Εφάνη η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,
θ 3εγέρθη και ο πορθητής, ο θείος Οδυσσέας·
θ 4και ο σεβαστός Αλκίνοος εκείνον οδηγούσε
θ 5στην αγορά, που οι Φαίακες είχαν σιμά στα πλοία.
θ 6ήλθαν κι εκάθισαν μαζί στους στιλβωμένους λίθους.
θ 7και ομοιώθη προς τον κήρυκα του φρόνιμου Αλκινόου
θ 8η Αθηνά, κι εγύριζε την πόλη, μελετώντας
θ 9τον γενναιόφρονα Οδυσσηά να φέρει στην πατρίδα·
θ 10τους άνδρες επλησίαζε, του καθενός ομίλει·
θ 11«Εμπρός, πηγαίνετε, αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων,
θ 12στην αγορά ν' ακούσετε τον ξένον, που 'λθε τώρα
θ 13νεόφερτος στα δώματα του φρόνιμου Αλκινόου,
θ 14ριμένος από τρικυμιά, και των θεών ομοιάζει».
θ 15Είπε και όλων εκίνησε σφοδρά την προθυμία·
θ 16κι οι αγορές εγέμισαν ευθύς και τα θρονία
θ 17από το πλήθος· και πολλοί τον γόνον του Λαέρτη
θ 18τον συνετόν εθαύμαζαν ότι με χάρη θεία
θ 19τους ώμους και την κεφαλή του λάμπρυνεν η Αθήνη,
θ 20και όλον τον εμεγάλυνε στα μάτια των ανθρώπων,
θ 21ώστε εις όλους τους Φαίακες αγαπητός να γίνει,
θ 22και φοβερός και σεβαστός, και πράξει τους αγώνες,
θ 23σ' όσους κατόπ' οι Φαίακες αυτόν εδοκιμάσαν. —
θ 24και άμ' όλοι αυτού συνάχθηκαν και ομού συναθροισθήκαν,
θ 25στην μέση τους ο Αλκίνοος τον λόγον πήρε κι είπε·
θ 26«Προσέξετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων,
θ 27να φανερώσω εγώ σ' εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει·
θ 28στο δώμα μου ήλθεν άγνωστος, πλανώμενος ο ξένος
θ 29τούτος, είτ' ήλθε απ' της αυγής τα μέρη ή από την δύση·
θ 30ζητεί προβόδισμ' απ' εμάς και στέρεος να 'ναι ο λόγος·
θ 31κι εμείς ας προβοδήσουμεν αυτόν, ως τόσους άλλους·
θ 32ότι κανείς εδώ ποτέ, στα σπίτια μου όποιος έλθει,
θ 33κλαίοντας απροβόδητος πολύν καιρό δεν μένει.
θ 34αλλά στην θείαν θάλασσαν ολόμαυρο καράβι
θ 35ας ρίξουμε ολοκαίνουργο, και νέοι πενηνταδύο
θ 36ας διαλεχθούν εις το κοινόν, όσ' είναι τώρα οι πρώτοι.
θ 37και αφού καλά προς τους σκαρμούς δέσετε τα κουπία,
θ 38εβγάτε, και εις το δώμα μου κατόπιν ανεβείτε,
θ 39να χαρείτ' όλοι στο καλό τραπέζι, που ετοιμάζω.
θ 40των νέων τούτα επρόσταξα· και σεις, οι σκηπτροφόροι
θ 41οι βασιλείς, εις τα λαμπρά τα μέγαρά μου ελάτε,
θ 42τον ξένον να φιλεύσουμε· μην το αρνηθεί κανένας.
θ 43και ο αοιδός ας καλεσθεί Δημόδοκος ο θείος,
θ 44ότι ο θεός του εχάρισε του τραγουδιού το δώρο,
θ 45να τέρπει όπως τον κινεί μέσα η καρδιά να ψάλλει».
θ 46Είπ', εσηκώθη και εις αυτόν κατόπ' οι σκηπτροφόροι·
θ 47να εύρει επήγε ο κήρυκας τον αοιδόν τον θείον·
θ 48και αγόρια αφού διαλέχθηκαν πενηνταδυό, κινήσαν,
θ 49ως πρόσταξε, της άπατης θαλάσσης προς την άκρα.
θ 50και εις το καράβι ως έφθασαν, κάτω στο περιγιάλι,
θ 51έσυραν εις την θάλασσα τ' ολόμαυρο καράβι·
θ 52κατόπι εφέραν κι έστησαν κατάρτι και πανία,
θ 53με τρυπωτήρες τα κουπιά δερμάτινες εδέσαν,
θ 54με τάξην όλα, και άπλωσαν τα κάτασπρα πανία,
θ 55και τ' άραξαν σιμά στην γη ψηλά· κατόπι εβγήκαν,
θ 56και εις το παλάτι επήγαιναν του φρόνιμου Αλκινόου.
θ 57γέμισαν τότ' η αίθουσες, οι αυλές και οι δρόμοι απ' άνδρες,
θ 58που ολούθ' ερχόνταν, γέροντες πολλοί μαζί και νέοι.
θ 59δώδεκ' αρνιά τους έσφαξεν ο Αλκίνοος και οκτώ χοίρους
θ 60λευκόδοντες, στριφόποδα δυο βόδια, και ως τα εγδάραν
θ 61τα εσυγυρίσαν κι έφθιασαν το πρόσχαρο τραπέζι.
θ 62Και ο κήρυκας οδήγησε τον αοιδόν, που η Μούσα
θ 63αγάπησε, και του 'διδε καλόν και κακόν άμα·
θ 64το φως του επήρε και γλυκό του εχάρισε τραγούδι.
θ 65και εις ασημόκομπο θρονί, των ξένων εις την μέση,
θ 66τον κάθισ' ο Ποντόνοος, προς τον υψηλόν στύλον·
θ 67κι εκρέμασε από το καρφί την ηχηρήν κιθάρα
θ 68επάνω του, και του 'δειξε σ' αυτήν ν' απλοχερίσει
θ 69ο κήρυκας, και του 'θεσε κανίστρι και τραπέζι
θ 70λαμπρό, και κούπα με κρασί να πίνει οπόταν θέλει.
θ 71και άπλωσαν κείνοι στα έτοιμα φαγιά που 'χαν εμπρός τους·
θ 72και άμ' έσβησαν την όρεξη, τον αοιδόν η Μούσα
θ 73να ψάλει επαρακίνησε τες δόξες των ανδρείων,
θ 74μέσ' από τ' άσμα πόφθανε στα ουράνια τότε η φήμη,
θ 75του Οδυσσηά το μάλωμα και του Αχιλληά Πηλείδη,
θ 76που ελογομάχησαν φρικτά σ' επίσημη θυσία,
θ 77κι έχαιρεν ο Αγαμέμνονας ο μέγας βασιλέας,
θ 78άμ' είδε να φιλονικούν των Αχαιών οι πρώτοι·
θ 79τι αυτά του εχρησμοδότησεν ο Απόλλωνας στην θεία
θ 80Πυθώνα, ότε αυτός πέρασε το λίθινο κατώφλι,
θ 81να ερωτηθεί· και αληθινά τότ' άρχισαν τα πάθη
θ 82των Τρώων και των Δαναών, ως ήθελεν ο Δίας.
