
Το έθιμο της «Βαρβάρας» είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά, βαθιά ριζωμένα και ζεστά έθιμα της θρακικής παράδοσης που αναβιώνει κάθε χρόνο κατά την ημέρα εορτής της μνήμης της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας.Κάθε χρόνο λοιπόν την 1η Κυριακή που έπεται της εορτής της Αγίας συναντιόμαστε στην ιδιαίτερα φιλόξενη «Θρακική εστία Κατερίνης» για να τιμήσουμε ένα έθιμο που «έρχεται από μακριά» – από τις γειτονιές των Σαράντα Εκκλησιών, από τα σοκάκια της Αδριανούπολης, από τα παραλιακά σπίτια της Ραιδεστού, από τις αυλές της Καλλίπολης – και που σήμερα ζει χάρη στις θρακιώτικες οικογένειες που κουβαλάνε αυτή τη μνήμη ως φυλαχτό. Γιατι το έθιμο της Βαρβάρας δεν είναι απλώς μια γαστρονομική παράδοση· αποτελεί έναν ζωντανό φορέα μνήμης, ένα σύμβολο της ιστορικής πορείας και της πολιτισμικής ταυτότητας του θρακικού ελληνισμού. Κάθε χρόνο τέτοια ημέρα, μέσα από τη γεύση, τη μνήμη και τον συμβολισμό, ξαναπιάνουμε το νήμα που ενώνει τις θρακικές κοινότητες του χθες με εκείνες του σήμερα αλλα και του μελλοντος.
Ποια ήταν όμως η Αγία Βάρβαρα με την οποία έχει άρρηκτη σχέση το έθιμο και με ποια πράγματα έχει συνδεθεί η λατρεία της?
Η ομορφη Αγία Βαρβάρα έζησε τον 3ο αιωνα μχ και μαρτύρησε επί Αυτοκράτορα Μαξιμιανού. Η μνήμη της τιμάται στις 4 Δεκεμβρίου από την Ορθόδοξη Ανατολική αλλα και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία καθώς και το Πυροβολικό πολλών χωρών ανεξαρτήτως θρησκείας. Πρόκειται για μία Αγία που αναδείχθηκε σε πρότυπο πίστης, αντοχής και μαρτυρικής αγάπης προς τον Χριστό. Η Αγία Βαρβάρα ήταν μονογενής θυγατέρα του πλούσιου Έλληνα ειδωλολάτρη Διόσκουρου, τοπάρχη της Ηλιουπόλεως του Ρωμαϊκού κράτους. Παρόλο που το περιβάλλον στο οποίο ανατράφηκε το αποτελούσαν φανατικοί ειδωλολάτρες, η Αγία φωτίστηκε από την αλήθεια του Θείου Λόγου και νέα ακόμα ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό. Αυτό προκάλεσε την οργή του πατέρα της που μεταχειρίσθηκε κάθε μέσο, ακόμα και βασανισμούς για να την μεταπείσει. Την παρέδωσε και στον ίδιο τον έπαρχο Μαρκιανό για να την τιμωρήσει, ο οποίος την υπέβαλε σε φρικτά μαρτύρια, γι’ αυτό και ονομάσθηκε Μεγαλομάρτυρας. Ένα από αυτά ήταν και η περιφορά της στους δρόμους γυμνή. Κατά τρόπο θαυμαστό κατά τη διάρκεια αυτού του βασανισμού της τα φορέματά της αφαιρούνταν, αλλά κατά τρόπο θαυμαστό, άλλα ωραιότερα αντικαθιστούσαν τα αφαιρούμενα. Τελικά αποκεφαλίστηκε με το ξίφος του ιδίου του πατέρα της, «ταίς πατρικαίς χερσί τω πατρικώ ξίφει την τελειώσιν δέχεται», όπως λέει ο βιογράφος της Συμεών. Κατά την παράδοση, ενώ το ξίφος του πατέρα της έκοβε το κεφάλι της, η Θεία Δίκη με μορφή κεραυνού έκαψε τον άσπλαχνο πατέρα. Αυτόν τον τιμωρό κεραυνό, συμβολίζουν τα πυρά του Πυροβολικού μας και το 1829 καθιερώθηκε ως προστάτιδα του Ελληνικού Πυροβολικού. Στις 4 Δεκεμβρίου του ιδίου χρόνου γιορτάστηκε το γεγονός στο στρατόπεδο του μόλις συγκροτιθέντος πρώτου «Τάγματος Πυροβολητών», όπως ονομαζόταν τότε, οπότε και προσφέρθηκαν στους στρατιώτες αλλά στους επισκέπτες του στρατοπεδου οι από τότε πατροπαράδοτοι λουκουμάδες με κονιάκ, οι οποίοι έχουν συνδεθεί εθιμοτυπικά με την ημέρα αυτή και τον εορτασμό της Αγίας. Η ζωή και το φρικτό τέλος της Βαρβάρας συγκίνησαν τη μάζα των φτωχών και καταδιωγμένων σε τέτοιο βαθμό που ακόμα και σήμερα λατρεύεται ως η προστάτιδα πληθώρας επαγγελματιών, κοινωνικών ομάδων, λχ των μεταλλωρύχων.
