4.5.25

ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΑΓΡΙΑΣ ΟΡΧΙΔΕΑΣ...Γράφει ο Σταμάτης Παγανόπουλος*

Η άγρια ορχιδέα είναι μια κόρη της φύσης, αυτάρκης, ανθεκτική, απλή και γαλήνια στην απέραντη ομορφιά της. Δεν διεκδικεί, δεν επιθυμεί να επιδειχθεί. Δύναμή της η ήρεμη βεβαιότητα της ύπαρξής της. Ανθίζει πέρα από την τάξη των ανθρώπινων νόμων, στον άχρονο ρυθμό της Μάνας Γης.Η παρουσία της δεν είναι απλώς εικόνα,είναι σιωπηλή αποκάλυψη. Η πληρότητά της δεν ζητά επιδοκιμασία.Είναι εδώ, στο Παρόν ,δεν ανήκει στον χρόνο, ούτε στην προσδοκία του μέλλοντος

Οταν το βλέμμα σου πέφτει πάνω της, κάτι αλλάζει. Δεν βλέπεις απλώς ένα άνθος, βλέπεις μια εκδοχή του εαυτού σου. Μιά τέτοια στιγμή, αναγνωρίζεις πως η ύπαρξή σου , όσο μικρή, όσο ασήμαντη κι αν φαίνεται μέσα στην απεραντοσύνη, είναι ένα με το αέναο. Αντιμετωπίζεις το «είμαι» με ειλικρίνεια. Σε αρμονία ,όπως η ορχιδέα,με το σώμα, το φως, το χώμα. Η ορχιδέα ούτε κατακτά ούτε υποκρίνεται.Τα πέταλά της ψιθυρίζουν : μην κυνηγάς την αναγνώριση. Η πληρότητα δεν έρχεται όταν οι άλλοι σε κοιτούν , σε συγκρίνουν ,σε κρίνουν . Έρχεται όταν δεις εσύ τον εαυτό σου. Όχι όπως θέλουν οι άλλοι, αλλά όπως γεννήθηκες να είσαι. Γιατί η αξία δεν κατοικεί σε καθρέφτες .Μικρή η ζωή, φευγαλέα, μα γεμάτη αλήθεια, όταν δεν ζητιανεύει νόημα..

Η άγρια ορχιδέα ζει με ό,τι της δίνεται — ήλιος, γη, βροχή. Δεν της χαρίζεται τίποτα, μα και τίποτα δεν της λείπει. Η δυσκολία δεν τη λυγίζει. Αντίθετα, την κάνει μοναδική. Από εκεί, από τον αγώνα, γεννιέται η χάρη της. Και σ’ αυτή την αποδοχή — σιωπηλή, ακέραιη — καθρεφτιζόμαστε.Δεν ζητά τίποτα. Δεν χρειάζεται επευφημία. Υπάρχει επειδή είναι. Και έτσι μας διδάσκει : να ζούμε χωρίς μεταμφιέσεις, να υπάρχουμε χωρίς φόβο. Την ομορφιά ,μας λέει, δεν θα την βρείς στην πρόθεση να γίνεις κάτι άλλο, αλλά στην τόλμη να είσαι αυτό που είσαι. Και να ανθίζεις , όπως εκείνη, στον χώρο που σε τρέφει,εκεί που αισθάνεσαι ότι είσαι ζωντανός.  


Στο φως που λιγοστεύει, όταν ο ουρανός αγγίζει τη σιωπή των βουνών, η ορχιδέα φτάνει στην κορύφωσή της. Δεν είναι πια άνθος. Είναι αποκάλυψη. Ο ταξιδιώτης που τη συναντά — κουρασμένος, ξένος, σιωπηλός — καταλαβαίνει : το ταξίδι του δεν είναι να φτάσει κάπου, αλλά να σταθεί , να παρατηρήσει-όχι απλά να δεί -καί να αναγνωρίσει.