θ 83Τούτ' έψελνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας
θ 84έσυρε με τα χέρια του την πορφυρή χλαμύδα
θ 85στην κεφαλή, κι εσκέπασε την όψη την ωραία·
θ 86τι εντρέπονταν τους Φαίακες, μην τον ιδούν να κλαίει.
θ 87αλλ' άμα ο θείος αοιδός έπαυε το τραγούδι,
θ 88τα δάκρυα στέγνωνεν αυτός κι ευθύς ξεσκεπαζόνταν,
θ 89και των θεών με δίκουπον εσπόνδιζε ποτήρι.
θ 90να ψάλνει πάλι ότ' άρχιζεν ο αοιδός, ως εζειτούσαν,
θ 91εις τ' άσματα ευφραινόμενοι, οι πρώτοι των Φαιάκων,
θ 92ξανασκεπάζονταν αυτός και πάλιν εθρηνούσε.
θ 93και όλων των άλλων άγνωστα τα δάκρυα του εκυλούσαν·
θ 94μόνος τον εκατάλαβεν ο Αλκίνοος, που εκαθόνταν
θ 95σιμά του και τον άκουσε να βαρυαναστενάζει·
θ 96και εις τους ναυτικούς Φαίακες ευθύς εκείνος είπε·
θ 97Ακούσετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων·
θ 98ήδη εχαρείκαμ' άφθονα το ισόμοιρο τραπέζι,
θ 99και την καλή του σύντροφο γλυκόφωνην κιθάρα·
θ 100ας βγούμε, τώρ' ας παίξουμεν εις όλους τους αγώνες,
θ 101όπως ο ξένος δυνηθεί να ειπεί των ποθητών του,
θ 102σπίτι όταν φθάσει, ανώτεροι πως είμασθε των άλλων,
θ 103στο γρόνθισμα, στο πάλαισμα, στο πήδημα, στα πόδια».
θ 104Είπε, κι επροπορεύθηκε, κι εκείνοι ακολουθούσαν.
θ 105και ο κήρυκας απ' το καρφί την ηχηρήν κιθάρα
θ 106κρεμά, και τον Δημόδοκον χεροδηγεί και φέρει
θ 107από το δώμα εις την οδόν, που οι πρώτοι των Φαιάκων
θ 108όλοι επορεύονταν, να ιδούν τους θαυμαστούς αγώνες.
θ 109στην αγοράν επήγαιναν και ακολουθούσε πλήθος
θ 110άπειρον εσηκωθήκαν πολλοί και λαμπροί νέοι·
θ 111ο Ακρόναος, ο Ωκύαλος, πετάχθη, ο Ελατρέας,
θ 112ο Ναυτηάς, ο Αγχίαλος, ο Πρύμνης, ο Ερετμέας,
θ 113ο Αναβησίναος, ο Ποντηάς, ο Θόωνας, ο Πλώρης,
θ 114ο Αμφίαλος, που ο Πολύναος γέννησε ο Τεκτονίδεις,
θ 115ο Ευρύαλος, οπ' όμοιαζε τον ανδροφόνον Άρη,
θ 116και ο Ναυβολίδης στην μορφήν ο πρώτος και στο σώμα,
θ 117ύστερ' απ' τον Λαοδάμαντα, της νιότης των Φαιάκων.
θ 118και οι τρεις σηκώθηκαν υιοί του ασύγκριτου Αλκινόου,
θ 119ο ισόθεος Κλυτόναος, ο Άλιος, και ο Λαοδάμας.
θ 120και των ποδιών πρώτ' άρχισαν εκείνοι τον αγώνα·
θ 121από την στήλη τάνυσαν αντάμα την ορμή τους
θ 122και οι τρεις, σκόνη σηκώνοντας, ως έσχιζαν το σιάδι.
θ 123ο ασύγκριτος Κλυτόναος στα πόδια εφάνη πρώτος·
θ 124και όσον στο νειάμα διάστημα οργώνουν δυο μουλάρια,
θ 125οπίσω εκείνους άφησε, κι έφθασεν εις τα πλήθη.
θ 126εις το βαρύ το πάλαισμα κατόπι αγωνισθήκαν
θ 127και νικητής ο Ευρύαλος εβγήκε των ανδρείων.
θ 128ο Αμφίαλος στο πήδημα καθ' άλλον υπερέβη.
θ 129ο Ελατρηάς στο δίσκευμα· και εις την γρονθομαχία
θ 130ο Λαοδάμας, αγαθός υιός του Αλκινόου.
θ 131Και αφού με τ' αγωνίσματα όλων ο νους ευφράνθη,
θ 132ο υιός του Αλκίνου προς αυτούς ομίλησ', ο Λαοδάμας·
θ 133«Ω φίλοι, ας ερωτήσουμε τον ξένον αν γνωρίζει
θ 134κάποιον αγώνα· ότι κακός στην πλάση αυτός δεν είναι·
θ 135κνήμες, μεριά, βραχίονες, και ο σβέρκος ο γενναίος
θ 136μεγάλην δείχνουν δύναμη, και νιότη δεν του λείπει·
θ 137αλλά πολλά παθήματα τον έχουν συντριμμένον·
θ 138ότι άλλο ωσάν την θάλασσα, θαρρώ δεν παραλύει
θ 139τόσο κακά τον άνθρωπο, πολύ και αν είναι ανδρείος».
θ 140Και προς αυτόν ο Ευρύαλος απάντησε και του 'πε·
θ 141«Λαοδάμα, ο λόγος σου είναι ορθός· ο ίδιος άμε τώρα
θ 142και καθαρά προσκάλεσε τον ξένον εις αγώνα».
θ 143Και τούτο άμ' άκουσε ο καλός υιός του Αλκινόου,
θ 144στην μέση τους επρόβαλε, κι είπε στον Οδυσσέα·
θ 145«Πατέρα ξένε, έλα και συ, κάποιον αγών', αν ξεύρεις,
θ 146δοκίμασε, και φαίνεται που αγώνες θα γνωρίζεις·
θ 147ότι, όσο ζει, στον άνθρωπο δόξα είναι πρώτη εκείνο,
θ 148που κατορθώνει των χειρών και των ποδιών του η ρώμη.
θ 149έλ', αγωνίσου, αστόχησε τους πόνους της καρδιάς σου·
θ 150και το προβάδισμα ποσώς μη φοβηθείς ν' αργήσει·
θ 151το πλοίον ήδη ερίχθηκε, και οι σύντροφοι έτοιμ' είναι».
