Αρχίζεις να πονάς, κάτι καλά δεν πάει, '' ωχ μάννα '' κυλά, κοιτάς τον ουρανό μήπως ο θεός φανεί κι οι άγγελοι σαν επιγράμματα, νιώθεις πως όλα πονούν όταν πονάνε, με τα καθέκαστα θυμώνεις, '' θα περάσει '' λένε οι περισσότεροι κι αυτό δεν γίνεται, γιατί τόσα κρεβάτια έστρωσες που σ΄ αναμένουν, τότε ανάβει κερί η ίαση τραβώντας στην πηγή να πιει νερό, κάνοντας γαργάρα πρώτα!
Χθες, ο ταξιτζής που πίσω μ΄ έφερε από τη Νάουσα και τρεις γιατρούς που πέρασα ποτάμι, θέρμη να καίει τον ήλιο του μεσημεριού, μου διηγήθηκε προχθεσινά συμβάντα στο Κοπανό, με έναν παππού, έναν εγγονό και έναν τροχονόμο, απόγεμα προς σούρουπο το σύντομα θλιμμένο που τελειώνει η μέρα, έρχεται ο εγγονός, από το μεσημέρι τον περίμενε, έρχεται και ο παππούς από το καφενείο ή το κτήμα στο σπίτι, δεν το διευκρινίσαμε, χαρούμενοι κι οι δύο, κάθεται ο παππούς, ορμά στα γόνατα του μ΄ ένα μπλοκ ζωγραφικής ο εγγονός, το ξεφυλλίζει, φτάνει στην τελευταία ζωγραφιά και δείχνοντάς την με το μικρό δαχτυλάκι του κοιτά στα μάτια τον παππού βαθιά, ζωγράφος η αγκαλιά τους, λέγοντας το ποίημα: Παππού σήμερα πήρα άριστα από την δασκάλα μου, πήρα τα ααα... των θαυμασμών απ΄ τους συμμαθητές μου, το είδε η μάνα και καταχαρούμενη με φίλησε, δες κι εσύ...
Λάμπει ο παππούς, έδυσε ο ήλιος, μαζεύτηκαν πολλά κουνούπια και κοιτούν τη ζωγραφιά, πετούν ολόγυρα χορεύοντας και δεν τσιμπούν, ΄΄ τί θέλεις να σου πάρω μικρέ μεγάλε μου ζωγράφε, ρωτά ο μεγάλος τον μικρό, τόσο ευχαριστημένα... Παίρνουν το αγροτικό, τραβούν προς την πλατεία, '' παγωτό ή πίτσα ή χρώματα '' μονολογεί ο μικρούλης, '' παππού παππού θέλω μια πίτσα, δεν έχει το χωριό μας χρώματα...''
Βγαίνουν δρόμο κεντρικό για την πλατεία, τσουπ ο τροχονόμος, '' χαρτιά και δίπλωμα οδήγησης '' βροντά, αδύνατος και κοκκαλιάρης, ιδρωμένος, ψηλός και δεν θα λέγαμε ασχημομούρης, δεν είχε χαρτιά ούτε και δίπλωμα ο παππούς, '' ωχ '' ακούσανε τα χείλη του... Άρχισε να ζητά τηλέφωνα, ονοματεπώνυμα, οδό, καταγράφοντάς τα στην κλίση και τότε παίρνει το λόγο ο μικρός, '' Κύριε τροχονόμε σας παρακαλώ, μην γράφετε τον παππού μου... Δεν θα έχει λεφτά μετά να αγοράσει την πίτσα που μου έταξε σαν δώρο για την μεγάλη επιτυχία στο σχολείο μου και στα μαθήματά μου... Θα βάλει τα κλάματα ''.
Ο τροχονόμος χαιρετά έναν φίλο του που πέρασε με τ΄ αυτοκίνητό, τραβά την κλίση, την χιλιοτσακίζει ανθρώπινα σε χίλια δυο κομμάτια, του φεύγουν δύο δάκρυα δροσίζοντας το χώμα, '' τραβάτε '' φώναξε όσο χαμηλά μπορούσε, δίχως να τους κοιτάξει... Κουνώντας ο μικρός αποχαιρετιστήρια τα χέρια του, ανταποδίδει τα του τροχονόμου, '' Αύριο θα είσαι ζωγραφιά... ''