Πήγα προς το παράθυρο γιατί έχει ωραίο φως αυτή την ώρα, λέει αυτός. Σε ποιον τα λες αυτά; λέει αυτή.
Τι εννοείς; λέει αυτός.
Εννοώ ότι πήγες προς το παράθυρο για να δεις αν περνάει εκείνη από κάτω, λέει αυτή.
Εκείνη, ποια εκείνη; λέει αυτός.
Εκείνη είναι αυτή που συναντιόσαστε κρυφά εδώ και δύο μήνες στο δάσος, λέει αυτή. Δεν υπάρχει κανένα δάσος κοντά μας, λέει αυτός. […]
Δεν υπάρχει τίποτα, λέει αυτός κι αρχίζει να γδύνεται. Γιατί γδύνεσαι; λέει αυτή με τρομαγμένη ηρεμία.
Γιατί νυστάζω, λέει αυτός, που έχει μείνει γυμνός και πέφτει στο κρεβάτι. Θα κοιμηθείς γυμνός για να την ονειρευτείς γυμνή; λέει αυτή.
Θα κοιμηθώ γυμνός γιατί έχει φρικτή ζέστη, λέει αυτός.
Μα δεν έχει νυχτώσει ακόμη, λέει αυτή.
Αύριο ξυπνάω ξημερώματα, λέει αυτός.
Τι είναι αυτά που λες; Δεν σ' έδιωξαν από τη δουλειά; λέει αυτή.
Από τη δουλειά έδιωξαν εσένα, λέει αυτός.
Μ' έδιωξαν επειδή δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Κι όλο ανακατεύω τα χτυπημένα με τα γερά μήλα, λέει αυτή. Γιατί δεν μπορείς να συγκεντρωθείς; Είσαι άρρωστη; λέει αυτός. Σκέφτομαι συνέχεια τα κορμιά σας πλεγμένα σαν κλαδιά σε πλημμύρα, λέει αυτή κι αρχίζει να γδύνεται.
Γιατί γδύνεσαι; Θα κοιμηθείς τόσο νωρίς; λέει αυτός.
Γδύνομαι για να μπω ανάμεσά σας. Να σας εμποδίσω. Για να μη σ' αγγίξει και να μην την αγγίξεις, λέει αυτή, να μην αγγιχτείτε στον ύπνο, τότε που τα κορμιά χαλαρώνουν, οι σκέψεις γίνονται αχαλίνωτες και δεν, λέει αυτή και απότομα σταματάει να μιλάει καθώς ακούει το ροχαλητό αυτού και θυμώνει πολύ που δεν μπορεί να κοιμηθεί, γι' αυτό ανοίγει ένα γυάλινο μπουκαλάκι και καταπίνει χωρίς νερό τρία άσπρα χαπάκια.
Μετά από μια ώρα, αυτός σηκώνεται από το κρεβάτι, ντύνεται αθόρυβα, ρίχνει ένα χοντρό μαύρο σχοινί κάτω από το παράθυρο και φεύγει σαν τον κλέφτη στη νύχτα».