θ 152Τότε ο πολύγνωμος σ' αυτόν απάντησε Οδυσσέας·
θ 153«Λαοδάμ', αναγελώντας με τι με καλείτ' εις τούτα;
θ 154φροντίδες έχω εγώ στον νουν, όχι ποσώς αγώνες,
θ 155που αφού τόσά 'παθα ο θλιφτός και τόσα έχω μοχθήσει,
θ 156στην σύνοδό σας κάθομαι, κι εδώ τον βασιλέα
θ 157και τον λαόν παρακαλώ να με ξεπροβοδήσουν».
θ 158Του απάντησεν ο Ευρύαλος, και αγνάντια ωνείδισέ τον·
θ 159«Αλήθεια, δεν μου φαίνεσαι, ω ξένε, γυμνασμένος
θ 160εις τα πολλ' αγωνίσματα, στον κόσμον όσα υπάρχουν,
θ 161αλλ' άνδρας, οπού με τρανό καράβι τριγυρίζει,
θ 162ναυτών εμπόρων αρχηγός, και πάντοτ' είναι ο νους του
θ 163εις το φορτίο, και άγρυπνο στες πραγματειές το μάτι,
θ 164και προς τα κέρδη τ' αρπακτά· και αγωνιστής δεν δείχνεις».
θ 165Με άγριο βλέμμα ο φρόνιμος του απάντησε Οδυσσέας·
θ 166«Ω ξένε, άτακτ' οι λόγοι σου, και βλέπ' ότ' είσαι αυθάδης,
θ 167όλα εις όλους οι θεοί τα δώρα δεν χαρίζουν·
θ 168την πλάσην ούτε, ούτε τον νουν, ούτε την ευγλωττία.
θ 169τούτος δεν έτυχ' εύμορφος, αλλ' ο θεός με κάλλη
θ 170στολίζει κάθε λόγον του, κι οι άνθρωποι αναβλέπουν
θ 171σ' εκείνον ευφραινόμενοι, που ασκόνταφτ' αγορεύει,
θ 172με πράον ήθος, έξοχος στα συναγμένα πλήθη,
θ 173και ωσάν θεόν, όταν περνά στην πόλη, τον κοιτάζουν.
θ 174εκείνος πάλι των θεών στο σώμα προσομοιάζει,
θ 175αλλά δεν είναι οι λόγοι του με χάρη στολισμένοι.
θ 176και συ το σώμα έχεις λαμπρό, π' ουδέ θεός θα εμπόρει
θ 177να το μορφώσει ανώτερο, και νουν ποσώς δεν έχεις.
θ 178και την ψυχήν μου ετάραξες του στήθους μες τα βάθη,
θ 179ότ' είπες λόγον άπρεπον· και αμάθητος αγώνων
θ 180εγώ δεν είμ' ως φλυαρείς, αλλ' είχα τα πρωτεία,
θ 181ως ότου θάρρευα κι εγώ στα χέρια και εις την νιότη.
θ 182νικούν με τώρα οι συμφορές και οι πόνοι, ότι έχω πάθει
θ 183εις τους πολέμους άπειρα και εις τα φρικτά πελάγη.
θ 184αλλ' όσον και αν κακόπαθα, θε να 'μπω εις τους αγώνες,
θ 185ότι ο πικρός ο λόγος σου μ' έχει σφοδρά κεντήσει».
θ 186Είπ', επετάχθη αγύμνωτος κι ευθύς άδραξε δίσκον,
θ 187τρανόν, μεγάλον και πολύ βαρύτερον απ' όσους
θ 188εδίσκευαν οι Φαίακες τότε αναμεταξύ τους.
θ 189τον έστρεψε, τον έριξεν απ' τ' ανδρικό του χέρι·
θ 190βόησε ο λίθος και εις την γην απ' την ορμή του εσκύψαν
θ 191οι Φαίακες μακρύκουποι στην θάλασσα ακουσμένοι·
θ 192και ο λίθος σ' όλα επέταξεν επάνω τα σημεία,
θ 193γοργ' απ' το χέρι τρέχοντας· με σχήμ' ανδρός η Αθήνη
θ 194τα τέρματα εσημείωσε και εις αυτόν είπε· «Ω ξένε,
θ 195τέτοιο σημάδι ψάχνοντας κι ένας τυφλός διακρίνει·
θ 196με τα πολλά δεν έσμιξε και στέκει πολύ πρώτο·
θ 197όθεν εσύ μην φοβηθείς γι' αυτόν καν τον αγώνα·
θ 198δεν το περνά, δεν φθάνει το κανένας των Φαιάκων».
θ 199Εχάρηκε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας,
θ 200ότι μέσα στην σύνοδον άνθρωπον είδε φίλον·
θ 201και μ' ελαφρότερην καρδιά τότ' είπε των Φαιάκων·
θ 202«Τούτον, ω νέοι, φθάσετε τώρα, κι εγώ κατόπι
θ 203και άλλον θα ρίξω είτ' ως αυτού, είτε παρέκει ακόμη,
θ 204και από τους άλλους Φαίακες όποιον βαστά η καρδιά του,
θ 205τόσο αφού μ' εχολεύσετε, να δοκιμάσει ας έλθει,
θ 206στο γρόνθισμα, στο πάλαισμα, στα πόδια, σ' ό,τι θέλει,
θ 207απ' όλους όποιος δήποτε, αλλ' όχι ο Λαοδάμας·
θ 208ότ' είναι τούτος ξένος μου· ποιος μάχεται με φίλον;
θ 209ανόητος και ουτιδανός όποιος ζητεί μ' εκείνον,
θ 210που τον ξενίζει σπίτι του, σ' αγώνες να παλαίσει
θ 211εις ξένον τόπο, και πολύ τον εαυτό του βλάπτει.
θ 212τους άλλους όλους δέχομαι, δεν αψηφώ κανέναν·
θ 213αλλά να μάθω θέλω αυτούς και να τους δοκιμάσω.
θ 214τι σ' όσα είναι αγωνίσματα κακός εγώ δεν είμαι·
θ 215να ψάχνω ηξεύρω ολόγυρα το στιλβωμένο τόξο,
θ 216και πρώτος ρίχνοντας κτυπώ μες των εχθρών το πλήθος
θ 217άνδρ' όποιον θέλω, και αν πολλοί κοντά μου παραστέκουν
θ 218σύντροφοι, και τα τόξα τους εις τον εχθρό τεντώνουν.
θ 219στο τόξο με υπερέβαινεν ο Φιλοκτήτης μόνος,
θ 220ότ' οι Αχαιοί τοξεύαμε στα μέρη της Τρωάδας.
