ενστερνιζόμαστε κατά καιρούς, πόσους μέντορες αναζητούμε. Κι όλα αυτά
με θέμα τη ζωή.
Ζωή. Μια λέξη με χίλιες σημασίες. Κι αν σε ρωτήσω τι σημαίνει ζωή, τι θα μου πεις; Μπορείς να απαντήσεις; Είναι άραγε η διαδικασία ωρίμανσης του σώματος; Είναι μήπως αυτός ο χρόνος μεταξύ της γέννησης και του θανάτου; Είναι μια μόνο στιγμή; Είναι ο αριθμός των χτύπων της καρδιάς σου;
Όσο κι αν έχω ψάξει για τη σημασία αυτής της λέξης, καμία ερμηνεία δε με ικανοποιεί. Ούτε κι εσένα. Κι αν δεν το έχεις κάνει μέχρι τώρα, σε προκαλώ να το κάνεις. Ψάξε σε βιβλία, σε σελίδες, σε άρθρα, σε λόγια σοφών. Ποτέ δε θα βρεις κάτι συγκεκριμένο, μια ιδανική περιγραφή γι’ αυτή την τόσο μικρή λέξη, με τα τρία γράμματα, που τόσα άλλα γράμματα κρύβει μέσα της.
Ψάχνοντας για τη σημασία της λέξης «ζωή», καταλήγω ξανά και ξανά στην αναζήτηση για την έννοια της ζωής, τη σημασία της ζωής. Αυτής εδώ, αυτού του κόσμου, του τώρα, σε αυτό το σύμπαν και αυτή τη διάσταση, με αυτό τον Θεό. Κι αυτή η σημασία της ζωής που αιώνες τώρα οι άνθρωποι αναζητούν, το περιζήτητο νόημα της ζωής, θα μείνει ανεξήγητο. Στο λέω αλλά νομίζω πως το ξέρεις ήδη. Κανείς δε θα μπορέσει να βγει να πει στον κόσμο μια τυχαία μέρα του χρόνου, ποιο είναι αυτό το περιβόητο νόημα της ζωής. Κανείς. Ούτε επιστήμονας, ούτε φιλόσοφος, ούτε εσύ, ούτε κι εγώ.
Και ξέρεις γιατί; Γιατί το νόημα της ζωής δεν είναι καθολικό, δεν αποτελεί μια κοινή μέθοδο που πρέπει να ακολουθηθεί, δεν είναι μια συνταγή πολλαπλώς ειπωμένη κατά τη διάρκεια των αιώνων. Το νόημα της ζωής και συνεπώς η σημασία της, είναι κάτι μοναδικό για τον καθένα… Γι’ αυτό και δε θα υπάρξει ποτέ ένας καθολικός ορισμός. Γιατί είσαι εσύ με τη ζωή σου, είμαι κι εγώ με τη δική μου. Μοναδικές κι ανεπανάληπτες ζωές, δώρο από το Θεό και τη φύση, πολυτιμότερο πετράδι από όλα τα πιο φανταχτερά όλου του κόσμου.
Μέσα σε αυτή την κοινωνία που επιβιώνεις, ξέχασες ότι κρατάς στα χέρια σου το πιο ακριβό κόσμημα, το πιο πολύτιμο αγαθό. Ξέχασες ότι κρατάς μια ζωή στην αγκαλιά σου, ότι την κουβαλάς στους ώμους σου, ότι είναι τυλιγμένη στο λαιμό σου. Την έχεις τόσο δεδομένη που δεν τη βλέπεις καν. Ξεχνάς τα όνειρα, ξεχνάς να αναπνέεις. Κάθε μέρα η ίδια διαδρομή, κάθε μέρα οι ίδιοι άνθρωποι, κάθε μέρα η ίδια θλίψη, κάθε μέρα τα ίδια, κάθε μέρα. Μα ξεχνάς πως το σήμερα δε θα ξανάρθει, γίνεται χθες, κι έρχεται το αύριο και γίνεται κι αυτό σήμερα και θα περάσει κι αυτό στη θέση του χθες, αυτού του χθες που δε σε νοιάζει, που αποτελεί τον κάδο απορριμμάτων σου. Κι αυτό γιατί πάλι το σήμερα το ξέχασες, το άφησες στην άκρη, το πήρες δεδομένο και δεν το βλέπεις πια.
