Προχωρούσαμε ψηλαφητά μέσα σε δισταγμούς, ερεθιζόμαστε από τις προαισθήσεις για πράγματα πολύτιμα νιώθοντας από τώρα την αξία της αφής.
Μα ξανοιγόμαστε προς τη ζωή γεμάτοι ζωηράδα –βλέπαμε όλο και μπροστά.
Κι αν έβρεχε!
Η άνοιξη ερχότανε, το καρναβάλι μπήκε κιόλα. Τόσες ωραίες κυρίες περνούν ακίνδυνες για μας ακόμη – τίποτα δεν ζητούν.
Το πολύ, μας παραξένευε κάποια συρτή τους ομιλία ή κάτι σαν φιδίσια χάρη – ίσως και να προσβλέπαμε ήσυχοι κάποιον μελλοντικό αγώνα δίχως πρακτικό σκοπό.
Πότε πάλι – αλήθεια, είχε κανείς μας τότε το προαίσθημα πως πια ποτέ δε θ’ ανταμώναμε όλοι μαζί μέσα στη σπάνια εκείνη αρμονία;»
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ
