ατελείωτη νύχτα έξω απ' τα παράθυρα
οι στοίβες ρούχων υψώνονται
Οι λάμπες εκρήγνυνται η μία μετά την άλλη
κι εγώ παρακολουθώ το σκοτάδι να κυριεύει το διαμέρισμα
ίσως να είναι τολμηρό το ν' αφήσεις τον εαυτό σου να ονειρευτεί τη βαφλιέρα κάποιου άλλου
μα κάνει κρύο στο Ρέικιαβικ και οι φίλοι μου λείπουν διαβάζω επικήδειους λόγους ανθρώπων από καιρό νεκρών και φροντίζω τη μελαγχολία μου σαν φυτό πολύτιμο
πώς θα μπορούσε ο χειμώνας πιθανόν να τελειώσει;
γιατί να φτιάξεις το κρεβάτι σου αφού θα χρειαστεί να κοιμηθείς σ' αυτό ξανά;
γιατί είναι τόσο δύσκολο να εμποδίσεις το μπουκάλι με το ιχθυέλαια από το να γίνει λαδωμένο και γλιστερό;
Κρατώ το σώμα μου χαλιναγωγημένο σαν μεγάλη αρκούδα
που δεν καταλαβαίνει γιατί δεν βρίσκεται ξαπλωμένη σε σπηλιά
η ψυχή μου, υποζύγιο με μάτια θλιμμένα, δεν χρειάζεται χαλινάρια:
σαν το ποίημα περπατά αργόσυρτα εκεί που την προσμένουν
αυτές τις μέρες τίποτα δεν μοιάζει φρέσκο
η αντίληψη είναι ζυμωμένη, αποξηραμένη και καπνιστή καμία νέα εμπειρία
μόνον εξαντλημένες αναμνήσεις
πού και πού αστράφτει μπροστά στα μάτια μου
αυτό που ποτέ του στ' αλήθεια δεν θα γίνει:
άμμος σε πεζοδρόμιο άδειο πρωινός ήλιος και
φωτοσυνθετημένη ευδαιμονία στο στήθος
Δεν με ξεγελά η λογική
ρίχνω τις τζιν ζακέτες και τα αθλητικά παπούτσια στην πυρά
δένω το τραμπολίνο
δένω τους μουσαμάδες
και φέρνω τις ψησταριές μέσα
Κρίστιν Σβάβα Τομασντότιρ
Προαναγγελία θύελλας
Μετάφραση Μαρία Πανοπούλου
Εκδόσεις Βακχικόν
οι στοίβες ρούχων υψώνονται
Οι λάμπες εκρήγνυνται η μία μετά την άλλη
κι εγώ παρακολουθώ το σκοτάδι να κυριεύει το διαμέρισμα
ίσως να είναι τολμηρό το ν' αφήσεις τον εαυτό σου να ονειρευτεί τη βαφλιέρα κάποιου άλλου
μα κάνει κρύο στο Ρέικιαβικ και οι φίλοι μου λείπουν διαβάζω επικήδειους λόγους ανθρώπων από καιρό νεκρών και φροντίζω τη μελαγχολία μου σαν φυτό πολύτιμο
πώς θα μπορούσε ο χειμώνας πιθανόν να τελειώσει;
γιατί να φτιάξεις το κρεβάτι σου αφού θα χρειαστεί να κοιμηθείς σ' αυτό ξανά;
γιατί είναι τόσο δύσκολο να εμποδίσεις το μπουκάλι με το ιχθυέλαια από το να γίνει λαδωμένο και γλιστερό;
Κρατώ το σώμα μου χαλιναγωγημένο σαν μεγάλη αρκούδα
που δεν καταλαβαίνει γιατί δεν βρίσκεται ξαπλωμένη σε σπηλιά
η ψυχή μου, υποζύγιο με μάτια θλιμμένα, δεν χρειάζεται χαλινάρια:
σαν το ποίημα περπατά αργόσυρτα εκεί που την προσμένουν
αυτές τις μέρες τίποτα δεν μοιάζει φρέσκο
η αντίληψη είναι ζυμωμένη, αποξηραμένη και καπνιστή καμία νέα εμπειρία
μόνον εξαντλημένες αναμνήσεις
πού και πού αστράφτει μπροστά στα μάτια μου
αυτό που ποτέ του στ' αλήθεια δεν θα γίνει:
άμμος σε πεζοδρόμιο άδειο πρωινός ήλιος και
φωτοσυνθετημένη ευδαιμονία στο στήθος
Δεν με ξεγελά η λογική
ρίχνω τις τζιν ζακέτες και τα αθλητικά παπούτσια στην πυρά
δένω το τραμπολίνο
δένω τους μουσαμάδες
και φέρνω τις ψησταριές μέσα
Κρίστιν Σβάβα Τομασντότιρ
Προαναγγελία θύελλας
Μετάφραση Μαρία Πανοπούλου
Εκδόσεις Βακχικόν