Μα αν κάτσεις κι αναλογιστείς πόσα σήμερα πέρασαν και δε σε άγγιξαν, δεν έμαθες κάτι καινούριο, σήμερα δε γέλασες, δεν έκανες κάτι να σε ευχαριστεί πραγματικά, δεν ονειρεύτηκες… Ίσως λίγο να τρομάξεις. Και σκέψου τώρα πως ο χρόνος που πέρασε, δε σου χαρίστηκε και γι’ αυτό δε γυρνάει πίσω.
Αντί να σηκωθείς από τη ρουτίνα σου και να ρίξεις μια γροθιά στο μαχαίρι χωρίς να φοβάσαι τον πόνο, με σύμμαχο την ελπίδα και τη βεβαιότητα της επούλωσης, κάθεσαι στον καναπέ σου και απολαμβάνεις μια «σιγουριά». Για ποια σιγουριά μου μιλάς; Όλα εικονικά είναι. Ποτέ και πουθενά δεν υπάρχει αληθινή σιγουριά.
Κάθεσαι στη λιμνούλα σου και ρεμβάζεις, νομίζοντας πως τίποτα δε θα την ταράξει, κανένα κύμα και κανένας καρχαρίας. Μα δεν υπολογίζεις πως σιγά σιγά η ακίνητη λίμνη σου, αρχίζει να βαλτώνει. Στον πάτο της γεννιέται ο βάλτος, ένας κρυφός, θλιβερός βάλτος. Στην επιφάνεια αργεί να φτάσει, για να τον δεις, μα ακόμα κι έτσι εσύ ξέρεις. Ξέρεις πως κάτι δεν είναι όπως πριν, κάτι σκοτεινιάζει τα νερά της λίμνης σου. Και αντί να κάνεις κάτι γι’ αυτό, στέκεσαι απλός παρατηρητής της αλλοίωσής της.
Αφού δεν είσαι ικανοποιημένος με τη ζωή που ζεις, γιατί δεν την αλλάζεις; Ξέρω πόσο φοβάσαι αλλά θα φοβηθείς ακόμα πιο πολύ όταν πια θα έχεις γεράσει και θα κοιτάζεις τα περασμένα χρόνια. Εκείνα τα χρόνια που θα μπορούσες να αγαπήσεις τη λίμνη σου και αντ’ αυτού την άφησες να γίνει βάλτος. Μην αφήσεις το χρόνο κι άλλο να περάσει. Ψάξε και βρες τρόπους να αλλάξεις οτιδήποτε δε σ’ αρέσει. Κι αν αποτύχεις, σήκω ξανά και προσπάθησε. Άλλαξε τα όλα μέχρι να σου αρέσουν! Μη φοβάσαι τίποτα! Μη φοβάσαι να ζήσεις! Πως δέχεσαι να φτάσεις στο θάνατο χωρίς να έχεις πραγματοποιήσει τις επιθυμίες σου, χωρίς να έχεις ζήσει μια ζωή ονειρεμένη. Για σένα ονειρεμένη! Όπως εσύ την ονειρευόσουν από μικρό παιδί.
Μη σε νοιάζει τι θα πουν οι άλλοι, μη φοβάσαι να εκθέσεις τον εαυτό σου στον κόσμο και να διεκδικήσεις τα όνειρά σου, τις αγάπες σου. Μην αφήσεις να τελειώσει η ζωή σου χωρίς να έχεις βρει το δικό σου νόημα.
Εγώ έχω ένα όνειρο. Όταν έρθει η ώρα που ο θάνατος θα χτυπήσει την πόρτα μου κι θα παίρνω τις τελευταίες μου ανάσες, να μπορέσω να πω ότι ΕΖΗΣΑ.
Γράφει η Μάρω Γκούτσια