θ 221αλλά θαρρώ π' ανώτερος είμαι πολύ των άλλων,
θ 222όσοι θνητοί σιτόθρεπτοι στην γην υπάρχουν τώρα.
θ 223να μάχομαι δεν ήθελα με τους αρχαίους άνδρες,
θ 224τον Ηρακλή, τον Εύρυτον από την Οιχαλία,
θ 225οπού στα τόξα επάλαιαν και μες τους αθανάτους.
θ 226όθεν και ο μέγας Εύρυτος τον χάρον είδε νέος·
θ 227εκείνον εθανάτωσεν ο Φοίβος οργισμένος
θ 228ότι τον επροκάλεσε στου τόξου τον αγώνα.
θ 229και με τ' ακόντι φθάνω κει, π' άλλου δεν φθάνει βέλος·
θ 230στα πόδια μόνον μη κανείς φοβούμαι των Φαιάκων
θ 231εμέ περάσει· ότι πολύ μ' έχει δαμάσ' η ζάλη
θ 232μες τα πολλά τα κύματα, και, αφού μες το καράβι
θ 233μου 'λειψε η περιποίηση, τα μέλη μου ελυθείκαν».
θ 234Αυτά 'πε και όλοι εσίγησαν· άφωνοι έμειναν όλοι,
θ 235και μόνος ο Αλκίνοος απάντησέ του κι είπε·
θ 236«Όσα είπες, ξένε, λυπηρά σ' εμάς ποσώς δεν είναι·
θ 237αλλά να δείξεις βούλεσαι την αρετή σου εις όλους,
θ 238τι οργίσθης που στην σύνοδο σ' έχει προσβάλει εκείνος,
θ 239ώστε κανένας εις το εξής να μη κατηγορήσει
θ 240την αρετή σου, αν έχει νου και μέτρον εις τους λόγους.
θ 241άκουσε τώρα ό,τι θα ειπώ, να 'χεις να τ' αναφέρεις
θ 242και εις άλλον ήρωα σπίτι σου, οπόταν στο τραπέζι,
θ 243με τα παιδιά σου ολόγυρα και με την σύντροφόν σου,
θ 244την αρετή μας θυμηθείς, όλα τα έργα εκείνα,
θ 245όσα κι εμάς προγονικά διόρισεν ο Δίας.
θ 246ότι καλοί στο γρόνθισμα δεν είμασθ' ή στην πάλη,
θ 247αλλά στο τρέξιμο γοργοί κι εξαίρετοι στα πλοία.
θ 248και μας αρέσουν οι χοροί, η τράπεζα, η κιθάρα,
θ 249οι αλλαξιές, τα χλιαρά λουσίματα και οι κλίνες.
θ 250και τώρα ελάτε, οι χορευτές οι κάλλιοι των Φαιάκων,
θ 251χορεύτε, όπως ο ξένος μας ειπεί των ποθητών του,
θ 252σπίτι όταν φθάσει, ανώτεροι πως είμασθε των άλλων,
θ 253στ' αρμένισμα, εις τον χορό, στα πόδια, στο τραγούδι.
θ 254και την κιθάρα την γλυκιά, που κάπου είναι στο δώμα,
θ 255κάποιος να πα να φέρει ευθύς εδώ του Δημοδόκου».
θ 256Αυτά π' ο ισόθεος βασιλιάς, και ο κήρυκας πετάχθη
θ 257να φέρει από τα μέγαρα την βαθουλήν κιθάρα.
θ 258και αγωνοφύλακες οκτώ, που 'χ' εκλεκτούς ο δήμος
θ 259εις κάθε αγώνα να τηρούν την τάξη, σηκωθήκαν,
θ 260και έσιασαν τον χορότοπο κι επλάτυναν τον κύκλο.
θ 261του Δημοδόκου ο κήρυκας έφερε την κιθάρα,
θ 262και αυτός στο μέσον έφθασε, και ακρόνεα παλληκάρια
θ 263ολόγυρά του εστέκονταν, εις τον χορόν τεχνίτες,
θ 264κι εχοροπήδαν θεϊκά· εκοίταζ' ο Οδυσσέας
θ 265και των ποδιών τες αστραψιές, εθαύμαζε η ψυχή του.
θ 266Και άρχιζε κιθαρίζοντας καλό τραγούδι εκείνος,
θ 267ο Άρης πώς την εύμορφην αγάπησε Αφροδίτη,
θ 268όταν πρωτόσμιξαν κρυφά στου Ηφαίστου τον κοιτώνα.
θ 269πολλά 'δωσε και ατίμασε το νυμφικά κρεβάτι
θ 270του Ηφαίστου· κι ήλθε μηνυτής και αμέσως το 'πε κείνου,
θ 271ο Ήλιος, που στον έρωτα τους είδε αγκαλιασμένους.
θ 272και ως τ' άκουσεν ο Ήφαιστος, κατάκαρδα επληγώθη·
θ 273επήγε εις το χαλκείο του και ολέθριαν είχε γνώμη.
θ 274και εις μέγ' αμόνι, πόστησε, δεσμά να κόπτει αρχίζει,
θ 275άσπαστ' αδιάλυτ', ώστ' αυτού άσειστ' οι δυο να μένουν.
θ 276και αφού τον δόλον έπλασε να εκδικηθεί τον Άρη,
θ 277προς τον κοιτώνα εκίνησε, που ήτο η γλυκιά του κλίνη,
θ 278κι έχυσε γύρω τα δεσμά παντού στα κλινοπόδια·
θ 279ήσαν πολλά και απ' την σκεπή χυμένα ωσάν αράχνια,
θ 280λεπτά, που δεν θα τα 'βλεπεν ουδέ των μακαρίων
θ 281θεών το μάτι, επίβουλα ως ήσαν μορφωμένα.
θ 282και γύρω άμ' όλον άπλωσε τον δόλον εις την κλίνη,
θ 283στην Λήμνο τάχα εκίνησε, καλοκτισμένην πόλη,
θ 284που αυτήν σ' όλες ανάμεσα τες χώρες αγαπάει.
θ 285και άμ' είδε τον καλότεχνον θεόν που αναχωρούσε,
θ 286Άρης ο χρυσοχάλινος τυφλός σκοπός δεν ήταν,
θ 287και προς το δώμα εκίνησε του δοξασμένου Ηφαίστου,
θ 288την αγκαλιά της εύμορφης ποθώντας Κυθερείας.
θ 289εκείνη μέσα εκάθιζε και μόλις είχε φθάσει
θ 290απ' τον μεγαλοδύναμον πατέρα της Κρονίδη.
θ 291εμπήκε αυτός, της έσφιξε το χέρι και της είπε·
θ 292«Στην κλίνην έλ', αγαπητή, να γλυκοκοιμηθούμε·
θ 293ο Ήφαιστος δεν είν' εδώ, και θα 'ναι ήδη φθασμένος
θ 294στην Λήμνο, στ' αγριόφωνο το γένος των Σιντίων».