Η λατρεία της Αγίας Βαρβάρας ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στο χώρο της Θράκης. Θεωρούνταν από τους κατοίκους της προστάτιδα των παιδιών από τις κακές παιδικές ασθένειες και ιδιαίτερα της ευλογιάς, που προκαλούσε πολλούς θανάτους στον παιδικό πληθυσμό. Το έθιμο της Βαρβάρας, λοιπόν, ήταν πολύ διαδεδομένο στην περιοχή της Θράκης. Πρέπει να είναι συνδεδεμένο με την προβολή αυτής της θεραπευτικής ιδιότητας της Αγίας στην αρρώστια της ευλογιάς, αλλά και με την παραγωγή του σιταριού, τόσο απαραίτητου για την παρασκευή του πολύτιμου ψωμιού .Γι’ αυτό καθιέρωσαν στη γιορτή της, για να την “γλυκάνουν” να μοιράζουν γλυκό, που το ονόμασαν “Βαρβάρα“. Αυτό το κολυβόζουμο ή σπερνά ή “Βαρβάρα” ή ασσουρές προσφέρονταν στην ωραία Αγία για να κρατήσει τα πρόσωπα όλων ωραία και μακριά από τις δυσμορφίες της ευλογιάς. Γι’ αυτό, σύμφωνα με το έθιμο θα φάνε όλοι από τη “Βαρβάρα” και θα μοιράσουν και στους άλλους. Θα έλεγε κανείς μια κοινωνία αμυντικής αλληλεγγύης. «Τη Βαρβάρα τρώμε για να ’χει τα παιδιά ο Θεός στο χέρι του» έλεγαν .Και πράγματι, στην Αδριανούπολη και στις Σαράντα Εκκλησιές η Αγία τιμώνταν ως προστάτιδα των παιδιών και των αρρωστημένων. Οι μάνες άναβαν ένα κερί, έκαναν το σταυρό τους και έβαζαν μέσα στη Βαρβάρα λίγο μέλι «για να είναι γλυκιά η ζωή των μικρών».
Πως όμως ξεκίνησε το έθιμο της Βαρβάρας στη Θράκη; Υπάρχουν οι εκδοχές που λένε ότι σε δύο περιπτώσεις που δηλητηριάστηκε το ψωμί και άλλα τρόφιμα από εχθρούς της χριστιανοσύνης, τους Τούρκους σε μια περίπτωση, τον πατέρα της Αγίας στην άλλη, η επέμβαση της Αγίας Βαρβάρας ήταν άμεση. Παρουσιάστηκε στον ύπνο κάποιας γυναίκας και προειδοποίησε τους πιστούς να μην φάνε από το δηλητηριασμένο ψωμί, αλλά να βράσουν σιτάρι και ότι άλλο βρισκόταν στα σπίτια εκείνη την περίοδο (συνήθως ξηροί καρποί και αποξηραμένα φρούτα), για να περάσουν τις δύσκολες μέρες του χειμώνα. Έτσι έγινε η πρώτη “Βαρβάρα“. Κατ’ άλλους λαογράφους συνδέεται με τη λατρεία της αρχαίας κουροτρόφου θεάς Εκάτης. Η Αγία Βαρβάρα, ως επίκουρος του ανθρώπου, μπορεί να αντικατέστησε την αρχαία αυτή θεότητα, η οποια λατρευόταν ιδιαίτερά στη θρακη. Στην αρχαία Θράκη η παραγωγή του σιταριού αποτελούσε βασική οικονομική δραστηριότητα των κατοίκων. Γιόρταζαν στις αρχές του χειμώνα τα “Εκαταία” προς τιμήν της θεάς Εκάτης. Αυτή την εποχή οι αποθήκες των σπιτιών ήταν γεμάτες σιτάρι που είχαν θερίσει το καλοκαίρι, καθώς και άλλα προϊόντα, όπως ξηρά σύκα, σταφίδες, καρύδια κλπ, που διατηρούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα. Με αυτά τα υλικά παρασκεύαζαν το Εκαταίο Δείπνο. Η “Βαρβάρα” πιθανόν αντικατέστησε το Εκαταίο Δείπνο, που προσέφεραν στη θεά ζητώντας να προστατεύει τους ίδιους κατά τη διάρκεια του χειμώνα, αλλά και το σιτάρι που είχαν σπείρει λίγο πριν, στο τέλος του φθινοπώρου.
Όποια εκδοχή και αν δεχθεί ο καθένας, το έθιμο της Βαρβάρας αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της λαϊκής λατρευτικής παράδοσης της Θράκης και συνεχίζεται αδιάκοπα στο πέρασμα των αιώνων.
Επιπλέον, ο λαός μας συνέδεσε την ημέρα της γιορτής της Αγίας Βαρβάρας με τον ερχομό του χειμώνα και το κρύο που όλο και δυναμώνει: «Η Αγία Βαρβάρα βαρβαρώνει, ο Άη Σάββας σαβανώνει κι ο Άη Νικόλας παραχώνει» ή «Αγιά Βαρβάρα μίλησε και Σάββας απεκρίθη, ο Άη Νικόλας έφτασε με χιόνια φορτωμένος».Γι’ αυτό από τα παλιά χρόνια η γιορτή της Αγίας Βαρβάρας ήταν το χρονικό σημείο που σταματούσαν οι γεωργικές ασχολίες, αλλά και οι φροντίδες που είχαν σχέση με την καθαριότητα των σπιτιών. Και τις μεγάλες νύχτες του Δεκέμβρη οι γιορτές των Αγίων της εκκλησίας μας έδιναν την ευκαιρία στους ανθρώπους να ανταλλάξουν επισκέψεις και να απολαύσουν τη ζεστασιά των καλοστρωμένων σπιτικών.
