Τι πέρασε ο Δημήτρης Πολιτόπουλος να επενδύσει στην Ελλάδα 10 εκατ. ευρώ για ελληνική μπύρα. «Η οδύσσεια μιας μικρής ελληνικής μπύρας». Με αυτό τον τίτλο έγινε πρωτοσέλιδο στους New York Times ο χημικός μηχανικός Δημήτρης Πολιτόπουλος, ο οποίος αντί για ταξίδι προς την επιτυχία, γνώρισε την κόλαση που λέγεται ελληνική αγορά και νομοθεσία. Όλα άρχισαν στα μέσα της δεκαετίας του '90, όταν η Ελλάδα δεν διέθετε ούτε μία, 100%, γνήσια ελληνική μπύρα.
Την εποχή εκείνη η Ελλάδα δεν είχε την πολυτέλεια να έχει τη δική της μπίρα (σ.σ. η ζυθοποιία Fix είχε πτωχεύσει το 1983).
Αντ' αυτού, είχε 3.500 διαφορετικά κρασιά και 500 επωνυμίες ούζου. Όλα αυτά, όταν η Βουλγαρία διέθετε 18 δικές της μπίρες, η Αλβανία 4, οι ΗΠΑ 3.000 και το Μεξικό 500.
Ήταν λοιπόν ηλίου φαεινότερο ότι όποιος αναλάμβανε ένα τέτοιο εγχείρημα δεν θα αργούσε να δρέψει τους καρπούς των κόπων του.
Aυτή την πεποίθηση είχε και ο Δημήτρης Πολιτόπουλος, εξ Αμερικής ορμώμενος, όταν στις 13 Φεβρουαρίου 1998 θα εξέδιδε το πρώτο τιμολόγιο της μπίρας «Βεργίνα».
Ωστόσο, το ταξίδι προς την επιτυχία εξελίχθηκε σε πραγματική οδύσσεια – μια οδύσσεια που έφτασε σε σημείο να γίνει πρωτοσέλιδο στους New York Times.
Ποιός είναι ο Δημήτρης Πολιτόπουλος.
Ο χημικός μηχανικός Δημήτρης Πολιτόπουλος, γεννημένος στην Αθήνα, αποφασίζει να εξειδικεύσει τις γνώσεις του στη ζυθοποιία, στο φημισμένο πανεπιστήμιο Stevens του Σικάγο, προκειμένου να υλοποιήσει μια παράτολμη ιδέα: να επιστρέψει στην πατρίδα του και να δημιουργήσει μια ελληνική ζυθοποιία με στόχο την παραγωγή, την εμφιάλωση και την εμπορία μπύρας ανώτερης ποιότητας, που να παράγεται από ελληνικό κριθάρι και να έχει ελληνικό όνομα.
Το παράτολμο του εγχειρήματος αποτυπώνεται και στις αντιδράσεις των Ελλήνων φίλων του, όταν τους αποκαλύπτει τα σχέδιά του, το 1994.
«Μα η Ελλάδα έχει ήδη μπύρα. Τη Heineken», του απαντούσαν όλοι.
Όντως, ο ολλανδικός κολοσσός με μερίδιο αγοράς που ξεπερνούσε το 90% (δεύτερο υψηλότερο παγκοσμίως μετά το 99% στην αγορά της Αιγύπτου -σήμερα έχει υποχωρήσει στο 72%) είχε ταυτίσει το όνομά του και το χρώμα του, το πράσινο, με τη μπύρα.
Μάλιστα, σύμφωνα με τα όσα είπε ο Δημήτρης Πολιτόπουλος στους New York Times, εξαργυρώνοντας την ηγεμονική της θέση επέβαλε στη χώρα μας τιμές υψηλότερες κατά 30% σε σχέση με τις τιμές στην Ολλανδία – δεν είναι τυχαίο ότι οι πωλήσεις της Heineken στην ελληνική αγορά συνεισφέρουν κατά το 7,1% στο σύνολο των λειτουργικών κερδών του ομίλου.
Έρευνα στην τοπική αγορά.
Ενόσω στην Αμερική ο εκκολαπτόμενος επιχειρηματίας, εκπονεί έρευνα για το πού θα στηθεί το ζυθοποιείο και ποια θα είναι η παραγωγική του ικανότητα.
Μολονότι ως πρώτη επιλογή προκρίθηκαν τα Χανιά, εν τέλει επιλέγεται η δεύτερη, η Κομοτηνή, με δυναμικότητα 200.000 εκατόλιτρων ετησίως, καθώς ήταν πιο οργανωμένη βιομηχανικά και διέθετε το καλύτερο νερό (σύμφωνα με την παράδοση, εκεί παρήχθη για πρώτη φορά ελληνική μπύρα στους αρχαίους χρόνους), βασική πρώτη ύλη της μπύρας.
Δύο χρόνια μετά, το 1996, ο 36χρονος τότε χημικός μηχανικός, με τη συνδρομή του μεγαλύτερου αδερφού και του πατέρα του, επιστρέφει στα πάτρια εδάφη και επενδύει 10 εκατ. ευρώ στην Κομοτηνή.
