26.2.23

Έσταζε αγάπη, τρυφερότητα, ευτυχία…

Ένοιωσε το χάδι της στο πρόσωπό του. Το δάχτυλο της να περνάει στα χείλη του, μετά στο λαιμό. Στο στέρνο.
Ονειρευόταν. Άνοιξε τα μάτια ξαφνιασμένος. Δεν ονειρευόταν.
 «Καλημέρα,
γλυκέ μου» έπεσε σα δροσοσταλίδα μέσα από το χαμόγελό της η πρώτη καλημέρα. 
Έσταζε αγάπη, τρυφερότητα, ευτυχία….
Το  απέραντο χαμόγελό της έμοιαζε με πολύχρωμο τεράστιο ουράνιο τόξο.
Τα μάτια της   κοίταζαν ευθεία μες τα δικά του. Κατάματα.
Τα βλέφαρά της ανοιγόκλειναν αργά αργά. Ναζιάρικα. Νωχελικά. Έβαλε το κεφάλι της πάνω στο στέρνο του σιωπηλή και κουλουριάστηκε δίπλα του. 
Πέρασε το αριστερό πόδι της πάνω από τους μηρούς του. Έμειναν έτσι για αρκετή ώρα.

Απόσπασμα
Ο ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΟΥΣΕ ΤΗ ΓΟΡΓΟΝΑ -ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΜΠΙΚΗΡΟΠΟΥΛΟΣ, Εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