Γεννήθηκε στην Ιθάκη, ανδρώθηκε στην Κέρκυρα, και έπεσε ηρωϊκά στην Ήπειρο. Ο Λορέντζος Μαβίλης δεν ήταν απλώς ένας ποιητής, ήταν μια ψυχή που έζησε με πάθος για την Ελλάδα, για τη γλώσσα, για την ελευθερία.
Η ομιλία του στη Βουλή (16.2.1911) για το «γλωσσικό» άρθρο 107 του Συντάγματος αποτελεί την κορύφωση των αγώνων του για τη Δημοτική Γλώσσα και σταθμό στην ιστορία του γλωσσικού ζητήματος: Ο Επτανήσιος σολωμικός Μαβίλης, υπερασπίζοντας τη Δημοτική Γλώσσα μέσα στην Ελληνική Βουλή, είπε απευθυνόμενος στους καθαρευουσιάνους: "Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει. Υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι. Και υπάρχουσι πολλοί χυδαίοι άνθρωποι ομιλούντες την καθαρεύουσαν". ("Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής", Β' Αναθεωρητική Βουλή, 1911, σελ. 689, συνεδρίασις 36).
Στα σονέτα του αντηχεί η φιλοσοφία του Νίτσε, η μελαγχολία του Σοπενχάουερ, η φλόγα του Σολωμού. Μα πάνω απ’ όλα, αντηχεί η φωνή του πολεμιστή που δεν αρκέστηκε στη γραφή, αλλά πήρε το όπλο και στάθηκε στο μέτωπο.
Το 1912, στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, ο Μαβίλης, ήδη βουλευτής και πενηνταδυό ετών, αρνήθηκε την ασφάλεια του αξιώματος και κατατάχθηκε εθελοντής στο σώμα των Γαριβαλδινών. Στον Δρίσκο, κοντά στα Ιωάννινα, έπεσε μαχόμενος κατά των Οθωμανών. Ο θάνατός του δεν ήταν απλώς στρατιωτικός· ήταν ποιητικός. Ήταν η τελευταία στροφή ενός σονέτου γραμμένου με αίμα και ιδανικά.
Στο σονέτο του «Καλλιπάτειρα», γράφει:
«Κι αν έπεσες, ω νέε, στον αγώνα,
η δόξα σου δεν πέθανε, θ’ ανθεί
σαν κρίνο που φυτρώνει μες στη σκόνη.»
Είναι σαν να προαισθάνεται τον δικό του θάνατο, και να τον ντύνει με την αθανασία της προσφοράς.
Στο «Excelsior!» υψώνει το βλέμμα του προς το ιδανικό:
«Πάντα ψηλότερα! κι ας είναι βράχος
ο δρόμος κι ας ματώνει η κάθε στροφή
η ψυχή μου δεν σκύβει· δεν τρομάζει·
μονάχα ανεβαίνει, ως την κορφή.»
Αυτή η κορφή ήταν για τον Μαβίλη το Δρίσκο. Εκεί όπου η ποίηση έγινε πράξη. Εκεί όπου το σονέτο έγινε πυροβολισμός. Εκεί όπου η λέξη «πατρίδα» απέκτησε το βάρος του αίματος.
Η μορφή του Μαβίλη υψώνεται σαν σύμβολο του ανθρώπου που ενώνει το πνεύμα με την πράξη. Η γλώσσα που υπερασπίστηκε στη Βουλή – τη δημοτική, την «γλώσσα του λαού» – είναι η ίδια που μίλησε στα χαρακώματα ,το ηθικό του ανάστημα και ο θάνατός του, η σφραγίδα της ακεραιότητας του.
Στο σονέτο «Λήθη», γράφει:
«Μακάριοι όσοι λησμονούν τον πόνο·
εγώ τον κουβαλώ σαν φυλαχτό·
γιατί μ’ αυτόν αγάπησα τον κόσμο·
και μ’ αυτόν θ’ αφήσω το βυθό.»
Ο Μαβίλης δεν πέθανε, μεταμορφώθηκε σε ιδέα. Σε κάθε στίχο που υμνεί την πατρίδα, σε κάθε πράξη που υπερβαίνει το εγώ, σε κάθε φλόγα που δεν σβήνει μπροστά στον φόβο, ζει ο Λορέντζος Μαβίλης. Και ο Δρίσκος δεν είναι πια βουνό, είναι μνημείο της ελληνικής ψυχής.
Σε μια εποχή όπου χαρακτηρίζεται είτε από την απουσία προτύπων(δηλαδή καθοδηγητικών εικόνων που διαμορφώνουν την προσωπικότητα, σμιλεύουν την ψυχή και το πνεύμα του παιδιού και του νέου ανθρώπου)είτε από την κατασκευή πλασματικών "ηρώων"και "προκάτ" επετείων φαντάζει ανάγκη περισσότερο από ποτέ να αναδεικνύουμε περιπτώσεις τέτοιων ανθρώπων που υπηρέτησαν τα υψηλότερα ιδανικά και αξίες μέχρι τελευταίας ρανίδας του αίματος τους.