Άγνωστο για ποιο λόγο, η επένδυση αυτή στην ακριτική περιοχή απορρίφθηκε δύο φορές από τις επιδοτήσεις του αναπτυξιακού νόμου...
Επιμονή στο στόχο.
Ένα χρόνο μετά, δημιουργείται αυτοματοποιημένη μονάδα παραγωγής υψηλών προδιαγραφών με την επωνυμία Ζυθοποιία Μακεδονίας Θράκης Α.Ε., όμως η παραγωγή καθυστερεί, καθώς οι ντόπιοι παραγωγοί μεταλλικών κουτιών δημιουργούν εμπόδια, με τα πρώτα μπουκάλια που καταφθάνουν να είναι προβληματικά.
Ως εμπορική επωνυμία της νέας, αυθεντικά ελληνικής μπύρας, επελέγη το όνομα ενός διάσημου τόπου, όπου ο Έλληνας αρχαιολόγος, Μανώλης Ανδρόνικος, ανακάλυψε ένα ταφικό μνημείο συμπεριλαμβανομένου και του τάφου του Φιλίππου Β' πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου: Βεργίνα.
Αρχίζουν τα προβλήματα.
Ωστόσο, τα πρώτα σοβαρά προβλήματα όχι μόνο δεν θα αργήσουν να φανούν, αλλά παίρνουν και τη μορφή χιονοστιβάδας.
Οι χονδρέμποροι επιστρέφουν το προϊόν δηλώνοντας ότι «κινδυνεύει το σπίτι τους», το τηλεφωνικό κέντρο της ζυθοποιίας γίνεται αποδέκτης απειλητικών τηλεφωνημάτων, πολλοί εργαζόμενοι αποχωρούν αδυνατώντας να απορρίψουν δελεαστικές προσφορές από ανταγωνιστές, οι διανομές σαμποτάρονται με άδειασμα καυσίμων από τα φορτηγά, αρκετά φορτηγά συνεργαζόμενων διανομέων καταστρέφονται, ενώ κυκλοφορούν και φήμες ότι πίσω από τη νέα μπίρα βρίσκονται Τούρκοι.
Η ελληνική εταιρεία δεν κάθεται με σταυρωμένα χέρια και αποφασίζει να περάσει στην αντεπίθεση.
Ξεκινάει τις εξαγωγές –σήμερα εξάγεται σε ΗΠΑ, Αυστραλία, Κύπρο, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Πολωνία, Ιαπωνία και Αλβανία-, μειώνει τις τιμές για ξενοδοχεία και πλοία, παρασκευάζει φθηνή και επώνυμη μπύρα για σούπερ μάρκετ, ενώ μειώνει την τιμή, έως και 50%, στο μεταλλικό κουτί.
Πρόστιμο από την Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 2003, ενημερώνει με επιστολή της την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού για τη ζοφερή κατάσταση της αγοράς μπύρας, αλλά και την αντίστοιχη Ελληνική Επιτροπή, το 2005, στην οποία παραδίδει έναν ογκώδη φάκελο για της καταχρηστικές πρακτικές του ηγέτη της αγοράς.
Εν μέρει δικαιώνεται, καθώς το 2007 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιβάλει πρόστιμο 219 εκατ. ευρώ για παράνομες εμπορικές πρακτικές της εταιρείας Heineken στην έδρα της στην Ολλανδία.
Ανήσυχο πνεύμα ο Δημήτρης Πολιτόπουλος, δεν επιθυμεί να περιοριστεί στην παραγωγή μπύρας, αλλά θέλει να διευρύνει την προϊοντική γκάμα παρασκευάζοντας ροφήματα από βότανα, που βρίσκονται άφθονα στην Θράκη.
Όμως, εδώ έχει να αντιμετωπίσει έναν ακόμη δυσεπίλυτο γρίφο, καθώς σύμφωνα με ένα «σκοτεινό» διάταγμα, οι ζυθοποιίες στην Ελλάδα πρέπει να παράγουν μόνο μπύρα και τίποτα άλλο.
Ένα διάταγμα που έλκει την καταγωγή του από τα χρόνια του βασιλιά Οθωνα...
Πέτυχε λόγω επιμονής.
Σήμερα, η μπύρα Βεργίνα κατέχει μερίδιο 6% της ελληνικής αγοράς (πλέον στη χώρα μας λειτουργούν 13 μικρές ελληνικές ζυθοποιίες), με τη Ζυθοποιία Μακεδονίας Θράκης να θεωρείται –με ετήσια ανάπτυξη που προσεγγίζει το 30%- από τις πλέον ανερχόμενες και πολλά υποσχόμενες εταιρίες στην Ελλάδα.
Το παράδειγμα του Δημήτρη Πολιτόπουλου αν μη τι άλλο μας υπενθυμίζει ότι με όπλο το όραμα, την αποφασιστικότητα, το πείσμα και ένα ποιοτικό προϊόν, η επιτυχία δεν θα αργήσει να έρθει.
Πηγή: eyedoll.gr