Η
κυβέρνηση παρουσιάζει τον Κρατικό Προϋπολογισμό 2026 με προβλέψεις ανάπτυξης
της τάξης του 2,4 %, πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 2,8 % και
αύξηση
Σε
αριθμούς, η εικόνα μοιάζει αισιόδοξη: περισσότερα έργα, υψηλότερες δαπάνες,
«αναπτυξιακή δυναμική». Όμως, η πραγματική ερώτηση παραμένει η ίδια: ποιοι
ωφελούνται απ’ αυτή την ανάπτυξη;
Η
αύξηση των επενδύσεων και των φορολογικών εσόδων (+2,65 δισ. ευρώ) συνοδεύεται
από συγκρατημένες αυξήσεις σε κοινωνικές δαπάνες και περιορισμένο αποτύπωμα στα
εισοδήματα των νοικοκυριών.
Την
ίδια στιγμή, η Ελλάδα συνεχίζει να βρίσκεται στην πρώτη θέση της Ευρωζώνης
στο ποσοστό ΜμΕ (94,4 % του συνόλου) αλλά και στις τελευταίες θέσεις
παραγωγικότητας, με προστιθέμενη αξία μόλις 20χιλ. €/εργαζόμενο
(πηγή: Eurostat).
Οι
μικρομεσαίοι, οι αγρότες και οι ελεύθεροι επαγγελματίες εξακολουθούν να
αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας, χωρίς όμως να συμμετέχουν ουσιαστικά
στην κατανομή του πλούτου. Αντί για στοχευμένα μέτρα στήριξης, βλέπουμε
επιδοτήσεις που χάνονται στη γραφειοκρατία και δανειακά προγράμματα που
προϋποθέτουν κεφάλαια τα οποία οι μικροί δεν διαθέτουν.
Το
προσχέδιο του Προϋπολογισμού 2026 προβλέπει φορολογικά έσοδα αυξημένα κατά
2,65 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2025, δηλαδή κατά 3,7 %, παρά τις
φοροελαφρύνσεις για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Από
αυτά, τα έσοδα από φόρους επί αγαθών και υπηρεσιών (ιδιαίτερα ο ΦΠΑ) θα φτάσουν
τα 40,8 δισ.€ , αυξημένα κατά 1,75
δισ.€ (+4,5% έναντι του 2025)
Ο φόρος εισοδήματος των επιχειρήσεων προβλέπεται να αυξηθεί κατά 859 εκατ.€, ενώ ο φόρος φυσικών προσώπων παρά
την ‘’αναβάθμιση’’ της φορολογικής κλίμακας
θα εμφανίσει μικρή μείωση (93 εκατ.) εξαιτίας των παρεμβάσεων.
Απέναντι
σε αυτά, όμως, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι ελεύθεροι επαγγελματίες και τα
νοικοκυριά βιώνουν τη διπλή επιβάρυνση: αφενός πληρώνουν περισσότερους έμμεσους
φόρους μέσω ΦΠΑ στις καθημερινές αγορές – και αφετέρου οι φοροελαφρύνσεις που
εξαγγέλλονται δεν καλύπτουν τη φθορά που προκαλεί η ακρίβεια και το κόστος
ενέργειας. Με άλλα λόγια: η ανάπτυξη φουσκώνει τα κρατικά έσοδα — αλλά το
πορτοφόλι του πολίτη όχι.
Η
τωρινή πορεία δείχνει μια ανάπτυξη “άνευ κοινωνικού προσήμου”. Οι
δείκτες ΑΕΠ βελτιώνονται, αλλά το κόστος ζωής αυξάνεται, τα ενοίκια
πιέζουν, το αγροτικό εισόδημα μειώνεται και η περιφέρεια αδειάζει.
Αυτό
που αποκαλούμε “ανάπτυξη” φαίνεται να αφορά όσους έχουν πρόσβαση στα μεγάλα
κονδύλια, στις εξαγωγικές δραστηριότητες ή στις κρατικές συμβάσεις, αφήνοντας
τους υπόλοιπους να επιβιώνουν από επιδόματα.
Η
Ελλάδα δεν χρειάζεται μόνο αριθμούς, χρειάζεται ανακατανομή ευκαιριών.
Όταν ο αγρότης περιμένει μήνες για πληρωμές ΟΠΕΚΕΠΕ, όταν η μικρή επιχείρηση
δεν έχει πρόσβαση σε χρηματοδότηση και ο νέος επιστήμονας φεύγει στο εξωτερικό,
κανένας δείκτης ανάπτυξης δεν μπορεί να πείσει.
Το
2026 θα είναι έτος-κλειδί. Τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και του
νέου ΕΣΠΑ δίνουν δυνατότητες, αρκεί να φτάσουν στους πραγματικούς
δημιουργούς: τις μικρές επιχειρήσεις, τα συνεργατικά σχήματα, τις τοπικές
κοινωνίες.
Αν,
όμως, επαναληφθεί το μοτίβο των προηγούμενων ετών — όπου λίγοι αξιοποιούν τους
πόρους και οι πολλοί μένουν θεατές — τότε η “ανάπτυξη” θα αποδειχθεί ξανά
αριθμητική αυταπάτη.
Η
οικονομική πολιτική οφείλει να στραφεί στην παραγωγή, στην περιφέρεια και
στη δίκαιη αναδιανομή. Όχι άλλη ανάπτυξη στα χαρτιά. Όχι άλλη “ψηφιοποίηση”
χωρίς απτό κοινωνικό όφελος.
Η
πραγματική ανάπτυξη είναι αυτή που αφήνει ίχνος στον πολίτη — στο εισόδημά του,
στη δουλειά του, στη ζωή του.
Η
Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να αλλάξει κατεύθυνση. Χρειάζεται όμως πολιτική
βούληση, θεσμική τόλμη και κοινωνική συνείδηση. Αλλιώς, κάθε “αναπτυξιακός
προϋπολογισμός” θα παραμένει απλώς μια λογιστική άσκηση, χωρίς ουσία για την
κοινωνική πλειοψηφία.