12.11.25

ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ (1/5/1909 Μονεμβασιά-11/11/90 Αθήνα).Του Σταμάτη Παγανόπουλου

Ο ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ Η' NOBLESSE OBLIGE

Από τη συλλογή ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου " Το Μακρυνό" (Κέδρος,1980),ξεχώρισα -ως αφιέρωση στη μνήμη του-το ποίημα "Ευχαριστία", ένα απο τα "μικρά" του ποιήματα ,τα σχεδόν επιγραμματικά,που για πολλούς κριτικούς της λογοτεχνίας είναι και τα καλύτερά του.Το παραθέτω :
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ
Άκουσες τη φωνή σου να λέει ευχαριστώ-
(τόσο απροσδόκητη, βουβή φυσικότητα)-ήσουν βέβαιος πια:
ένα μεγάλο κομμάτι αιωνιότητα σου ανήκε.
Αυτή η αναφορά στο "ευχαριστώ" οδήγησε τη μνήμη μου σε μερικά άλλα -σημαντικά- ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ που τ' απαντάμε σ΄ένα άλλο-όχι τόσο προβεβλημένο- λογοτεχνικό του έργο τα πεζογραφήματά του με το γενικό τίτλο :"Το Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων"(που αποτελείται από εννέα επι μέρους πεζογραφήματα).
Η περπέτεια αυτού του βιβλίου ξεκίνησε το 1942,όπως λέει ο ίδιος :«…για να ξεδώσω μια στάλα απ’ την πίκρα, την πείνα και τον θάνατο, το ’χα ονομάσει “Ασκήσεις ειλικρίνειας”… κάτω από ’να ύφος καραγκιοζίστικο, παλαβό, αυτοειρωνικό ή και παρανοϊκό (κι αυτό το βλέπω καθαρότερα τώρα), πολλά κρύβονταν, αποσιωπούνταν, παραμορφώνονταν, για χίλιους γνωστούς και άγνωστους λόγους, κάτω απ’ τις απαγορεύσεις πολλαπλής λογοκρισίας τόσο γενικής όσο και ατομικής…».Η έκδοση στη συνέχεια δύο ακόμη βιβλίων :"Τι παράξενα πράματα και του "Με το σκούντημα του αγκώνα " ,πυροδότησε μια απίστευτη διαμάχη που ξεκίνησε από σειρά άρθρων της Πολιτιστικής, πέρασε στην Αυγή και στον Ριζοσπάστη και σε άλλες εφημερίδες της εποχής.
Απο το έργο αυτό σε τρία μέρη ο ποιητής αναπέμπει ένα "ευχαριστώ" ως έμπρακτη απόδειξη ενός ουσιαστικού ανθρωπισμού που αποκρυσταλλώνεται στο παραπάνω ποίημα ,αλλά -ταυτόχρονα-μας υπενθυμίζει την ανάγκη της ευγένειας.Μέσα απο τα γραπτά του ο ποιητής μας λέει ότι η ευγένεια έχει πολλές ωφέλειες. Όχι μόνο αγγίζει τους άλλους, αλλά κάνει καλό και σε μας. Σε συναισθηματικό επίπεδο, μας βοηθάει να βρισκόμαστε σε αρμονία με τους ανθρώπους γύρω μας.Πάνω απ’όλα υπογραμμίζεται ότι η ευγένεια αποτελεί προσωπική αρετή. Από την παιδική μας ηλικία, οι άλλοι μας διδάσκουν τις βάσεις της ευγένειας και μιας συνύπαρξης που χαρακτηρίζεται από αρμονία.Η ευγένεια χρειάζεται θέληση.Η ευγένεια είναι συνώνυμη της συμπάθειας και της αναγνώρισης που δείχνουμε προς κάποιον άλλο. Πρόκειται για μια παγκόσμια μορφή σεβασμού. Πρέπει να είμαστε ευγενικοί για να μπορούμε να απολαμβάνουμε τις καλύτερες σχέσεις με τους άλλους.Ευγένεια είναι ένας τρόπος μετάδοσης θετικής ενέργειας.Πάνω απ’όλα πρόκειται για προσωπική αξία.Η ευγένεια είναι μια στρατηγική που μας επιτρέπει να προσαρμοζόμαστε στο περιβάλλον μας. Οι άνθρωποι που δεν έχουν τρόπους ελπίζουν ότι οι άλλοι θα αλλάξουν γι’αυτούς.   
