Σε έναν κόσμο αποξένωσης και ψυχικής μοναξιάς, οι ήρωες της παράστασης στέκονται γυμνοί μπροστά στον καθρέπτη τους — κυριολεκτικό ή συμβολικό — και αναζητούν την αυθεντική τους ταυτότητα.
Η σιωπή τους δεν είναι κενή, αλλά βαθιά εύγλωττη: φωνάζει την ανάγκη για αυτογνωσία- ιδιαίτερα του Κατερινιώτη ηθοποιού, κ.Δημήτριου Μπικηρόπουλου.
Ο καθρέπτης δεν είναι απλώς σκηνικό αντικείμενο, αλλά δραματουργικό εργαλείο που συμβολίζει τον εσωτερικό διάλογο, την ενδοσκόπηση, τη ρωγμή ανάμεσα στο «είναι» και το «φαίνεσθαι». Είναι το μέσο με το οποίο ξεγυμνώνεται η ψευδαίσθηση.Εξαιρετικές οι παύσεις και οι χειροπιαστές κινήσεις της.κ. Β.Δήμογλου .
Ο καθρέπτης δεν είναι απλώς σκηνικό αντικείμενο, αλλά δραματουργικό εργαλείο που συμβολίζει τον εσωτερικό διάλογο, την ενδοσκόπηση, τη ρωγμή ανάμεσα στο «είναι» και το «φαίνεσθαι». Είναι το μέσο με το οποίο ξεγυμνώνεται η ψευδαίσθηση.Εξαιρετικές οι παύσεις και οι χειροπιαστές κινήσεις της.κ. Β.Δήμογλου .
Μέσα από λιτές αλλά φορτισμένες σκηνές σιωπής, η παράσταση μας προσκαλεί να στρέψουμε το βλέμμα από έξω προς τα μέσα, να αντιμετωπίσουμε τα δικά μας είδωλα — τις προβολές, τους φόβους, τις προσποιήσεις που φοράμε στην καθημερινότητα, τις "περσόνες" και τα λογής προσωπεία- λεπτά ευρηματική ή σκηνοθετική ματιά του κ. Σ. Παρχαρίδη.
Η αστική πραγματικότητα που απεικονίζεται είναι ψυχρή, σχεδόν αποπνικτική. Κι όμως, μέσα στην παγωνιά της αποξένωσης, οι στιγμές αυτογνωσίας μοιάζουν λυτρωτικές, σαν αναλαμπές αλήθειας που διεκδικούν χώρο στην ύπαρξη.
Το έργο θέτει ένα βασανιστικό, αλλά επίκαιρο ερώτημα:
Ποιοι είμαστε όταν δεν μας βλέπει κανείς;
Ποια κομμάτια μας παραμένουν αληθινά όταν σβήνουν τα φώτα της σκηνής του κόσμου κ.Θεοχαρη Μπικηρόπουλε"