Εἴμαστε οἱ κούφιοι ἄνθρωποι
Εἴμαστε οἱ παραγεμισμένοι ἄνθρωποι
Πού γέρνουμε ἀντάμα
Μέ τά κρανία μας γεμᾶτα μ’ ἄχυρο. Ἀλίμονο!
Εἶναι οἱ στεγνές μας φωνές, ὅταν
Ἀντάμα ψιθυρίζουμε
Βουβές κ’ ἀνούσιες
Καθῶς ὁ ἄνεμος στό ξερό γρασίδι
Ἤ ὁ βηματισμός τῶν ἀρουραίων πάνω σέ σπασμένο γυαλί
Μές στό ξερό κελάρι μας.
Μορφή χωρίς σχῆμα, σκιά δίχως χρῶμα,
Ἱσχύς παράλυτη, χειρονομία ἀκίνητη•
Ὅσοι διάβηκαν
Μ’ ὁλόισιο βλέμμα, στό ἕτερο Βασίλειο τοῦ θανάτου
Μᾶς θυμοῦνται -ἄν καθόλου τό κάνουν- ὄχι σάν χαμένες
Βίαιες ψυχές, μά μόνο
Σάν τούς κούφιους ἀνθρώπους
Τούς παραγεμισμένους ἀνθρώπους.
T.S. Eliot, «Οἱ κούφιοι ἄνθρωποι» (1925)
[μετφρ. -επίμετρο: Άρης Φίλιππας]