Τα πρώτα βήματα των ποιητών είναι πολύ σημαντικά , γιατί αποτελούν τα θεμέλια που στηρίζεται η η κατοπινή εξέλιξή τους ,κι έχουμε παραδείγματα : τους Προσανατολισμούς του Ο. Ελύτη, την Στέρνα του Σεφέρη, την Αμοργό του Γκάτσου καί άλλων .
Θέλω να ξεκαθαρίσω ευθύς εξ αρχής ότι δεν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος να κάνω κριτική σε μιά ποιητική συλλογή καί γενικότερα στο πολυσχιδές έργο ενός τόσο σημαντικού λογοτέχνη, οι σπουδές καί η σταδιοδρομία μου ήταν τεχνοκρατικές, έτσι θα περιοριστώ να καταγράψω τις σκέψεις καί τα ιδιαίτερα αισθήματα που με κατέλαβαν από την ανάγνωση του ομότιτλου ποιήματος αυτής της συλλογής.
Το ποίημα «Ο Κήπος με τα Ρόμπολα», διαπνέεται από λυρισμό, ερωτικό πάθος, φυσιολατρική μέθεξη και-όπως θάλεγε ο Κορνήλιος Καστοριάδης- μυθολογικό φαντασιακό.
Το ποίημα ξεκινάει από μια στιγμή ανάπαυσης του ποιητικού υποκειμένου κάτω από τα ρόμπολα, στην κορυφή του Ολύμπου. Από εκεί, μια συναισθηματική και αισθητηριακή εμπειρία μετουσιώνεται σε λυρική εξομολόγηση αγάπης, πάθους και μυστηριακής ένωσης με τη φύση και το θείο.
Η φύση δεν είναι απλώς φόντο, αλλά συνδημιουργός της μυστικής εμπειρίας.
Ο Όλυμπος, τα ρόμπολα, η δροσιά, τα αγριολούλουδα, λειτουργούν συμβολικά: είναι ο φυσικός τόπος όπου η αγάπη γίνεται ιεροτελεστία, μυσταγωγία. Παράλληλα, η αναφορά στους Ολύμπιους θεούς, τις μούσες, τις νεράιδες, συνδέει τον έρωτα με μια αρχετυπική, σχεδόν κοσμική τάξη.
Το ποίημα μεταφέρει την αίσθηση πως η φυσική παρουσία της αγαπημένης είναι απούσα αλλά έντονα παρούσα στη σκέψη.
Η αφή, η μυρωδιά της πρωινής δροσιάς, τα αγριολούλουδα που μαζεύονται «με το χέρι», δείχνουν έναν σαρκικό, υλικό έρωτα, που όμως μεταστοιχειώνεται σε πνευματική ένωση.
Η γλώσσα είναι ζωντανή, ρέουσα, χειμαρρώδης, με στοιχεία προφορικού λόγου («σου γράφω», «να δεις», «θαρρώ πως θωρώ») και εσωτερικού λυγμού.
Υπάρχουν ποιήματα που δεν μιλούν απλώς για την αγάπη, ανασαίνουν μέσα της. Το ποίημα δεν περιγράφει έναν έρωτα, τον τελεί, τον βιώνει μέσα από τη φύση, τη μνήμη και τη σιωπή, μεταμορφώνοντας τη μοναχική εμπειρία σε κοσμική λειτουργία.
Ο ποιητής δεν στέκεται κάτω από δύο πεύκα , ανεβαίνει στον Όλυμπο, στο αρχετυπικό βουνό των θεών.
Εκεί που γεννιούνται οι νεφέλες, γεννιέται και ο λόγος του.
Η αγάπη του δεν είναι γήινη υπόσχεση, είναι θεϊκή επίκληση, σχεδόν ύμνος, καθώς αναζητά με τις λέξεις του τη μετουσίωση της ερωτικής σκέψης σε παρουσία.