Τι είναι η Βαρβάρα; Η Βαρβάρα, αυτή η γλυκιά, ζεστή κρεμώδης παρασκευή από σιτάρι, σταφίδες, κανέλα, ξηρούς καρπούς και ζάχαρη – δεν είναι απλώς ένα έδεσμα. Είναι όπως ειπαμε ένας ζωντανός φορέας παράδοσης. Κατά την εγκατάστασή τους στη Μακεδονία, οι πρόσφυγες Θράκες έφεραν μαζί τους τα ήθη και τα έθιμα των χαμένων πατρίδων: από τον Έβρο ως την Ανατολική Ρωμυλία, από την Αδριανούπολη και την Καλλίπολη και τις περιοχές του Σαράντα Εκκλησιών. Στη Θράκη χρησιμοποιούν εννέα είδη για την παρασκευή της Βαρβάρας. Σιτάρι, αμύγδαλα, καρύδια, ρόδια, σταφίδες, κανέλα, σουσάμι, ταχίνι και φρούτα ψιλοκομμένα, κυρίως μήλα σκληρά. Στην περιοχή της Μακράς Γέφυρας και της Αδριανούπολης για γούρι έριχναν μέσα 3 έως 4 κουκιά και όποιος τα έβρισκε θεωρούνταν καλότυχος. Η “Βαρβάρα” παρασκευαζόταν την παραμονή της εορτής της Αγίας Βαρβάρας και μοιράζονταν ανήμερα της γιορτής της πρωι– πρωι Η παρασκευή της Βαρβάρας γινόταν κάθε χρόνο στις 3 Δεκεμβρίου και είχε προληπτικό χαρακτήρα όπως είπαμε . Οι γυναίκες έβραζαν το σιτάρι «για το καλό», ως ευχή για υγεία και προστασία από τις παιδικές αρρώστιες, τον βήχα, τις επιδημίες του χειμώνα.
«Και τότε έβλεπες από κάθε σπίτι να βγαίνουν παιδιά, κρατώντας στα χέρια τους από το χερουλάκι τσίγκινα δοχεία με το γλυκό κολυβόζουμο και να το μοιράζουν στα σπίτια της γειτονιάς, απ’ όπου επίσης έπαιρναν τη δική τους “Βαρβάρα” και την πήγαιναν χαρούμενα στο σπίτι τους. Ήταν εκείνη η μέρα γιορτή για τα παιδιά και κάθε χρόνο την περίμεναν με μεγάλη χαρά» διηγούνται με συγκίνηση ακόμη και σήμερα οι μεγαλύτεροι. «Η ατμόσφαιρα σ’ όλο το χωριό ήταν εορταστική. Το σπίτι έπρεπε οπωσδήποτε να λάμπει από καθαριότητα και να είναι πανέτοιμο να δεχτεί κάθε επισκέπτη. Σ’ ένα μεγάλο πανηγύρι στην καρδιά του Χειμώνα εξελίσσονταν τελικά η γιορτή της Αγίας Βαρβάρας στη Θράκη, με τη Θρακιώτισσα γυναίκα φορώντας την παραδοσιακή θρακιώτικη φορεσιά να πρωτοστατεί στο όλο σκηνικό. Κατά τόπους έλεγαν πως η Βαρβάρα «τρώνει του Βαρβάρ’ το στόμα» – δηλαδή κατευνάζει το κακό και προφυλάσσει το σπίτι…
Στις Σαράντα Εκκλησιές, η προετοιμασία άρχιζε από το πρωί της 3ης Δεκεμβρίου. Οι γυναίκες έλεγαν:«Να βράσει το σιταράκι, για να ’χουμε την ευχή τ’ Αγιάς Βαρβάρας».
Το πρώτο πιάτο πήγαινε πάντα «σ’ ένα σπίτι που το ’χε ανάγκη». Αυτό ήταν ο άγραφος κανόνας της κοινότητας.Στην Αδριανούπολη, διηγούνται πως οι νοικοκυρές έριχναν μέσα λίγες σταφίδες «για να ’ναι γλυκά τα σπίτια κι οι καρδιές». Και δεν έλειπε ποτέ η ευχή: «Καλή σιρετία να ’χουμε!»
δηλαδή υγεία, ευτυχία και καλό χειμώνα. Στην Καλλίπολη, η Βαρβάρα συνδεόταν με την παράδοση του χειμωνιάτικου προστατευτισμού. Έλεγαν χαρακτηριστικά «Να φάμε Βαρβάρα, για να μη μας έβρει το κακό».
Η ευχή αυτή συνόδευε όλες τις οικογένειες πριν μπούνε οι βαριοί βοριάδες του ΕλλησπόντουΣτη Ραιδεστό, η Βαρβάρα γινόταν «ξέχωρο πανηγύρ’». Γειτονιές ολόκληρες αντάλλασσαν μπολ με Βαρβάρα· έλεγαν ότι «όπου μοιράζεται, εκεί μένει το καλό». όπου η Βαρβάρα έμπαινε σε πήλινα δοχεία και μοιραζόταν στις γειτονιές ως ένδειξη αγάπης και συνοχής.
Όλες αυτές οι παραδόσεις, διαφορετικές στις λεπτομέρειες αλλά ενωμένες στην ψυχή, έφτασαν στην Ελλάδα μετά τον ξεριζωμό, μέσα σε μπόγους και μνήμες, και έγιναν το σημερινό ζωντανό έθιμο.
Βλέπουμε πως στα θρακικά χωριά, το έθιμο είχε έντονο κοινοτικό χαρακτήρα. Η Βαρβάρα δεν τρωγόταν μόνο στο σπίτι, αλλά μοιραζόταν με τους γείτονες και τους συγγενείς. Το μοίρασμα αυτό σήμαινε συναλληλία, ενότητα και πνεύμα αλληλεγγύης. Ήταν μια άτυπη υπενθύμιση ότι ο χειμώνας θα είναι βαρύς και ότι οι άνθρωποι χρειάζονται ο ένας τον άλλον.
Επίσης αξίζει να σημειώσουμε πως η θρακική λαλιά , ιδιωματισμοί όπως: «καλή σιρετία» – καλή υγεία και ευημερία «να ’ναι γλυκιά η χρονιά κι αγαπημένα τα σπίτια» «να μη μας έβρει κακό» «καλόν χρόνον να ’χουμε» μας θυμίζουν ότι οι λέξεις των προγόνων μας δεν ήταν απλά εκφράσεις· ήταν ευχές, ήταν προσευχές με τη μορφή καθημερινής ομιλίας. Κάθε φορά που λέμε μια από αυτές τις ευχές, «ανοίγει» μέσα μας ένα παράθυρο στη θρακική αυλή των προγόνων.
