Να, όμως, που την πιο κρίσιμη βραδιά, μια γυναίκα ηλικιωμένη και γειτόνισσα, που ’κανε χρέη νοσοκόμας, εκεί που αγρυπνούσε στο χαγιάτι, έξω από την κάμαρη της άρρωστης, καθώς την είχε μισοπάρει ο ύπνος στην καρέκλα, είδε ν’ ανεβαίνουν ξαφνικά τη σκάλα δυο ψηλοί άντρες, παράξενα ντυμένοι, με φορεσιές χρωματιστές, που ’πεφταν ως τα πόδια και που βαστούσαν ο καθένας τους στο χέρι κι από μια μικρούλα κασετίνα. Κι όπως εκείνη πετάχτηκε απ’ τη θέση της και με δάκρυα στα μάτια τούς φώναξε:
«Πού πάτε; Μέσα έχουμε άρρωστη μητερούλα, την καημένη, και θα μας πεθάνει...».
Εκείνοι χαμογέλασαν, και κάνοντάς της μιαν εκφραστική, καθησυχαστική χειρονομία, της είπαν με πολύ γλυκειά φωνή:
«Γι’ αυτήν κι εμείς ερχόμαστε. Ήρθαμε να την κάνουμε καλά! Έννοια σου, κυρά μου, και θα ζήσει!».
Κι η γυναίκα ξύπνησε και χάθηκαν.
Κι αληθινά, απ’ την άλλη μέρα το πρωί ο πυρετός άρχισε να πέφτει κι η άρρωστη να γίνεται καλύτερα. Και διαδόθηκε στη γειτονιά, αμέσως, το θαύμα των Αγίων Θεοδώρων.
Αλλά και το ίδιο το πρωί, που τ’ αγοράκι είχε γεννηθεί, η Αθήνα ξύπνησε κατάλευκη, σκεπασμένη μ’ ένα στρώμα χιόνι! Και θεωρήθηκε αυτό, απ’ όλους, σαν εξαιρετικά καλό σημάδι.
Και το παιδάκι άρχισε να μεγαλώνει μες στα χάδια. Πρώτος γόνος γάμου από έρωτα, δέχτηκε όλη την αγάπη των δικών του, εκτός απ’ την αγάπη του πατέρα του, που για κάμποσον καιρό δεν μπορούσε να το δει στα μάτια του, αφού, χάρις σ’ εκείνο, κόντεψε να χάσει την πολυαγαπημένη του γυναίκα! Όμως, στο τέλος, μια κι όλα διορθώθηκαν, αποφάσισε κι αυτός να τ’ αγαπήσει.
Κι όταν ήρθε ο καιρός να το βαφτίσουν, έγινε συζήτηση μεγάλη. Παραλίγο να το βγάλουν Γιώργο, εξαιτίας που η μέρα που το βάφτισαν έτυχε να ’ναι του Αγίου Γεωργίου. Ο πατέρας, όμως, σαν στρατιωτικός που ήταν -λοχαγός του πυροβολικού- θέλησε να το βγάλουν Ναπολέοντα. Ένα απ’ τα δυο: Ναπολέων ή Αννίβας! Κι ο νουνός, ξάδερφος πρώτος της μητέρας, σημαιοφόρος κι αυτός του Ναυτικού, προτίμησε το πρώτο. Και τα βαφτίσια έγιναν απέναντι, στην εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων.
Του πήραν παραμάνα, γιατ’ η μητέρα ήταν πολύ αδύνατη ακόμα για να το θηλάσει μοναχή της.
Και το παιδάκι άρχισε να ζει. Κι αν εξαιρέσουμε κάτι μικροαρρώστιες, κάτι βγαλσίματα δοντιών και τα παρόμοια, όλα, περίπου, βάδιζαν καλά, και με τον τρόπο τον συνηθισμένο.
Κι η μητέρα πρόσεξε μονάχα, πως όταν τύχαινε τη νύχτα να περάσει κάποιο φως από μπροστά του, το μωρουδάκι κάρφωνε το βλέμμα του στη φλόγα κι επίμονα την παρακολουθούσε, μαγνητισμένο απ’ αυτή και σαν υπνωτισμένο, και τίποτα δεν ήταν ικανό να το κάνει να τραβήξει τη ματιά του, όσο αυτή υπήρχε μες στην κάμαρα... Κι ίσως αυτό να ’ταν η πρώτη απορία!
Κι ήρθαν σε λίγο και τα πρώτα λόγια. Κι έγιναν και τα πρώτα-πρώτα βήματα απάνω στο χαλί, και στη ζωή.
Κι έζησαν έτσι, για καιρό, καλά κι εμείς καλύτερα.
Κι από κείνο το κατάξανθο παιδάκι του μικρού αυτού παραμυθιού, μου λέγανε αργότερα πως έγινα Εγώ!