θ 295Αυτά 'πε' και να κοιμηθεί και αυτής εκαλοφάνη.
θ 296και άμ' έπεσαν τους κύκλωσαν του πολυβούλου Ηφαίστου
θ 297τα τεχνικότατα δεσμά, και ουδέ μέλος κανένα
θ 298να κινήσουν εδύνονταν, ή ολίγο να σηκώσουν·
θ 299κι ένιωσαν τότε ότι φυγής κανείς δεν ήταν τρόπος,
θ 300και ο ζαβοπόδης ο θεός σ' ολίγο ήλθε σιμά τους,
θ 301επειδή οπίσω εγύρισε πριν εις την Λήμνο φθάσει·
θ 302ότι σκοπός του εφύλαγεν ο Ήλιος και του το 'πε.
θ 303με την καρδιά περίλυπη πλησίασε στο δώμα,
θ 304στα πρόθυρα εσταμάτησε, και άγρια χολή τον πήρε,
θ 305και φρικτήν έσυρε βοή στους αθανάτους όλους·
θ 306«Δία πατέρα, μάκαρες θεοί, που πάντοτ' είσθε,
θ 307ελάτ', έργ' αξιογέλαστα και αβάστακτα να ιδείτε,
θ 308με, τον χωλόν, πώς του Διός η κόρ', η Αφροδίτη,
θ 309καταφρονεί και αγάπησε τον ανδροφόνον Άρη,
θ 310ότ' είναι ωραίος, και γερός στα πόδια, κι εγώ είμαι
θ 311εκ γενετής αστερέωτος· και εις τούτο ποιος μου πταίει
θ 312παρά και οι δύο μου γονείς, να μη 'χαν με γεννήσει.
θ 313αλλά θα ιδείτε πώς αυτοί κοιμούνται αγκαλιασμένοι·
θ 314κοιτάζω εγώ και οδύρομαι που η κλίνη μου επατήθη.
θ 315παρόμοιο πλάγιασμα, θαρρώ, δεν θα ζητήσουν πλέον,
θ 316μ' όσον και αν έχουν έρωτα, ουδέ για ολίγην ώρα.
θ 317αλλ' απ' τα επίβουλα δεσμά δεν θα λυθούν εκείνοι,
θ 318πριν λάβω απ' τον πατέρα της οπίσ' όλα τα δώρα,
θ 319όσα 'χω για την άσεμνη την κόρη παραδώσει.
θ 320καλ' είναι η θυγατέρα του, αλλά δεν έχει γνώση».
θ 321Είπε· οι θεοί συνάχθηκαν στο χάλκινο το δώμα·
θ 322ο ευεργέτης ήλθ' Ερμής, ο σείστης Ποσειδώνας,
θ 323ο τοξευτής Απόλλωνας και αυτός κατόπιν ήλθε·
θ 324αλλ' οι θεές απ' εντροπή στο σπίτι έμειναν όλες.
θ 325οι αγαθοδότες οι θεοί στα πρόθυρα εσταθήκαν·
θ 326γέλιο στους μάκαρες θεούς άσβεστον εγεννήθη,
θ 327τες τέχνες ως ετήραζαν του πολυβούλου Ηφαίστου.
θ 328κι είπ' ένας τον πλησίον του κοιτώντας· «Δεν προκόβουν
θ 329οι κακες πράξες· και ο αργός τον γλήγορον προφθάνει.
θ 330ιδού πώς τώρ' ο Ήφαιστος, αργός, χωλός, τον Άρη,
θ 331αν κι είναι ο γληγορότατος των Ολυμποκατοίκων,
θ 332με τέχνην έπιασε μοιχόν, και θα τον προστιμήσει».
θ 333Αυτούς τους λόγους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους.
θ 334και ο διογενής Απόλλωνας είπε προς τον Ερμεία·
θ 335«Ω μηνυτή διογέννητε, αγαθοδότη Ερμεία,
θ 336στα δυνατά δεν θα 'στεργες δεσμά σφιγμένος να 'σαι,
θ 337στην κλίνην αν με την χρυσή κοιμώσουν Αφροδίτη;»
θ 338Και προς αυτόν απάντησεν ο μηνυτής Ερμείας·
θ 339«Ω τοξοφόρε Απόλλωνα, τούτ' άμποτε να γίνει!
θ 340τρεις φορές τόσ' αδιάλυτα δεσμά να μ' εκυκλώναν,
θ 341και οι θεοί με τες θεές να εκοιτάζετ' όλοι,
θ 342στην κλίνην αν με την χρυσή κοιμόμουν Αφροδίτη».
θ 343Είπε, κι οι αθάνατοι θεοί γελοκοπούσαν όλοι·
θ 344πλην δεν εγέλα, αλλά θερμά ζητούσε ο Ποσειδώνας
θ 345τον τεχνουργόν τον Ήφαιστο να λύσει ευθύς τον Άρη.
θ 346κι εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα·
θ 347«Λύσε, κι εγώ σου υπόσχομαι που αυτός, ως εσύ θέλεις,
θ 348εις τους θεούς κατέμπροσθεν τα δίκαια θα πλερώσει».
θ 349Και ο ζαβοπόδης ο ένδοξος απάντησέ του κι είπε·
θ 350«Να μη ζητείς τούτο απ' εμέ, γεωφόρε Ποσειδώνα·
θ 351αχρείες κι οι εγγύησες προς τον αχρείον είναι·
θ 352εις τους θεούς κατέμπροσθεν πώς θα σε δέσω, αν ίσως
θ 353ο Άρης φύγει άμα λυθεί χωρίς να με πλερώσει;»
θ 354Και προς αυτόν απάντησεν ο σείστης Ποσειδώνας·
θ 355«Και αν ο Άρης, Ήφαιστε, μας φύγει και αθετήσει
θ 356το χρέος του, θα 'μ' έτοιμος εγώ να σε πλερώσω».
θ 357Και ο ζαβοπόδης ο ένδοξος απάντησέ του κι είπε·
θ 358«Τον λόγο σου να σ' αρνηθώ, δεν γίνεται, δεν πρέπει».
θ 359Αυτά 'πε, κι έλυε τον δεσμόν η δύναμις του Ηφαίστου.
θ 360και απ' τον δεσμόν, αν και σφικτόν άμα ελυθήκαν, εκείνοι
θ 361πετάχθηκαν εκίνησεν ο Άρης προς την Θράκη,
θ 362στην Κύπρον η φιλόγελη ευρέθηκε Αφροδίτη,
θ 363στην Πάφο, πόχει τέμενος κι έχει βωμόν ευώδη.
θ 364οι Χάρες κει την έλουσαν και με το λάδι εχρίσαν
θ 365τ' άφθαρτο, που εις τα σώματα λάμπει των αθανάτων,
θ 366κι ενδύματα την ένδυσαν, που η χάρη τους θαμπώνει.