Ως νομικός, δεν μπορώ παρά να σκεφτώ ότι κάθε έθιμο αποτελεί και μια μορφή άγραφου «κώδικα» που ρυθμίζει τις σχέσεις των ανθρώπων. Πριν από νόμους, διατάξεις και θεσμούς, υπήρχαν οι παραδόσεις που όριζαν το πώς ζούμε, πώς στεκόμαστε ο ένας απέναντι στον άλλο, πώς διαμορφώνουμε συλλογική ταυτότητα. Η Βαρβάρα, λοιπόν, δεν είναι μόνο γεύση· είναι κανόνας κοινωνικής αλληλεγγύης. Είναι μια πράξη που ενώνει γενιές, μεταφέρει αξίες και δημιουργεί συνέχεια. Στην πραγματικότητα, το έθιμο της Βαρβάρας είναι μια μορφή «κοινωνικής σύμβασης», με την οποία οι Θράκες ανανέωναν την υπόσχεση για αλληλοστήριξη.
Μια ακόμη σημαντική πτυχή του εθίμου από νομικής πλευράς είναι και η εξής: Στη σημερινή εποχή, όπου οι κοινωνίες αλλάζουν γρήγορα, τίθεται συχνά το ερώτημα:
Πώς προστατεύουμε την πολιτιστική μας κληρονομιά; Ποιος είναι ο ρόλος των θεσμών; Βάσει του Συντάγματος της Ελλάδος (άρθρο 24), η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς αποτελεί υποχρέωση του κράτους.
Επιπλέον, η Σύμβαση της UNESCO για την Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά (2003) – την οποία η χώρα μας έχει κυρώσει – αναγνωρίζει ρητά ότι η διατήρηση εθίμων, παραδόσεων, χορών, γλωσσικών ιδιωμάτων και κοινοτικών πρακτικών αποτελεί συλλογικό δικαίωμα των κοινοτήτων. Με άλλα λόγια, η αναβίωση εθίμων όπως η Βαρβάρα δεν είναι μόνο πολιτιστική επιλογή – είναι πράξη προστασίας και διαιώνισης ενός άυλου θησαυρού, που έχει και νομική υπόσταση. Με άλλα λόγια, η Θρακική Εστία Κατερίνης δεν διαφυλάσσει μόνο μνήμες· ασκεί νομικά κατοχυρωμένη πολιτιστική προστασία, η οποία ενισχύει τη συλλογική μνήμη και τη συνεκτικότητα της κοινωνίας. Οι Θρακιώτες, είτε εγκαταστημένοι στην Κατερίνη, είτε σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή της Ελλάδας, αποτελούν ζωντανό παράδειγμα κοινότητας που διασώζει, ασκεί και μεταβιβάζει την παράδοση με τρόπο οργανωμένο και ουσιαστικό.
Η Βαρβάρα λοιπον με τη γλυκιά και ταπεινή μορφή της, μας ταξιδεύει πίσω σε εποχές δύσκολες, όπου οι άνθρωποι, μέσα από ταπεινά υλικά, καλλιεργούσαν την αξία της συλλογικότητας. Το μοίρασμα του εδέσματος από σπίτι σε σπίτι ήταν πράξη αγάπης, συμπαράστασης και κοινωνικής συνοχής. Ήταν ένας άρρητος κώδικας που διατηρούσε ζεστή τη γειτονιά, όρθιες τις κοινότητες και ζωντανή την ελπίδα. Αν στα παλιά χρόνια η Βαρβάρα έβραζε στα καζάνια των νοικοκυριών για να προστατέψει τα παιδιά από τις αρρώστιες, σήμερα βράζει για να μας υπενθυμίσει κάτι εξίσου πολύτιμο: Ότι η κοινωνία μας χρειάζεται την αλληλεγγύη, τη συλλογικότητα και την ανθρώπινη ζεστασιά όσο ποτέ. Σε μια εποχή ατομικισμού, το έθιμο της Βαρβάρας μάς καλεί να ξαναβρούμε την κοινότητα.
Σε μια εποχή αποξένωσης, μάς καλεί να ξαναβρούμε την ανθρώπινη επαφή.
Σε μια εποχή θορύβου, μάς υπενθυμίζει τη σιωπηλή σοφία των προγόνων μας. Σήμερα, που ζούμε σε μια εποχή ταχύτητας, ατομικισμού και συχνά αποξένωσης, τέτοια έθιμα μάς θυμίζουν πως ο λαός μας προχώρησε μέσα από την αλληλεγγύη. Μάς υπενθυμίζουν ότι η παράδοση δεν είναι ένα νοσταλγικό κατάλοιπο, αλλά μια διαρκής υπενθύμιση αξιών που εξακολουθούν και σήμερα να είναι αναγκαίες.
Το σημερινό έθιμο δεν είναι μόνο μια όμορφη γιορτή. Είναι η ζωντανή απόδειξη ότι η Θράκη, παρότι γεωγραφικά είναι μακριά, ζει εδώ – μέσα στις καρδιές μας, στον πολιτισμό μας, στη συλλογική μας μνήμη. Είναι μια πράξη αγάπης προς τις ρίζες, τις πατρίδες, τους προγόνους. Με κάθε κουτάλι από τη ζεστή Βαρβάρα διατηρείται ζωντανή η Θράκη oχι μόνο ως ανάμνηση, αλλά ως καθημερινή, βαθιά, ανθρώπινη πραγματικότητα. Mας υπενθυμίζει ότι η παράδοση δεν είναι κάτι παλιό·
είναι κάτι ζωντανό, που εξελίσσεται μαζί μας, που μας εμπνέει, που μας ενώνει. Διατηρείται ζωντανό ένα κομμάτι της ιστορίας ενός τόπου που δοκιμάστηκε, μετακινήθηκε, σκορπίστηκε, αλλά ποτέ δεν έχασε το νήμα της παράδοσης και της αξιοπρέπειας θρακικής παράδοσης.