Ο Ρίτσος γράφει:
Ο Ρίτσος γράφει:
«Όταν βραδιάζει, μου κρατάει το χέρι / η απουσία σου». Αυτό το ποίημα ανήκει στην ίδια λογοτεχνική και υπαρξιακή γενεαλογία: ο εραστής είναι μόνος, αλλά όχι εγκαταλελειμμένος. Είναι γεμάτος, γιατί η απουσία της αγαπημένης μετατρέπεται σε πληρότητα μέσα από τη φαντασία και τη μνήμη. Ο έρωτας εδώ δεν είναι ανάγκη για κατοχή, αλλά κίνηση προς την ένωση, η οποία πραγματοποιείται μυστηριακά, όπως ακριβώς στον μύθο. Ο Ελύτης, στον «Ήλιο τον Πρώτο», περιγράφει τη φύση σαν σκηνή του απόλυτου έρωτα: «Μα ήταν ώρα να γίνω θεός».
Και ο ποιητής εδώ, κάτω απ’ τα ρόμπολα, γίνεται «μικρός θεός», ένας ερωτευμένος που μετατρέπεται σε δημιουργό, όπως ο θεός δημιουργεί τον κόσμο από το χάος. Η αγάπη είναι η πιο ανθρώπινη μορφή του θείου και η φύση συμφωνεί: ο ήλιος, τα χρώματα, η μουσική της σιωπής, όλα είναι προς χάριν της ένωσης.
Όμως αυτή η ένωση δεν είναι υλική. Είναι πνευματική ανάταση – πεμπτουσία, όπως την ονομάζει ο ποιητής. Η λέξη «πεμπτουσία» παραπέμπει σε αλχημικό και φιλοσοφικό βάθος, την απόσταξη, το καθαρότερο απόσταγμα της ψυχής. Αυτό χαρίζεται στον Άλλον. Όχι ως ιδιοκτησία, αλλά ως δοτικό θαύμα.
Ακόμη κι ο Καβάφης, σε πολλά του ποιήματα, αναζητά τον έρωτα στο παρελθόν, σε μια μυστηριακή ανάμνηση που γίνεται φαντασμαγορία και ταυτόχρονα αλήθεια. Το ίδιο κάνει κι ο ποιητής του κήπου με τα ρόμπολα: γράφει για να δείξει πως ο μύθος της αγάπης είναι αληθινός.
Και πράγματι, ο έρωτας είναι ο μόνος μύθος που δεν χρειάζεται απόδειξη. Αρκεί να τον ζήσεις στο ύψος των λέξεων, στον ίσκιο των δέντρων, στην κορυφή του Όλυμπου, όπου οι θεοί δεν απαιτούν θυσίες, παρά μόνο την αλήθεια της καρδιάς.
Το ποίημα «Ο Κήπος με τα Ρόμπολα» είναι ένας ύμνος στη δυνατότητα της ποίησης να ανασυνθέτει τον κόσμο μέσα από τον έρωτα. Να αποδεικνύει πως ο Άλλος μπορεί να είναι παρών ακόμα κι όταν είναι μακριά. Πως η φύση γίνεται τόπος συνάντησης, μνήμης και ελπίδας. Και πως η λέξη μπορεί να φυλάξει την αγάπη εκεί όπου ούτε το σώμα, ούτε ο χρόνος μπορούν να φτάσουν. Γιατί, όπως είπε και ο Σεφέρης:
«Όπου κι αν ταξιδέψω, η Ελλάδα με πληγώνει. Και ο ποιητής του Ολύμπιου κήπου θα έλεγε: «Όπου κι αν κοιτάξω, εσύ με καίεις».
Και ο ποιητής εδώ, κάτω απ’ τα ρόμπολα, γίνεται «μικρός θεός», ένας ερωτευμένος που μετατρέπεται σε δημιουργό, όπως ο θεός δημιουργεί τον κόσμο από το χάος. Η αγάπη είναι η πιο ανθρώπινη μορφή του θείου και η φύση συμφωνεί: ο ήλιος, τα χρώματα, η μουσική της σιωπής, όλα είναι προς χάριν της ένωσης.
Όμως αυτή η ένωση δεν είναι υλική. Είναι πνευματική ανάταση – πεμπτουσία, όπως την ονομάζει ο ποιητής. Η λέξη «πεμπτουσία» παραπέμπει σε αλχημικό και φιλοσοφικό βάθος, την απόσταξη, το καθαρότερο απόσταγμα της ψυχής. Αυτό χαρίζεται στον Άλλον. Όχι ως ιδιοκτησία, αλλά ως δοτικό θαύμα.