Η ορχιδέα κοιτά τον ουρανό με την καρδιά της. Δεν διεκδικεί θρίαμβο, μα αποκαλύπτει το μόνο που αξίζει : η ζωή, όπως είναι, είναι ένα δώρο. Το νόημα δεν κρύβεται στο αποτέλεσμα, αλλά στο ότι είμαστε ακόμη εδώ,παρόντες.Οταν διαπιστώνεις ότι δεν υπάρχεις ως άνθρωπος , φύση, χρόνος και χώρος. Υπάρχει μονάχα το Είναι. Η ορχιδέα, με την ανυπόκριτη σιωπή της, δείχνει τον δρόμο: η πληρότητα είναι τώρα εδώ ,κι αν δεν τη βρεις εδώ, δεν θα τη βρεις πουθενά,κι αν δεν τη βρείς τώρα δεν θα τη βρείς ποτέ.

Κάποτε, ορειβατώντας στην Οίτη βρήκα μια ορχιδέα, όπως βρίσκεις ένα τραγούδι που είχες ξεχάσει ή μια ανάμνηση που δεν θυμόσουν πως έχεις ζήσει. Δεν διάλεξε το μικρό λειβαδάκι που ρίζωσε και άνθισε. Ήταν όμορφη όπως είναι τα πράγματα που δεν προσπαθούν να γίνουν τίποτα άλλο παρά αυτό που είναι. Δεν την έκοψα, γιατί λέγεται ότι όποιος κόβει αγριολούλουδα των βουνών είναι ίδιος δολοφόνος. Στην επιστροφή το βράδυ την είδα σχεδόν μαραμένη, όπως μαραίνονται οι λέξεις όταν δεν λέγονται. Δεν πέθανε, αποσύρθηκε,γιατί την καταπόνησε η προσπάθειά της να αναδείξει την ομορφιά των χρωμάτων της στο φως. Τότε ήταν που ταυτίστηκε μαζί της ένα κομμάτι από εμένα που δεν ήξερα ότι υπήρχε. Δεν υπήρξε ποτέ δική μου. Κανείς δεν ανήκει σε κανέναν. Ό,τι αληθινό περνάει από εμάς, μένει καί μας αλλάζει.

Στο διάβα του χρόνου , άρχισα να την βλέπω παντού. Στους ανθρώπους που στέκονταν σιωπηλοί στις στάσεις των λεωφορείων. Στις ρωγμές των πεζοδρομίων. Στο πρόσωπό μου, όταν ξυπνούσα καί προσπαθούσα να δώ στον καθρέφτη ποιός είμαι . Η ορχιδέα είχε μεταμορφωθεί — όχι σε ανάμνηση, αλλά σε παρουσία της απουσίας της. Έγινε μνήμη χωρίς εικόνα, θραύσμα που διατηρεί το σύνολο χωρίς να το δείχνει.

Κατάλαβα τότε πως δεν αντέχουμε το άχρονο. Ζούμε κυνηγώντας επαναλήψεις, προσπαθώντας να ξαναβρούμε την πρώτη φορά, μα κάθε άνθιση είναι μοναδική. Η ορχιδέα που είδα δεν θα υπάρξει ξανά, ούτε εγώ που την είδα είμαι ο ίδιος. Ο χρόνος δεν επιστρέφει, μας επιστρέφει στον εαυτό μας. Με κάθε φθορά, με κάθε λήθη.

Κι ίσως αυτό είναι το δώρο της: ότι περνά. Ότι φεύγει. Μας μαθαίνει να αγαπάμε χωρίς ιδιοκτησία, να θυμόμαστε χωρίς να χρειαζόμαστε πνευματική βακτηρία, να ζούμε χωρίς να φοβόμαστε το τέλος. Γιατί η ομορφιά της, όπως και η ύπαρξή μας, δεν είναι στον χρόνο που διαρκεί, αλλά στη στιγμή που αποτυπώνεται.