θ 367Τούτα έψαλνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας
θ 368εις την ψυχή του ευφραίνονταν, ως τ' άκουε, κι οι άλλοι,
θ 369Φαίακες οι μακρύκουποι στην θάλασσα ακουσμένοι.
θ 370Ο Αλκίνοος του Λαοδάμαντα τότ' είπε και του Αλίου,
θ 371χορό να στήσουν μόνοι τους, τι αντίπαλον δεν είχαν.
θ 372κι εκείνοι σφαίραν εύμορφην αφού στα χέρια πήραν,
θ 373κόκκινην, που τους έπλασεν ο Πόλυβος τεχνίτης,
θ 374ο ένας έριχνεν αυτήν προς τα σκιοφόρα νέφη,
θ 375το σώμα οπίσω γέρνοντας· ο δεύτερος πετιόνταν,
θ 376και άρπαζε αυτήν ανάερα, πριν ή την γην πατήσει.
θ 377και αφού πετώντας έπαιξαν εκείνοι με την σφαίρα,
θ 378χορόν κατόπιν άρχισαν στην γην την πολυθρέπτρα,
θ 379συχνά ξαλλάζοντας· και αυτού τριγύρω τ' άλλ' αγόρια
θ 380χεροκροτούσαν τακτικά, και όλος εβρόντα ο τόπος.
θ 381Τότ' είπε τον Αλκίνοον ο θείος Οδυσσέας·
θ 382«Μεγάλε Αλκίνοε, στους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε,
θ 383καυχήθηκες που εις τον χορό τεχνίτες είναι πρώτοι
θ 384και ιδού μου φανερώθηκαν· θαυμάζ' όσο τους βλέπω».
θ 385Αυτά 'πε, και ο σεβαστός Αλκίνοος εχάρη,
θ 386κι εστράφη ευθύς και αγόρευσε των ναυτικών Φαιάκων·
θ 387«Ακούσετε μ', ω αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων.
θ 388γνώσην πολλήν αληθινά πως έχει ο ξένος δείχνει·
θ 389και τώρα δώρα ξενικά να του δοθούν, ως πρέπει.
θ 390ότι στον δήμο δώδεκα κρατούν την εξουσία
θ 391βασιλείς ένδοξοι, κι εγώ μετ' αυτούς δέκατος τρίτος.
θ 392καθείς σας τώρα καθαρήν χλαμύδα και χιτώνα
θ 393δώστε του, κι ένα τάλαντο βαρύτιμο χρυσάφι·
θ 394και όλ' ας τα φέρουμε μαζί για να τα λάβει ο ξένος
θ 395στα χέρια του και ολόχαρος στον δείπνον να καθίσει.
θ 396και τώρ' αυτόν ο Ευρύαλος με λόγους να πραΰνει
θ 397και μ' ένα δώρο, ότι κακά του 'χει ομιλήσει πρώτα».
θ 398Αυτά 'πε, και όλοι πρόθυμα συμφώνησαν, κι έστειλαν
θ 399καθένας τους τον κήρυκα, τα δώρ' αυτού να φέρει.
θ 400έδωσ' εκείνου απάντησιν ο Ευρύαλος και του 'πε·
θ 401«Μεγάλε Αλκίνοε, στους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε,
θ 402τον ξένον, ως παράγγειλες, εγώ θε να πραΰνω.
θ 403τούτο τ' ολόχαλκο σπαθί, που επάν' έχει ασημένια
θ 404λαβή, και από νηοπριόνιστον ελέφαντα θηκάρι,
θ 405θε να του δώσω· ατίμητο δώρο θα το 'χει ο ξένος».
θ 406Είπε, στα χέρια του 'βαλε τ' αργυροκαρφωμένο
θ 407σπαθί, και τον προσφώνησε με λόγια πτερωμένα·
θ 408«Πατέρα ξένε, χαίρε· και αν λόγος βαρύς ειπώθη,
θ 409ας τον πάρουν οι άνεμοι, κι οι αθάνατοι ας σου δώσουν
θ 410να ξαναϊδείς την σύντροφον, να φθάσεις στην πατρίδα,
θ 411πόχεις καιρούς π' αδημονείς μακράν των ποθητών σου».
θ 412Και απάντησε ο πολύγνωμος σ' εκείνον Οδυσσέας·
θ 413«Φίλε, και συ χαίρε πολύ· κι οι αθάνατοι ας σου δώσουν
θ 414κάθε καλό, και το σπαθί ποτέ να μη ποθήσεις
θ 415τούτ', όπ', αφού μ' επράυνες με λόγους, μου χαρίζεις».
θ 416Είπε και τ' ασημόκομπο στον ώμο έζωσε ξίφος.
θ 417έδυσ' ο ήλιος κι έλαβε τα λαμπρά δώρα εκείνος·
θ 418οι κήρυκες οι θαυμαστοί τα έφερναν στου Αλκινόου
θ 419το δώμα, όπου τα δέχθηκαν οι υιοί του βασιλέα·
θ 420και αυτοί στο πλάγι απόθοσαν της σεβαστής μητρός τους
θ 421τα ωραία δώρα· εκίνησεν ο Αλκίνοος τότε ο θείος,
θ 422κατόπ' οι άλλοι, κι έφθασαν, και εις τα υψηλά θρονία
θ 423κάθισαν όλοι· κι έλεγεν ο Αλκίνοος της Αρήτης·
θ 424«Γυνή μου, το λαμπρότερο κιβώτιο, πόχεις, φέρε,
θ 425και μέσα βάλε καθαρήν χλαμύδα και χιτώνα.
θ 426κι ευθύς νερό μες τον χαλκό θερμάνετε του ξένου,
θ 427όπως αφού λουσθεί και ιδεί με τάξη όλα βαλμένα
θ 428τα δώρα, όσα οι Φαίακες οι άψεγοι του φέραν,
θ 429χαρεί και το τραπέζι μας και της ωδής τον ύμνο.
θ 430και τούτο τ' εύμορφο χρυσό ποτήρι εγώ του δίνω,
θ 431να με θυμάται ολοζωής, όταν στα μέγαρά του
θ 432σπονδές προσφέρει του Διός και όλων των αθανάτων».
θ 433Αυτά 'πε και παράγγειλε τες δούλες η Αρήτη
θ 434ευθύς να στήσουν τρίποδα μεγάλον στην φωτία·
θ 435και αυτές λουτρικόν τρίποδα στην φλόγα μέσα εστήσαν,
θ 436έχυσαν μέσα το νερό και κάτω ξύλα εκαίαν·
θ 437και ζών' η φλόγα την κοιλιά και το νερό θερμαίνει.
