20.7.25

ΚΥΠΡΟΣ, 51 χρόνια δεν ξεχνώ. Η ανάρτηση της Γεωργίας Κατσάμπα*

Εσύ γνωρίζεις. Κι εγώ γνωρίζω. Τι θα πει να νιώθεις τον πόνο όχι απλώς να σε ακουμπά, αλλά να σε διαπερνά.
Να ζητάς τον άνθρωπο σου, όχι για κάτι σπουδαίο, μα για μια απλή, ανθρώπινη στιγμή
και να σου απαντούν πως "χάθηκε στον πόλεμο".
Πως "έπεσε για την πατρίδα". Πως "ήταν ήρωας".
Κι εσύ παιδί ακόμη, να μην καταλαβαίνεις τι ακριβώς σημαίνει "ήρωας",
παρά μόνο να αισθάνεσαι την απουσία του να σε βαραίνει κάθε μέρα όλο και πιο πολύ.
Η πατρίδα, λένε, τον τίμησε. Μα εσύ δεν έλαβες τίποτα, ούτε καν μια απάντηση.
Μόνο σιωπές, ματαιώσεις και ενοχές που δεν σου ανήκαν.
Και γύρω σου — ειρωνεία — εκείνοι που βολεύτηκαν.
Που δεν έδωσαν τίποτα, μα πήραν τα πάντα. Που μιλούν για αξίες φορώντας μάσκες υποκρισίας.
Που ζουν στην καλοπέραση, τη στιγμή που κάποιοι ακόμη θρηνούν πίσω από κλειστά παράθυρα.
Ντρέπομαι. Ναι, ντρέπομαι.
Γιατί ξέρω πως όσοι "έφυγαν", όσοι έδωσαν το είναι τους με μια τιμή που δεν εξαργυρώνεται,
ίσως βλέπουν τώρα την κατάντια μας από ψηλά.
Ίσως αναρωτιούνται: "Για αυτό δώσαμε τη ζωή μας; Για αυτό το σκοτάδι;"
Μα εγώ θυμάμαι. Κι εσύ θυμάσαι.
Και όσο θυμόμαστε, όσο μιλάμε την αλήθεια με καθαρή φωνή, ίσως υπάρξει ελπίδα. Όχι η εύκολη, αλλά η δύσκολη — αυτή που χτίζεται με κόπο, όχι με βόλεμα.
«Των ανδρειωμένων ο θάνατος...»
Όχι γιατί δεν πονούν αυτοί που μένουν πίσω —
αλλά γιατί εκείνοι που έπεσαν, στάθηκαν πρώτα όρθιοι.
Τους πήρε ο πόλεμος.
Όχι με τιμές και μουσικές, αλλά με χώμα στα χέρια, αίμα στα χείλη
και ένα τελευταίο βλέμμα που γύρευε πατρίδα αληθινή...

* Η Γεωργία Κατσάμπα είναι δικηγόρος από τη Λεμεσό της Κύπρου



Αξίζει όμως να δούμε και την ανάρτηση που προηγήθηκε της σημερινής:

Σήμερα θα κάνω μια διαφορετική ανάρτηση.
Για πρώτη φορά από τότε που δημιούργησα το προφίλ μου εδώ, αποφασίζω να αναφερθώ δημόσια στην εισβολή του 1974. Η αφορμή στάθηκε μια ανάρτησή μου το Σάββατο, όπου ευχόμουν σε φίλους για προσωπικές τους χαρές. Κάποιος φίλος, που τυγχάνει να είναι και πολιτικό πρόσωπο, σχολίασε ότι "είναι μέρες πένθους" και πως "δεν πρέπει να χαιρόμαστε".
Αποφάσισα λοιπόν να μιλήσω γιατί η υποκρισία, ειδικά από τον πολιτικό κόσμο, έχει ξεπεράσει κάθε όριο. Κουράστηκα κάθε Ιούλιο να βλέπω τις ίδιες αναρτήσεις από πολιτικούς όλων των κομμάτων: για το πραξικόπημα, την εισβολή, τους αγνοουμένους… να φωτογραφίζονται μπροστά από μνημεία και να τιμούν ήρωες του πραξικοπήματος και καλά.
Ως παιδί ήρωα αγνοουμένου που ήμασταν τότε τρία μικρά παιδιά, νήπια… και απλώς περιμέναμε. Περιμέναμε με την ελπίδα ότι κάποτε θα επιστρέψει. Κι όμως, μόλις πριν από 12 χρόνια, μας παρέδωσαν τον δικό μας άνθρωπο μέσα σε ένα ξύλινο κουτί — τόσο μικρό, που έμοιαζε σχεδόν με κουτί παπουτσιών, νιώθω την ανάγκη να ρωτήσω δημόσια, αφού ο "τοίχος" μου είναι ανοιχτός και προσβάσιμος :
Γιατί, εδώ και 51 χρόνια, καμία κυβέρνηση δεν μπόρεσε να δώσει μια ξεκάθαρη απάντηση για το πόσα είναι τελικά τα παιδιά των αγνοουμένων;
Πώς είναι δυνατόν να μη γνωρίζουν ούτε τον αριθμό; Πόσο μάλλον να προσφέρουν στήριξη — ψυχολογική, κοινωνική ή και πρακτική — σε αυτές τις οικογένειες.
Το οικονομικό κομμάτι; Ούτε λόγος.
Τα κονδύλια που ακούγαμε ότι προορίζονταν για τις οικογένειες των αγνοουμένων, κανείς δεν γνωρίζει πού και πώς χρησιμοποιήθηκαν.
Δεν ζητάμε ελεημοσύνη. Ζητάμε σεβασμό και αλήθεια.
Και κυρίως: να πάψουν να θυμούνται μόνο κάθε Ιούλιο, με πομπώδεις δηλώσεις και τελετές που δεν αλλάζουν τίποτα.
Οπότε, δεν μπορώ παρά να θεωρώ τουλάχιστον ειρωνικό — αν όχι προσβλητικό — το να βλέπω κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, αναρτήσεις από πολιτικά πρόσωπα που θυμούνται τους αγνοούμενους μόνο για λόγους εντυπωσιασμού ή επικοινωνιακής προβολής.
Και θέλω να το πω καθαρά: θα συνεχίσω να χαίρομαι με τις χαρές των φίλων μου.
Δεν θυσιάστηκε ο πατέρας μου για να ζούμε μέσα στη σιωπή, ούτε για να αφήσει πίσω του παιδιά-θεατές, που το μόνο που κάνουν είναι να θυμούνται "μια φορά τον χρόνο" για να κάνουν μια ανάρτηση.
Η θυσία του αξίζει περισσότερο από την υποκρισία των συμβολικών δηλώσεων και των επετειακών φωτογραφιών.