ΑΠΟ ΤΟ ΟΧΙ ΜΟΝΑΧΑ ΓΙΑ ΜΕΝΑ
[…] νέες μορφές αναδύονται σκιώδεις απ’ τα βάθη της μνήμης πριν, μέσα και μετά την ιστορία, και σου ζητούν να υπάρξουν, να υπάρξεις μαζί τους, ν’αγιάσεις μαζί τους, όπως άγιασε προχτές ο Βαγγέλης. Και δεν είναι μονάχα οι Μάρτυρες που αγιάσαν με τις ίδιες τους τις πράξεις-η Ηλέκτρα, ο Τατάκης, ο Μπελογιάννης, ο Πλουμπίδης, Ο Λαμπράκης, ο Πέτρουλας, Ο Διομήδης- αλλά και οι άλλοι, οι ανώνυμοι, οι αφανείς, οι ταπεινόφρονες, οι σπιτίσιοι, με μικρές θυσίες σιωπής, εγκαρτέρησης ή και υποταγής, ή και μοναχικής εξαγρίωσης, και μου είναι ανάγκη να τους εικονίσω, να τους τοποθετήσω στο εικονοστάσιο των ταπεινών ανωνύμων Αγίων μαζί με τη μητέρα μου[….], να καίω ακοίμητη την καντήλα του λαδιού, να τους ονοματίζω μ’ ευλάβεια ένα έναν στην προσευχή μου, κι έχω κι άλλα εικονίσματα πλήθος να κρεμάσω κατάντικρυ στη ματαιότητα. Κι αν μ’ αξιώσει, όπως λένε, ο θεός, κι η ζωή μου χαρίσει ακόμα λίγους χρόνους, λέω, να συνεχίσω το Εικονοστάσιο μου των Ανωνύμων Αγίων [….]γράφω, καλλιγραφώ με προσοχή και κατάνυξη παλιού ερημίτη, γράφω ο «πολυγράφος», ο ακόρεστος που μόλις τώρα προφέρει τις πρώτες του λέξεις και τις ακούει και θαυμάζει τι κόσμοι κρύβονται πίσω τους, τι θησαυρούς του ανοίγουν,-κι αχ, με πονάει η γλώσσα μου απ’ την ευτυχία της γλώσσας, μελώνει το πικρό μου σάλιο, το καταπίνω, τρέφομαι, μα ποτέ ποτέ δε χορταίνω,ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, είπα.
ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΙΟΣΤΟΣ Ο ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΟΣ ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ ΤΟΥ
.....Η μητέρα είχε ένα καλαμένιο πανέρι γεμάτο κουβαρίστρες, δαχτυλήθρες, βελόνες, κουμπιά, κρίκους, αγκράφες. Ήταν ένα σωστό περιβολάκι όπου περιδιάβαζαν τα όνειρα της μητέρας. Μια γαλάζια κλωστή άνοιγε ένα πορτάκι στον ουρανό. Επάνω σε μια πράσινη κλωστή περπάταγαν σα σκοινοβάτες φύλλα, παπαγαλάκια, μικρά παγόνια, ένα πουλί με κόκκινη ομπρέλα, μια αναίτια απογευματινή λύπη, ώσπου να φτάσουν με αλλεπάλληλα μικρά πηδήματα στο στρογγυλό τελάρο της μητέρας με το τεζαρισμένο ατλάζι. Εγώ αφαιρούσα κάθε μέρα ένα κομμάτι απ’ τα δέντρα, απ’ το φως, απ’ τον αέρα και τα πρόσθετα στο κέντημα της μητέρας. Ώσπου, σιγά σιγά, έγινε μια μυστική ανταλλαγή ανάμεσα στο σπίτι μας και στο ύπαιθρο. Τα έπιπλά μας δώσανε τη θέση τους σε πουλιά, πηγές, θάμνους. Έτσι, λίγο λίγο άδειασε και το ύπαιθρο απ’την πρασινάδα του και γέμισε καναπέδες, ντουλάπες, καθρέφτες και κουρτίνες. [….]Τότε άρχισα κι εγώ να καπνίζω, για να κρύβω τα μάτια μου πίσω από τον καπνό. Αργότερα, ένα παιδί κρατούσε ένα ίδιο πανέρι και πουλούσε κεράσια. Αμέσως το αγάπησα. «Το καλάθι της μητέρας» του λέω. Αυτός με κοιτάει. Βγάζει και μου δίνει δυο κεράσια. Δεν είναι πια η μητέρα να κουνήσουμε μαζί το κεφάλι χαμογελώντας. «ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ », του λέω και του δίνω δυο δεκάρες. «Εγώ στα χάρισα- μου λέει. Δε θέλω πλερωμή». Μου πέταξε τις δεκάρες μπρος στα πόδια μου. Τις μάζεψα. Κρατώ τα κεράσια με τ’ αριστερό μου χέρι. Λέω τώρα να φυτέψω τα κουκούτσια τους μέσα σε δυο δαχτυλήθρες, στο πανέρι της μητέρας. Και βέβαια που θα φυτρώσουν δυο μικρές κερασιές στη θέση που κεντούσαν τα χέρια της. Και θα’ χουν την ίδια μακρόθυμη έκφρασή της. «ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ », του λέω ξανά. Επειδή τον αγαπούσα πολύ και δεν μπορούσα να θυμώσω.
ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΘΕΛΟΝΤΑΣ ΝΑ ΔΙΑΚΡΙΝΕΙ ΤΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΟΥΣ ΑΣΤΟΥ ΑΠΟ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΕΩΡΕΙ Ο ΙΔΙΟΣ ΔΕΙΓΜΑ ΑΝΘΡΩΠΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ
.....στα γκαρσόνια κάθε φορά που μου ’φερναν ψωμί, το ποτήρι, ένα πιάτο, κάθε φορά ένα δύο «ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ», τόσο που ο θείος Λεωνίδας που ‘χε γυρίσει απ’ το Λίβερπουλ, ζάπλουτος έμπορος, αγγλοθρεμμένος, «σερ» με υψηλές διπλωματικές σχέσεις, και μου ‘κανε το τραπέζι σ’ ένα ρεστοράν πολυτελείας, στην «Αλεξάνδρα», μου ‘πε «δεν ντρέπεσαι, Ιων, τι ‘ναι αυτά; Δεν επιτρέπεται ποτέ να λέμε ευχαριστώ στα γκαρσόνια ούτε ν’ απευθυνόμαστε σ’ αυτά όταν κάνουμε την παραγγελία του μενού μας» κι εγώ μούτρωσα και δεν έφαγα τίποτα, κι όταν ξανάφυγε για την Αγγλία δεν του ξανάγραψα πια παρ’ ότι ήταν αυτός που μου ’χε στείλει την πρώτη πολυπόθητη κασετίνα με τις λαδομπογιές που ζωγράφισα πάνω σε ατλάζι τα πρώτα μου γκρενά και χρυσαφιά χρυσάνθεμα, κι από τότε, για να τον εκδικηθώ, έλεγα πιο πολλά και πιο σωστά «ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ », .........
.........ακόμη κι όταν έκανα έρωτα, προπάντων τότε (κι ούτε που θυμόμουνα καθόλου το θείο Λεωνίδα με τις αγγλικές συμβουλές του) έλεγα με την καρδιά μου -ακριβώς μετά τον έρωτα- «ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ», «ευχαριστώ», κι όχι μονάχα τώρα που μεγάλωσα κι ήξερα πια τη σημασία, μα και τότε πού ‘μουνα δεκαεφτάρης έλεγα στη Ρουμπίνη «ευχαριστώ» μόλις τελειώναμε, και μια νύχτα μου λέει η Ρουμπίνη «γιατί μου λες ευχαριστώ; δική μου η ευχαρίστηση είναι» και τότε εγώ της είπα «ε, τώρα σου λέω δυο φορές "ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ" κι όπως ήμασταν πλαγιασμένοι ανάσκελα έγειρε η Ρουμπίνη το κεφάλι της με τα χαλκόχρωμα ιδρωμένα μαλλιά της στο στήθος μου κι είπε «εγώ σ’ ευχαριστώ , σ’ ευχαριστώ πολύ πολύ. Τώρα καταλαβαίνω πόσο σ’ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ » και λέγαμε όλη τη νύχτα ο ένας στον άλλο ευχαριστώ και ξανακάναμε έρωτα. Και κάποτε διάβασα ένα στίχο «άλλο δε ζήτησα στη ζωή παρά να φτάσω στην ευχαριστία» σαν να τον είχα γράψει εγώ.»
Σε όλη την έκταση του αφηγήματος διαγράφεται ανάγλυφα ο κεντρικός άξονας που είναι το ανθρώπινο ευχαριστώ: Το ευχαριστώ μετά τον έρωτα από τον ή την σύντροφο αλλά και για όλες τις ουσιαστικές επαφές του ανθρώπου και την επικοινωνία του με τα ζώα, τα πουλιά, τη θάλασσα και τ΄ αστέρια και προπάντων τους συν-ανθρώπους. Το στόμα μου, τονίζει ο ίδιος, ψάχνει για ένα γνήσιο μεγάλο ευχαριστώ στο πεζογράφημα "Όχι μονάχα για σένα."
Συμπληρώνοντας ότι «εκείνος που δεν έμαθε να λέει ευχαριστώ δεν έχει γίνει ακόμη άνθρωπος».