θ 438η Αρήτη ωστόσο το λαμπρό κιβώτιο για τον ξένον
θ 439έφερε από τον θάλαμο, τα δώρ' αυτού να θέσει,
θ 440τα ενδύματα και τον χρυσόν, που οι Φαίακες του δώσαν·
θ 441κι έθεσε μέσα φόρεμα κι έναν χιτώνα ωραίον·
θ 442και προς αυτόν ομίλησε με λόγια πτερωμένα·
θ 443«Συ τώρα ιδέ το σκέπασμα, δέσε καλά τον κόμπο,
θ 444μη στο ταξίδι, οπού θα πας, κανένας σ' αδικήσει,
θ 445ενώ κοιμάσαι ύπνο γλυκό στο ολόμαυρο καράβι».
θ 446Και ως τ' άκουσε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας
θ 447εφάρμοσε το σκέπασμα, κι ευθύς έδεσε κόμπο,
θ 448πολύτεχνον οπού η σεπτή του 'χε διδάξ' η Κίρκη.
θ 449και η κελάρισσα να εμβεί στον έτοιμον λουτήρα
θ 450του είπε· και θερμά λουτρά άμ' είδ' εχάρη εκείνος·
θ 451ότ' είχε απεριποίητο πολύν καιρόν το σώμα,
θ 452της Καλυψώς τα μέγαρα απ' όταν είχε αφήσει,
θ 453όπ' εύρισκεν ωσάν θεός την κάθε ανάπαυσή του.
θ 454και οι δούλες ως τον έλουσαν και με το λάδι εχρίσαν,
θ 455και τον εφόρεσαν καλήν χλαμύδα και χιτώνα,
θ 456απ' τον λουτήρα εκίνησε να σμίξει τους συνδείπνους.
θ 457και η Ναυσικά από τους θεούς με κάλλος στολισμένη
θ 458της καλοκάμωτης σκεπής σιμά στον στύλο εστάθη.
θ 459εθαύμαζε κοιτάζοντας αυτή τον Οδυσσέα,
θ 460κι είπε με λόγια πτερωτά· «Χαίρε, σου λέγω, ω ξένε,
θ 461όπως οπόταν ευρέθης στην γην την πατρικήν σου
θ 462μ' ενθυμηθείς, που την ζωή πρώτα χρωστάς σ' εμένα».
θ 463Κ' εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·
θ 464«Κόρη του μεγαλόκαρδου Αλκίνου, Ναυσικάα,
θ 465είθε ο Κρονίδης, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας,
θ 466θελήσει ογλήγορα να ιδώ την ποθητήν πατρίδα,
θ 467και τότ' ευχές ωσάν θεάς εκεί θα σου προσφέρω
θ 468ολοκαιρίς, επειδή συ με έζησες, παρθένα».
θ 469Είπε κι εκάθισε εις θρονί, σιμά στον βασιλέα·
θ 470ήδη εμοιράζαν το φαγί και το κρασί συγκέρναν.
θ 471και ο κήρυκας τον έμπιστον αοιδόν τους οδηγούσε
θ 472Δημόδοκον λαοτίμητον, και εις τον υψηλόν στύλο
θ 473προσκολλητά τον κάθισε, στην μέση των συνδείπνων.
θ 474στον κήρυκα ο πολύγνωμος τότ' είπεν Οδυσσέας·—
θ 475ράχης κομμάτι αφού 'κοψε λευκοδοντάτου χοίρου,
θ 476πάχος γεμάτ' ολόγυρα, κι έμενε ακόμη πλήθιο,—
θ 477«Το κρέας τούτο, κήρυκα, δώσε του Δημοδόκου,
θ 478να φάγει· θα τον ασπασθώ, αν και θλιμμένος είμαι.
θ 479τι σέβας έχουν και τιμή στην οικουμένην όλην
θ 480απ' τους θνητούς οι αοιδοί, ότι τραγούδια η Μούσα
θ 481αυτούς διδάχνει και αγαπά των αοιδών το γένος».
θ 482Είπε· και ο κήρυκας ευθύς στου ήρωα Δημοδόκου
θ 483τα χέρια το 'βαλε, και αυτός το δέχθηκε κι εχάρη.
θ 484και άπλωσαν κείνοι στα έτοιμα φαγιά που 'χαν εμπρός τους.
θ 485και του φαγιού και του πιοτού την όρεξη αφού σβήσαν,
θ 486του Δημοδόκου ο συνετός ομίλησε Οδυσσέας·
θ 487«Εσέ παρ' όλους τους θνητούς, Δημόδοκε, δοξάζω,
θ 488ή η Μούσα, κόρη του Διός, σ' έχει διδάξ' ή ο Φοίβος·
θ 489των Αχαιών τες συμφορές με τόσην τάξη ψάλλεις,
θ 490όσ' έπραξαν, όσ' έπαθαν στον φοβερόν αγώνα,
θ 491ως να 'χες συ παρευρεθεί ή απ' άλλον τα 'χες μάθει.
θ 492τώρ' έλα εις άλλο πέρασε, του αλόγου ειπέ την τάξη,
θ 493που ιδρένιο μόρφωσ' ο Επειός μαζί με την Αθήνη,
θ 494και δόλον στην ακρόπολην ο θείος Οδυσσέας
θ 495το 'φερε μ' άνδρες γεμιστό, κι ερήμωσαν την Τροία.
θ 496αν όλ' αυτά μου διηγηθείς, ως πρέπει, ένα προς ένα,
θ 497εις τους θνητούς όλους εγώ παντού θα μαρτυρήσω
θ 498ότι θεός σου εχάρισε θεολάλητο τραγούδι».
θ 499Και απ' τον θεόν κινούμενος άρχισε και τραγούδι
θ 500έβγαλ', εκείθε πιάνοντας, που μέρος των Αργείων,
θ 501αφού τες σκηνές έκαψαν, με τα καράβια φύγαν,
θ 502κι οι άλλοι με τον ένδοξον εμέναν Οδυσσέα
θ 503των Τρώων εις την αγορά, μες τ' άλογο κρυμμένοι·
θ 504τι το 'χαν στην ακρόπολη μόνοι τους σύρ' οι Τρώες.
θ 505τ' άλογον έστεκεν αυτού, και ολόγυρά του εκείνοι
θ 506καθήμενοι πολλά 'λεγαν και τρεις οι γνώμες ήσαν·
θ 507ή με το σκληρό σίδερο να σχίσουν τ' άδειο ξύλο,
θ 508ή, αφού το σύρουν κάτακρα, στες πέτρες να το ρίξουν,
θ 509ή να τ' αφήσουν των θεών μέγα ιλαστήριο δώρο,
θ 510όπως κατόπιν έμελε το πράγμα να τελειώσει.
θ 511ότ' ήταν μοίρα να χαθεί η πόλη, αμ' αγκαλιάσει
θ 512το μέγα ξύλιν' άλογο, που των Αργείων τ' άνθος
θ 513μέσα του εκλειούσε, κι έφερναν φόνο, φθορά των Τρώων.