Ακόμη κι ο Καβάφης, σε πολλά του ποιήματα, αναζητά τον έρωτα στο παρελθόν, σε μια μυστηριακή ανάμνηση που γίνεται φαντασμαγορία και ταυτόχρονα αλήθεια. Το ίδιο κάνει κι ο ποιητής του κήπου με τα ρόμπολα: γράφει για να δείξει πως ο μύθος της αγάπης είναι αληθινός.
Και πράγματι, ο έρωτας είναι ο μόνος μύθος που δεν χρειάζεται απόδειξη. Αρκεί να τον ζήσεις στο ύψος των λέξεων, στον ίσκιο των δέντρων, στην κορυφή του Όλυμπου, όπου οι θεοί δεν απαιτούν θυσίες, παρά μόνο την αλήθεια της καρδιάς.
Το ποίημα «Ο Κήπος με τα Ρόμπολα» είναι ένας ύμνος στη δυνατότητα της ποίησης να ανασυνθέτει τον κόσμο μέσα από τον έρωτα. Να αποδεικνύει πως ο Άλλος μπορεί να είναι παρών ακόμα κι όταν είναι μακριά. Πως η φύση γίνεται τόπος συνάντησης, μνήμης και ελπίδας. Και πως η λέξη μπορεί να φυλάξει την αγάπη εκεί όπου ούτε το σώμα, ούτε ο χρόνος μπορούν να φτάσουν. Γιατί, όπως είπε και ο Σεφέρης:
«Όπου κι αν ταξιδέψω, η Ελλάδα με πληγώνει. Και ο ποιητής του Ολύμπιου κήπου θα έλεγε: «Όπου κι αν κοιτάξω, εσύ με καίεις».
Ο κήπος με τα ρόμπολα
Έκατσα να ξαποστάσω
κάτω από δυό πεύκα, ρόμπολα
ψηλά στον Όλυμπο εκεί που γεννιούνται οι νεφέλες ,
για να σου γράψω αγναντεύοντας τον κόσμο από ψηλά
σα μικρός θεός
αρχαίος
μαζί με τους Ολύμπιους ,
στους κήπους με τα ρόμπολα
έξω από τα παλάτια των θεών με τα παγώνια να καμαρώνουν,
τις μούσες να σιγανοτραγουδούν και τις νεράιδες να χορεύουν!
Τη μορφή σου θαρρώ πως θωρώ
στο απέραντο το πέλαγος
το γαλάζιο, εκεί που κατεβαίνει ο ουρανός και σμίγει
…Γράφω πως νοιώθω για σένα
με λέξεις
σαν αγριολούλουδα μαζεμένα με το χέρι
για σένα
πάνω στη μυρωδιά της γης ,από την πρωινή δροσιά
-πριν τη στεγνώσει ο ήλιος , σε λίγο μεσημέρι-
Σου γράφω, για να μοιραστώ μαζί σου
την ευτυχία
της μουσικής σιωπής
τα χρώματα της φύσης
τη θέρμη που ολόγυρα και αργά –αργά σε ψάχνει
τώρα που η γαλήνη
έβγαλε από μέσα μου βαθιά, όλη μου την αγάπη!
Πιο δυνατή ,πιο αληθινή
μέσα από την ψυχή μου , σαν
ανάσα των θεών εδώ τριγύρω.
Σου γράφω , να δεις ο μύθος της αγάπης
πως είναι αληθινός …
Γιατί για αγάπη είμαστε πλασμένοι
και όλη η φύση γύρω μου
στα αλήθεια συμφωνεί…
Εραστές
στους κήπους με τα ρόμπολα
να συναντηθούμε
γιατί καίει για σένα ο πόθος μου, σαν τον ήλιο που ήδη πλησιάζει…
Η πεμπτουσία της αγάπης , αυτή η ανάταση η ξαφνική σου ανήκει
κι ας είσαι μακριά .
Eίσαι η σκέψη μου και είσαι εδώ μαζί μου,
μικρό μου αγριολούλουδο…