Εύχομαι το έθιμο της Βαρβάρας να συνεχίζει κάθε χρόνο να συγκεντρώνει ανθρώπους, να τους φέρνει κοντά, να τους θυμίζει ότι στις απλές χειρονομίες κρύβεται η δύναμη της παράδοσης. Και εύχομαι όλοι μας να κρατούμε στην καθημερινότητά μας κάτι από το πνεύμα αυτής της ημέρας: τη ζεστασιά, την προσφορά και την ανθρώπινη επαφή.
Ποια ήταν όμως η Αγία Βάρβαρα με την οποία έχει άρρηκτη σχέση το έθιμο και με ποια πράγματα έχει συνδεθεί η λατρεία της?
Η ομορφη Αγία Βαρβάρα έζησε τον 3ο αιωνα μχ και μαρτύρησε επί Αυτοκράτορα Μαξιμιανού. Η μνήμη της τιμάται στις 4 Δεκεμβρίου από την Ορθόδοξη Ανατολική αλλα και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία καθώς και το Πυροβολικό πολλών χωρών ανεξαρτήτως θρησκείας. Πρόκειται για μία Αγία που αναδείχθηκε σε πρότυπο πίστης, αντοχής και μαρτυρικής αγάπης προς τον Χριστό. Η Αγία Βαρβάρα ήταν μονογενής θυγατέρα του πλούσιου Έλληνα ειδωλολάτρη Διόσκουρου, τοπάρχη της Ηλιουπόλεως του Ρωμαϊκού κράτους. Παρόλο που το περιβάλλον στο οποίο ανατράφηκε το αποτελούσαν φανατικοί ειδωλολάτρες, η Αγία φωτίστηκε από την αλήθεια του Θείου Λόγου και νέα ακόμα ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό. Αυτό προκάλεσε την οργή του πατέρα της που μεταχειρίσθηκε κάθε μέσο, ακόμα και βασανισμούς για να την μεταπείσει. Την παρέδωσε και στον ίδιο τον έπαρχο Μαρκιανό για να την τιμωρήσει, ο οποίος την υπέβαλε σε φρικτά μαρτύρια, γι’ αυτό και ονομάσθηκε Μεγαλομάρτυρας. Ένα από αυτά ήταν και η περιφορά της στους δρόμους γυμνή. Κατά τρόπο θαυμαστό κατά τη διάρκεια αυτού του βασανισμού της τα φορέματά της αφαιρούνταν, αλλά κατά τρόπο θαυμαστό, άλλα ωραιότερα αντικαθιστούσαν τα αφαιρούμενα. Τελικά αποκεφαλίστηκε με το ξίφος του ιδίου του πατέρα της, «ταίς πατρικαίς χερσί τω πατρικώ ξίφει την τελειώσιν δέχεται», όπως λέει ο βιογράφος της Συμεών. Κατά την παράδοση, ενώ το ξίφος του πατέρα της έκοβε το κεφάλι της, η Θεία Δίκη με μορφή κεραυνού έκαψε τον άσπλαχνο πατέρα. Αυτόν τον τιμωρό κεραυνό, συμβολίζουν τα πυρά του Πυροβολικού μας και το 1829 καθιερώθηκε ως προστάτιδα του Ελληνικού Πυροβολικού. Στις 4 Δεκεμβρίου του ιδίου χρόνου γιορτάστηκε το γεγονός στο στρατόπεδο του μόλις συγκροτιθέντος πρώτου «Τάγματος Πυροβολητών», όπως ονομαζόταν τότε, οπότε και προσφέρθηκαν στους στρατιώτες αλλά στους επισκέπτες του στρατοπεδου οι από τότε πατροπαράδοτοι λουκουμάδες με κονιάκ, οι οποίοι έχουν συνδεθεί εθιμοτυπικά με την ημέρα αυτή και τον εορτασμό της Αγίας. Η ζωή και το φρικτό τέλος της Βαρβάρας συγκίνησαν τη μάζα των φτωχών και καταδιωγμένων σε τέτοιο βαθμό που ακόμα και σήμερα λατρεύεται ως η προστάτιδα πληθώρας επαγγελματιών, κοινωνικών ομάδων, λχ των μεταλλωρύχων.
Η λατρεία της Αγίας Βαρβάρας ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στο χώρο της Θράκης. Θεωρούνταν από τους κατοίκους της προστάτιδα των παιδιών από τις κακές παιδικές ασθένειες και ιδιαίτερα της ευλογιάς, που προκαλούσε πολλούς θανάτους στον παιδικό πληθυσμό. Το έθιμο της Βαρβάρας, λοιπόν, ήταν πολύ διαδεδομένο στην περιοχή της Θράκης. Πρέπει να είναι συνδεδεμένο με την προβολή αυτής της θεραπευτικής ιδιότητας της Αγίας στην αρρώστια της ευλογιάς, αλλά και με την παραγωγή του σιταριού, τόσο απαραίτητου για την παρασκευή του πολύτιμου ψωμιού .Γι’ αυτό καθιέρωσαν στη γιορτή της, για να την “γλυκάνουν” να μοιράζουν γλυκό, που το ονόμασαν “Βαρβάρα“. Αυτό το κολυβόζουμο ή σπερνά ή “Βαρβάρα” ή ασσουρές προσφέρονταν στην ωραία Αγία για να κρατήσει τα πρόσωπα όλων ωραία και μακριά από τις δυσμορφίες της ευλογιάς. Γι’ αυτό, σύμφωνα με το έθιμο θα φάνε όλοι από τη “Βαρβάρα” και θα μοιράσουν και στους άλλους. Θα έλεγε κανείς μια κοινωνία αμυντικής αλληλεγγύης. «Τη Βαρβάρα τρώμε για να ’χει τα παιδιά ο Θεός στο χέρι του» έλεγαν .Και πράγματι, στην Αδριανούπολη και στις Σαράντα Εκκλησιές η Αγία τιμώνταν ως προστάτιδα των παιδιών και των αρρωστημένων. Οι μάνες άναβαν ένα κερί, έκαναν το σταυρό τους και έβαζαν μέσα στη Βαρβάρα λίγο μέλι «για να είναι γλυκιά η ζωή των μικρών».