θ 514κι έψαλνε πώς οι Αχαιοί την πόλην ερημώσαν
θ 515από του αλόγου την βαθιά καθίστρα ορμώντας όλοι·
θ 516κι έψαλνε πώς άλλοι αλλαχού την πόλη ξολοθρεύαν,
θ 517αλλ' ο Οδυσσηάς στα δώματα του Δηιφόβου εχύθη
θ 518μαζί με τον ισόθεον Μενέλαον, ως ο Άρης,
θ 519και μάχην πώς εκεί φρικτήν ετόλμησεν εκείνος,
θ 520και η μεγαλόψυχη Αθηνά του εχάρισε την νίκη.
θ 521Τούτα έψαλνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας
θ 522έλιωνε, και τα δάκρυα στα μάγουλα του ερρέαν.
θ 523και ως κλαίοντας τον άνδρα της γυνή περιλαμβάνει,
θ 524πόπεσ' εμπρός στα τείχη του και εις τους λαούς να σώσει
θ 525την πόλη και τα τέκνα του απ' την κακήν ημέρα,
θ 526και, ως βλέπει αυτόν οπού σπαρνά στο ψυχομάχημά του,
θ 527αυτή ριμένη επάνω του θρηνολογεί, κι εκείνοι
θ 528την ράχη και τους ώμους της κτυπώντας με τ' ακόντι,
θ 529την σέρνουν εις τα βάσανα, στα πάθη της δουλείας,
θ 530και αυτής ο πόνος ο πικρός τα μάγουλα μαραίνει·
θ 531όμοια τότ' έρεαν πικρά τα δάκρυα του Οδυσσέα.
θ 532και όλων των άλλων έμεναν τα δάκρυα του κρυμμένα·
θ 533μόνος τον εκατάλαβεν ο Αλκίνοος, που καθόνταν
θ 534σιμά του, και τον άκουσε να βαρυαναστενάζει·
θ 535και εις τους ναυτικούς Φαίακες ευθύς εκείνος είπε·
θ 536«Ακούσετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων·
θ 537ν' αφήσ' ήδη ο Δημόδοκος την ηχηρήν κιθάρα,
θ 538ότι μ' αυτά, που τραγουδεί, δεν καλοαρέσ' εις όλους·
θ 539στο δείπνο αφού καθίσαμε και άρχισ' ο αοιδός ο θείος,
θ 540απ' το πικρό παράπονο δεν έχει παύσει ο ξένος·
θ 541πόνος μεγάλος την καρδιά, θαρρώ, του καταθλίβει.
θ 542άρα να μείν' ο αοιδός, όπως χαρεί και ο ξένος
θ 543μ' εμάς, που τον ξενίζουμε, και τούτο θέλ' η τάξη.
θ 544όλα γι' αγάπην έγιναν του σεβασμίου ξένου,
θ 545προβάδισμα, χαρίσματα, που τον φιλοδωρούμε.
θ 546ότ' είναι ως άλλος αδελφός ο ξένος και ο ικέτης
θ 547του ανδρός, όπ' έχει στην καρδιάν αίσθηση καν ολίγη.
θ 548όθεν και συ μην προσπαθείς με τέχνη να μας κρύψεις
θ 549ό,τι ερωτώ σε· είναι καλό να μας το φανερώσεις.
θ 550τ' όνομα ειπέ, που σ' έκραζαν εκεί πέρα οι γονείς σου,
θ 551κι οι άλλοι εκεί στην πόλη σου, και οι γείτονες τριγύρω.
θ 552ότι ανονόμαστος κανείς δεν είναι των ανθρώπων,
θ 553στον κόσμον άμα γεννηθεί, μικρός είν' είτε μέγας,
θ 554αλλ' όλων, άμα ιδούν το φως, το βγάζουν οι γονείς τους.
θ 555και ειπέ μου την πατρίδα σου, τον δήμο, και την πόλη,
θ 556όπως τα πλοία στρέφοντας εκεί την νόησή τους
θ 557σε φέρουν· ότ' οι Φαίακες δεν έχουν κυβερνήτες,
θ 558ούτε πηδάλια αυτά βαστούν, ως έχουν τ' άλλα πλοία·
θ 559αλλά την γνώμην εννοούν, τα φρένα των ανθρώπων.
θ 560τες χώρες, τους παχείς αγρούς της οικουμένεις όλης
θ 561γνωρίζουν, και της θάλασσας περνούν το μέγα στόμα
θ 562γοργότατα, στην καταχνιά, στην συννεφιά κρυμμένα,
θ 563ουδέ ποτέ τους να χαθούν ή να βλαφθούν φοβούνται.
θ 564μόνον τούτ' άκουσ' άλλοτε, πόλεγεν ο πατέρας
θ 565Ναυσίθοος, ότι εφθόνεσεν εμάς ο Ποσειδώνας,
θ 566που στην πατρίδ' ακίνδυνα ξεπροβοδούμεν όλους·
θ 567ότι ο θεός έν' εύμορφο καράβι των Φαιάκων,
θ 568ως γέρνει από προβάδισμα ποτέ, στο μαύρο κύμα,
θ 569θα κρούσει και την πόλη μας μ' όρος θα κλείσει μέγα·
θ 570τούτά 'πε ο γέρος, και ο θεός ή θέλει τα ενεργήσει,
θ 571ή μένουν ανενέργητα, καθώς αρέσει εκείνου.
θ 572αλλ' έλα τώρα θέλησε σωστά να μου αναφέρεις
θ 573τα μέρη όπου πλανήθηκες, τους τόπους όπου εβγήκες,
θ 574τες χώρες τες καλόκτιστες κι εκείνων τους κατοίκους,
θ 575και όσοι απ' αυτούς ήσαν κακοί, άγριοι και όχι δίκαιοι,
θ 576και όσοι φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' ήτο η γνώμη.
θ 577και ειπέ τι τόσ' οδύρεσαι οπόταν των Αργείων
θ 578των Δαναών το πάθημα ακούσεις και του Ιλίου.
θ 579κείνο το έκαμαν οι θεοί, κι έκλωσαν των ανθρώπων
θ 580όλεθρον μέγαν, να το ειπούν κι οι απόγονοι τραγούδι.
θ 581μη συγγενείς σου έπεσε στα τείχη εμπρός του Ιλίου,
θ 582άξιος, γαμβρός, ή πενθερός; στενότατ' είναι τούτοι,
θ 583κατόπι από το αίμα μας και από την γενεά μας.
θ 584ή κάποιος σύντροφος λαμπρός, εγκαρδιακός σου φίλος,
θ 585έπεσε; ότι στην γνώμη μου κατώτερος δεν είναι
θ 586απ' αδελφόν φίλος με νου και γνώση προικισμένος».