Η άγρια ορχιδέα δεν πέθανε. Επιστρέφει πολλές φορές σε μένα σιωπηλά. Την αναγνωρίζω, γιατί η σιωπή της είναι πιο γεμάτη από οποιονδήποτε ήχο. Κάθε φορά που ψάχνω μέσα μου, νιώθω τη ρίζα της να κινείται . Την νοσταλγώ όπως την είδα. Μικρή, απαρατήρητη, ριζωμένη στο λειβαδάκι, όταν δεν υποσχόταν τίποτα. Δεν χάθηκε ,άνθησε κι έμεινε αμάραντη μέσα μου. Έτσι, αν μπορώ να της μιλώ, δεν είναι από πίστη, είναι από ανάγκη. Επειδή κουράστηκα να ζητώ απαντήσεις από τον κόσμο και να παίρνω σιωπή. Είμαι κουρασμένος από τα ονόματα που φόρεσα, από τις μορφές που φόρεσα, από τη διαρκή απόδειξη της αξίας μου. Εσύ μικρή μου αγαπημένη δεν απέδειξες τίποτα. Δίδαξέ με να υπάρχω να καθρεφτίζομαι στον καθρέφτη το πρωί καί να βλέπω αυτό που είμαι. Να στέκομαι στο φως όπως τα φύλλα σου δέχονται την αυγή, χωρίς άμυνα. Να αφήσω πίσω την ανάγκη να είμαι κάτι για κάποιον. Να γίνω σιωπή, όχι ως φυγή, αλλά ως αποδοχή. Αν μπορούσα να ζητήσω κάτι από σένα, θα ήταν αυτό: Δώσε μου τη δύναμη να προσπαθήσω, να φτάσω, να αποδεχτώ τον εαυτό μου όπως είναι . Δώσε μου το θάρρος να ανθίσω και να μαραθώ, και να πω «ναι» και στα δύο. Δώσε μου το χάρισμα να μην έχω ανάγκη να σωθώ. Δεν ξέρω αν υπάρχει θεός. Δεν ξέρω αν υπάρχει αιωνιότητα. Ξέρω μόνο πως σε είδα. Και για μια στιγμή, πίστεψα. Όχι σε κάτι, αλλά στο είναι. Στο τώρα. Σ’ εμένα που αγκάλιασε την ομορφια με το βλέμμα του.

Τη νύχτα, όταν όλα υποχωρούν, το φως δεν έχει ανάγκη να εξηγηθεί ,ε[ιδιώκει μόνο να παραμείνει. Σ’ ένα ξέφωτο του νου, εκεί όπου η σκέψη παύει να μιλά και αρχίζει να θυμάται, σε βλέπω ξανά. Όχι πια σαν άνθος. Αλλά σαν ανάσα μέσα μου. Είσαι εκεί ακόμη καί όταν έχω πάψει να σε ζητώ. Όταν νοιάζομαι να ζήσω το ξημέρωμα. Είσαι εκεί — σαν μια εσωτερική γαλήνη που δεν χρειάζεται όνομα, μιά ισορροπία που γεννιέται από τη συνύπαρξη με το εύθραυστο. Σ' ευχαριστώ που μ' έμαθες να είμαι : Σώμα που έμαθε να πονά και δεν το φοβάται, το βλέμμα που δεν αναζητά πια να αιχμαλωτίσει ,η ψυχή που δεν έχει ανάγκη να διαλέξει ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι. Ήρθες τη στιγμή που ένιωθα εγκαταλειμμένος . Μα εσύ ήσουν εκεί. Κι εγώ, στο φως σου, δεν ένιωσα μικρός. Ένιωσα πλήρης χωρίς αιτία. Σαν νερό πάνω σε πέτρα που αρνιέται να γίνει σύννεφο , σαν σκιά που δεν φοβάται την απουσία, σαν φλόγα που δεν τρεμοπαίζει πιά. Κι αν υπάρχει λύτρωση, είναι αυτή: να αντέχεις τη σιωπή χωρίς να σπάσεις. Να πέφτεις στο χώμα και να ξέρεις ότι κάποτε θα ανθίσεις. Να ζεις — όχι επειδή πρέπει, αλλά επειδή είναι όμορφο να ζεις.

Σ-Ι.Χ.Π

* (Ενα κείμενο προϊόν αυτόματης γραφής καί ολίγον... σουρεαλιστικό, για το φίλο Λευτέρη Κηπόπουλο, τον κυνηγό της ομορφιάς των λουλουδιών και των πουλιών του Ολύμπου)

* φωτογραφίες Λευτέρη Κηπόπουλου