Πως όμως ξεκίνησε το έθιμο της Βαρβάρας στη Θράκη; Υπάρχουν οι εκδοχές που λένε ότι σε δύο περιπτώσεις που δηλητηριάστηκε το ψωμί και άλλα τρόφιμα από εχθρούς της χριστιανοσύνης, τους Τούρκους σε μια περίπτωση, τον πατέρα της Αγίας στην άλλη, η επέμβαση της Αγίας Βαρβάρας ήταν άμεση. Παρουσιάστηκε στον ύπνο κάποιας γυναίκας και προειδοποίησε τους πιστούς να μην φάνε από το δηλητηριασμένο ψωμί, αλλά να βράσουν σιτάρι και ότι άλλο βρισκόταν στα σπίτια εκείνη την περίοδο (συνήθως ξηροί καρποί και αποξηραμένα φρούτα), για να περάσουν τις δύσκολες μέρες του χειμώνα. Έτσι έγινε η πρώτη “Βαρβάρα“. Κατ’ άλλους λαογράφους συνδέεται με τη λατρεία της αρχαίας κουροτρόφου θεάς Εκάτης. Η Αγία Βαρβάρα, ως επίκουρος του ανθρώπου, μπορεί να αντικατέστησε την αρχαία αυτή θεότητα, η οποια λατρευόταν ιδιαίτερά στη θρακη. Στην αρχαία Θράκη η παραγωγή του σιταριού αποτελούσε βασική οικονομική δραστηριότητα των κατοίκων. Γιόρταζαν στις αρχές του χειμώνα τα “Εκαταία” προς τιμήν της θεάς Εκάτης. Αυτή την εποχή οι αποθήκες των σπιτιών ήταν γεμάτες σιτάρι που είχαν θερίσει το καλοκαίρι, καθώς και άλλα προϊόντα, όπως ξηρά σύκα, σταφίδες, καρύδια κλπ, που διατηρούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα. Με αυτά τα υλικά παρασκεύαζαν το Εκαταίο Δείπνο. Η “Βαρβάρα” πιθανόν αντικατέστησε το Εκαταίο Δείπνο, που προσέφεραν στη θεά ζητώντας να προστατεύει τους ίδιους κατά τη διάρκεια του χειμώνα, αλλά και το σιτάρι που είχαν σπείρει λίγο πριν, στο τέλος του φθινοπώρου.
Όποια εκδοχή και αν δεχθεί ο καθένας, το έθιμο της Βαρβάρας αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της λαϊκής λατρευτικής παράδοσης της Θράκης και συνεχίζεται αδιάκοπα στο πέρασμα των αιώνων.
Επιπλέον, ο λαός μας συνέδεσε την ημέρα της γιορτής της Αγίας Βαρβάρας με τον ερχομό του χειμώνα και το κρύο που όλο και δυναμώνει: «Η Αγία Βαρβάρα βαρβαρώνει, ο Άη Σάββας σαβανώνει κι ο Άη Νικόλας παραχώνει» ή «Αγιά Βαρβάρα μίλησε και Σάββας απεκρίθη, ο Άη Νικόλας έφτασε με χιόνια φορτωμένος».Γι’ αυτό από τα παλιά χρόνια η γιορτή της Αγίας Βαρβάρας ήταν το χρονικό σημείο που σταματούσαν οι γεωργικές ασχολίες, αλλά και οι φροντίδες που είχαν σχέση με την καθαριότητα των σπιτιών. Και τις μεγάλες νύχτες του Δεκέμβρη οι γιορτές των Αγίων της εκκλησίας μας έδιναν την ευκαιρία στους ανθρώπους να ανταλλάξουν επισκέψεις και να απολαύσουν τη ζεστασιά των καλοστρωμένων σπιτικών.
Τι είναι η Βαρβάρα; Η Βαρβάρα, αυτή η γλυκιά, ζεστή κρεμώδης παρασκευή από σιτάρι, σταφίδες, κανέλα, ξηρούς καρπούς και ζάχαρη – δεν είναι απλώς ένα έδεσμα. Είναι όπως ειπαμε ένας ζωντανός φορέας παράδοσης. Κατά την εγκατάστασή τους στη Μακεδονία, οι πρόσφυγες Θράκες έφεραν μαζί τους τα ήθη και τα έθιμα των χαμένων πατρίδων: από τον Έβρο ως την Ανατολική Ρωμυλία, από την Αδριανούπολη και την Καλλίπολη και τις περιοχές του Σαράντα Εκκλησιών. Στη Θράκη χρησιμοποιούν εννέα είδη για την παρασκευή της Βαρβάρας. Σιτάρι, αμύγδαλα, καρύδια, ρόδια, σταφίδες, κανέλα, σουσάμι, ταχίνι και φρούτα ψιλοκομμένα, κυρίως μήλα σκληρά. Στην περιοχή της Μακράς Γέφυρας και της Αδριανούπολης για γούρι έριχναν μέσα 3 έως 4 κουκιά και όποιος τα έβρισκε θεωρούνταν καλότυχος. Η “Βαρβάρα” παρασκευαζόταν την παραμονή της εορτής της Αγίας Βαρβάρας και μοιράζονταν ανήμερα της γιορτής της πρωι– πρωι Η παρασκευή της Βαρβάρας γινόταν κάθε χρόνο στις 3 Δεκεμβρίου και είχε προληπτικό χαρακτήρα όπως είπαμε . Οι γυναίκες έβραζαν το σιτάρι «για το καλό», ως ευχή για υγεία και προστασία από τις παιδικές αρρώστιες, τον βήχα, τις επιδημίες του χειμώνα.
