοτε κενός από πίσω, δίχως αχνάρια, δίχως ερείπια. Το πέρασμά μας μάρανε τη βλάστηση των χαντακιών, κι οι βάτραχοι αποτραβήχτηκαν να κοάσουν αλλού τους οπτιμισμούς τους. Φεύγουμε για τη ζωή, δεν φτάνουμε πουθενά και μάς προφταίνει ο θάνατος. Θαρρούμε πως ξεκινάμε για να πάμε κάπου, κάπου που δεν το ξέρουμε, μα το φανταζόμαστε: το ωραίο άγνωστο που πρέπει να υπάρχη. Οι σάλπιγγες παίζουν ελπιδοφόρο θούριο νίκης. Και στη μέση του δρόμου, το εμβατήριο μεταλλάζει σε φούγκα. Δεν πάμε πουθενά. Φεύγουμε. Φεύγουμε πανικόβλητοι, κυνηγημένοι απ' ό,τι αφήσαμε πίσω μας• και πίσω μας δεν αφήσαμε τίποτα. Όλα τα παίρνουμε μαζί στη φυγή μας, τα κλειδώνουμε μέσα μας, τα κρύβουμε κι απ' τον εαυτό μας• όχι όμως κι απ' το Χάρο, που εκτελωνίζει τα φορτία των ψυχών στο ακρογιάλι της Αχερουσίας. Εκεί θα κάνουμε δηλωτικό της σερμαγιάς μας• εκεί θα μάς ζητήσουν δασμό όλα τα δάκρυα που δεν χύσαμε• κι οι κόρες των ματιών μας είναι στεγνές. Χωρίς θύμησες, όσο και να θέλουμε, προς τί να κλάψουμε; Κι αν έχουμε στο νεκρό μας στόμα, για οβολό, το στερνό φιλί εκεινού που μάς αγάπησε, μπαρκάρουμε στο σκαφίδι μόνοι, δίχως το ατελώνιστο φορτίο των πόνων μας. Αν όχι, τότε μένουμε στο σκοτεινό ακρογιάλι, πλάι στα μελανά νερά, νεκροί κι έξω απ' τον Άδη, απέναντι στον Άδη.


M. Καραγάτσης 23 Ιουνίου 1908 − 14 Σεπτεμβρίου 1960
| Γιούγκερμαν, τ. 2 εκδόσεις της Εστίας