«Και τότε έβλεπες από κάθε σπίτι να βγαίνουν παιδιά, κρατώντας στα χέρια τους από το χερουλάκι τσίγκινα δοχεία με το γλυκό κολυβόζουμο και να το μοιράζουν στα σπίτια της γειτονιάς, απ’ όπου επίσης έπαιρναν τη δική τους “Βαρβάρα” και την πήγαιναν χαρούμενα στο σπίτι τους. Ήταν εκείνη η μέρα γιορτή για τα παιδιά και κάθε χρόνο την περίμεναν με μεγάλη χαρά» διηγούνται με συγκίνηση ακόμη και σήμερα οι μεγαλύτεροι. «Η ατμόσφαιρα σ’ όλο το χωριό ήταν εορταστική. Το σπίτι έπρεπε οπωσδήποτε να λάμπει από καθαριότητα και να είναι πανέτοιμο να δεχτεί κάθε επισκέπτη. Σ’ ένα μεγάλο πανηγύρι στην καρδιά του Χειμώνα εξελίσσονταν τελικά η γιορτή της Αγίας Βαρβάρας στη Θράκη, με τη Θρακιώτισσα γυναίκα φορώντας την παραδοσιακή θρακιώτικη φορεσιά να πρωτοστατεί στο όλο σκηνικό. Κατά τόπους έλεγαν πως η Βαρβάρα «τρώνει του Βαρβάρ’ το στόμα» – δηλαδή κατευνάζει το κακό και προφυλάσσει το σπίτι…
Στις Σαράντα Εκκλησιές, η προετοιμασία άρχιζε από το πρωί της 3ης Δεκεμβρίου. Οι γυναίκες έλεγαν:«Να βράσει το σιταράκι, για να ’χουμε την ευχή τ’ Αγιάς Βαρβάρας».
Το πρώτο πιάτο πήγαινε πάντα «σ’ ένα σπίτι που το ’χε ανάγκη». Αυτό ήταν ο άγραφος κανόνας της κοινότητας.Στην Αδριανούπολη, διηγούνται πως οι νοικοκυρές έριχναν μέσα λίγες σταφίδες «για να ’ναι γλυκά τα σπίτια κι οι καρδιές». Και δεν έλειπε ποτέ η ευχή: «Καλή σιρετία να ’χουμε!»
δηλαδή υγεία, ευτυχία και καλό χειμώνα. Στην Καλλίπολη, η Βαρβάρα συνδεόταν με την παράδοση του χειμωνιάτικου προστατευτισμού. Έλεγαν χαρακτηριστικά «Να φάμε Βαρβάρα, για να μη μας έβρει το κακό».
Η ευχή αυτή συνόδευε όλες τις οικογένειες πριν μπούνε οι βαριοί βοριάδες του ΕλλησπόντουΣτη Ραιδεστό, η Βαρβάρα γινόταν «ξέχωρο πανηγύρ’». Γειτονιές ολόκληρες αντάλλασσαν μπολ με Βαρβάρα· έλεγαν ότι «όπου μοιράζεται, εκεί μένει το καλό». όπου η Βαρβάρα έμπαινε σε πήλινα δοχεία και μοιραζόταν στις γειτονιές ως ένδειξη αγάπης και συνοχής.
Όλες αυτές οι παραδόσεις, διαφορετικές στις λεπτομέρειες αλλά ενωμένες στην ψυχή, έφτασαν στην Ελλάδα μετά τον ξεριζωμό, μέσα σε μπόγους και μνήμες, και έγιναν το σημερινό ζωντανό έθιμο.
Βλέπουμε πως στα θρακικά χωριά, το έθιμο είχε έντονο κοινοτικό χαρακτήρα. Η Βαρβάρα δεν τρωγόταν μόνο στο σπίτι, αλλά μοιραζόταν με τους γείτονες και τους συγγενείς. Το μοίρασμα αυτό σήμαινε συναλληλία, ενότητα και πνεύμα αλληλεγγύης. Ήταν μια άτυπη υπενθύμιση ότι ο χειμώνας θα είναι βαρύς και ότι οι άνθρωποι χρειάζονται ο ένας τον άλλον.
Επίσης αξίζει να σημειώσουμε πως η θρακική λαλιά , ιδιωματισμοί όπως: «καλή σιρετία» – καλή υγεία και ευημερία «να ’ναι γλυκιά η χρονιά κι αγαπημένα τα σπίτια» «να μη μας έβρει κακό» «καλόν χρόνον να ’χουμε» μας θυμίζουν ότι οι λέξεις των προγόνων μας δεν ήταν απλά εκφράσεις· ήταν ευχές, ήταν προσευχές με τη μορφή καθημερινής ομιλίας. Κάθε φορά που λέμε μια από αυτές τις ευχές, «ανοίγει» μέσα μας ένα παράθυρο στη θρακική αυλή των προγόνων.
Ως νομικός, δεν μπορώ παρά να σκεφτώ ότι κάθε έθιμο αποτελεί και μια μορφή άγραφου «κώδικα» που ρυθμίζει τις σχέσεις των ανθρώπων. Πριν από νόμους, διατάξεις και θεσμούς, υπήρχαν οι παραδόσεις που όριζαν το πώς ζούμε, πώς στεκόμαστε ο ένας απέναντι στον άλλο, πώς διαμορφώνουμε συλλογική ταυτότητα. Η Βαρβάρα, λοιπόν, δεν είναι μόνο γεύση· είναι κανόνας κοινωνικής αλληλεγγύης. Είναι μια πράξη που ενώνει γενιές, μεταφέρει αξίες και δημιουργεί συνέχεια. Στην πραγματικότητα, το έθιμο της Βαρβάρας είναι μια μορφή «κοινωνικής σύμβασης», με την οποία οι Θράκες ανανέωναν την υπόσχεση για αλληλοστήριξη.
Μια ακόμη σημαντική πτυχή του εθίμου από νομικής πλευράς είναι και η εξής: Στη σημερινή εποχή, όπου οι κοινωνίες αλλάζουν γρήγορα, τίθεται συχνά το ερώτημα:
Πώς προστατεύουμε την πολιτιστική μας κληρονομιά; Ποιος είναι ο ρόλος των θεσμών; Βάσει του Συντάγματος της Ελλάδος (άρθρο 24), η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς αποτελεί υποχρέωση του κράτους.
Επιπλέον, η Σύμβαση της UNESCO για την Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά (2003) – την οποία η χώρα μας έχει κυρώσει – αναγνωρίζει ρητά ότι η διατήρηση εθίμων, παραδόσεων, χορών, γλωσσικών ιδιωμάτων και κοινοτικών πρακτικών αποτελεί συλλογικό δικαίωμα των κοινοτήτων. Με άλλα λόγια, η αναβίωση εθίμων όπως η Βαρβάρα δεν είναι μόνο πολιτιστική επιλογή – είναι πράξη προστασίας και διαιώνισης ενός άυλου θησαυρού, που έχει και νομική υπόσταση. Με άλλα λόγια, η Θρακική Εστία Κατερίνης δεν διαφυλάσσει μόνο μνήμες· ασκεί νομικά κατοχυρωμένη πολιτιστική προστασία, η οποία ενισχύει τη συλλογική μνήμη και τη συνεκτικότητα της κοινωνίας. Οι Θρακιώτες, είτε εγκαταστημένοι στην Κατερίνη, είτε σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή της Ελλάδας, αποτελούν ζωντανό παράδειγμα κοινότητας που διασώζει, ασκεί και μεταβιβάζει την παράδοση με τρόπο οργανωμένο και ουσιαστικό.
Η Βαρβάρα λοιπον με τη γλυκιά και ταπεινή μορφή της, μας ταξιδεύει πίσω σε εποχές δύσκολες, όπου οι άνθρωποι, μέσα από ταπεινά υλικά, καλλιεργούσαν την αξία της συλλογικότητας. Το μοίρασμα του εδέσματος από σπίτι σε σπίτι ήταν πράξη αγάπης, συμπαράστασης και κοινωνικής συνοχής. Ήταν ένας άρρητος κώδικας που διατηρούσε ζεστή τη γειτονιά, όρθιες τις κοινότητες και ζωντανή την ελπίδα. Αν στα παλιά χρόνια η Βαρβάρα έβραζε στα καζάνια των νοικοκυριών για να προστατέψει τα παιδιά από τις αρρώστιες, σήμερα βράζει για να μας υπενθυμίσει κάτι εξίσου πολύτιμο: Ότι η κοινωνία μας χρειάζεται την αλληλεγγύη, τη συλλογικότητα και την ανθρώπινη ζεστασιά όσο ποτέ. Σε μια εποχή ατομικισμού, το έθιμο της Βαρβάρας μάς καλεί να ξαναβρούμε την κοινότητα.
Σε μια εποχή αποξένωσης, μάς καλεί να ξαναβρούμε την ανθρώπινη επαφή.
Σε μια εποχή θορύβου, μάς υπενθυμίζει τη σιωπηλή σοφία των προγόνων μας. Σήμερα, που ζούμε σε μια εποχή ταχύτητας, ατομικισμού και συχνά αποξένωσης, τέτοια έθιμα μάς θυμίζουν πως ο λαός μας προχώρησε μέσα από την αλληλεγγύη. Μάς υπενθυμίζουν ότι η παράδοση δεν είναι ένα νοσταλγικό κατάλοιπο, αλλά μια διαρκής υπενθύμιση αξιών που εξακολουθούν και σήμερα να είναι αναγκαίες.
Το σημερινό έθιμο δεν είναι μόνο μια όμορφη γιορτή. Είναι η ζωντανή απόδειξη ότι η Θράκη, παρότι γεωγραφικά είναι μακριά, ζει εδώ – μέσα στις καρδιές μας, στον πολιτισμό μας, στη συλλογική μας μνήμη. Είναι μια πράξη αγάπης προς τις ρίζες, τις πατρίδες, τους προγόνους. Με κάθε κουτάλι από τη ζεστή Βαρβάρα διατηρείται ζωντανή η Θράκη oχι μόνο ως ανάμνηση, αλλά ως καθημερινή, βαθιά, ανθρώπινη πραγματικότητα. Mας υπενθυμίζει ότι η παράδοση δεν είναι κάτι παλιό·
είναι κάτι ζωντανό, που εξελίσσεται μαζί μας, που μας εμπνέει, που μας ενώνει. Διατηρείται ζωντανό ένα κομμάτι της ιστορίας ενός τόπου που δοκιμάστηκε, μετακινήθηκε, σκορπίστηκε, αλλά ποτέ δεν έχασε το νήμα της παράδοσης και της αξιοπρέπειας θρακικής παράδοσης.
Εύχομαι το έθιμο της Βαρβάρας να συνεχίζει κάθε χρόνο να συγκεντρώνει ανθρώπους, να τους φέρνει κοντά, να τους θυμίζει ότι στις απλές χειρονομίες κρύβεται η δύναμη της παράδοσης. Και εύχομαι όλοι μας να κρατούμε στην καθημερινότητά μας κάτι από το πνεύμα αυτής της ημέρας: τη ζεστασιά, την προσφορά και την ανθρώπινη επαφή.







