Ήταν μιά Εξαρχία του Αγίου Όρους ,
τρείς Ηγούμενοι, τρία αυτοκίνητα, από την Ουρανούπολη κινήσαμε, Φλεβάρης καιρός,
κρύο μα ηλιόλουστος, πρώτη φορά ταξίδευα για την Πόλη, των Πόλεων την Πόλη, η Θράκη πρώτα, κάμπος εύφορος, ο παινεμένος μπαξές της Πόλης, δεξιά μας η Θάλασσα του Μαρμαρά, στραφταλίζει ,
κι ο Ιάσωνας με την Αργώ διαπλέει,
για τον Πόντο τον Εύξεινο για το χρυσόμαλλο δέρας, ένα καφέ στην Ραιδεστό, στο γιαλό, αρχοντική, κι ύστερα η Ηράκλεια, η Σηλύβρια,
να φτάσαμε, από την παλιά οδό , την παραθαλασσία, ένα σφίξιμο στην ψυχή, μίξις αισθημάτων,
η Πόλη του Κωνσταντίνου, συγκίνηση ,
η μήτρα της Ρωμιοσύνης,
του Γένους των Ρωμιών η πολυχιλιόχρονη μήτρα,
να, μπροστά μας τα Θεοδοσιανά τείχη, η τάφρος,
το Επταπύργιον, στη γωνιά , σύνδεσμος με το Θαλάσσιον τείχος, θέλοντας και μή το μυαλό τρέχει σε αλλοτινούς καιρούς, πόσους αντέκρουσε, Πέρσες και Άραβες, Ρώσσους, Σλάβους και Τούρκους, μάχες αιματοβαμμένες και πολύνεκρες, γιουρούσια επιτιθεμένων αλλοπίστων και ηρωικές άμυνες, πώς να σφίγγεται το στομάχι, μα να , γιαλό - γιαλό οδεύουμε , εις αναψυχήν τον τρούλο της Αγιά Κυριακής πρωτοείδαμε στο Κοντοσκάλι, κι ύστερα, του Πολιτισμού τεκμήριο, την Μικρή Αγιά Σοφιά, τον κάλλιστο Ναό Σεργίου και Βάκχου, άλλος Τρόπος, άλλος Πολιτισμός , της συγκατάβασης, ο κλίνας τη καταβάσει τους ουρανούς, μαγική η θέα στα χρώματα του εσπερινού η Προποντίδα ασημίζει, βαπόρια πάνε κι έρχονται, η Αργώ άνοιξε τον δρόμο, κι ύστερα ο Εύξεινος Πόντος αποικίστηκε, κάθε Ελληνίς πόλη και μιά αποικία , γένηκε μιά ακόμη Ελλάδα , στην ακτές της Παφλαγονίας και του Πόντου, της Ιβηρίας και του Καυκάσου, στις ακτές της Ταυρικής , στις όχτες του Δούναβη , του Δνείπειρο και του Δνείστερου, πλούσιοι τόποι , εύφοροι κάμποι, ξανοιχτήκαν οι Έλληνες στο εμπόριο, ο Προμηθέας βρέθηκε στον Καύκασο, η Ιφιγένεια στην Κριμαία, Χριστέ μου , τι τόποι, να και ο Βόσπορος σε συνάντηση με τον Κεράτιο,
θάμβος τοις οφθαλμοίς ημών ,
καθηλωτικό θέαμα , εξαίσιο,
ο της του Θεού Σοφίας Ναός,
του άλλου Τρόπου η συμπύκνωση,
η Μεγάλη Εκκλησία,
όπου η ενσάρκωση του Λόγου βιώνεται,
η θεολογία ζυμώνεται με την αρχιτεκτονική,
ο λόγος πλάθει το κορασάνι και τους πλίνθους,
η αρχιτεκτονική κυβίζει το δόγμα,
λίθοι και πλίνθοι, μάρμαρα συναγμένα
από της γής τα πέρατα, ότι
Αυτός ενετείλατο και εκτίστθησαν,
κάθε λογής τεχνίτες, οι άριστοι,
σε τούτη την απόπειρα έκφρασης,
πώς αλλοιώς να εκφραστεί ο Τρόπος,
τούτος ο νέος Τρόπος ,
Σημειωθήτω εφ’ ημάς το Φώς του προσώπου Σου,
να , κι είναι για να σημειωθεί το Φώς,
μαστόροι και μηχανικοί, πετράδες και ξυλουργοί,
λιθοξόοι και μαρμαρογλύπτες, χρυσοχόοι και μολυβδοσκεπατζήδες, ντουγραματζήδες και ταλιαδώροι, ζωγράφοι και σιδεράδες,
της ψηφίδας οι πρωτοστάτες,
με μέλι ζυμώνουν τη γής , πηλό να φτιάξουν,
υπέρ μέλι και κηρίον,
δεν απομείναν στην απόπειρα, όχι,
την Έκφραση στόχευσαν και πέτυχαν,
του Χριστού, της Σοφίας του Θεού ο Ναός,
μας καθήλωσε,
Ναι μα , πρώτα στο Φανάρι,
να πάρουμε ευχή από τον Πρώτο του Γένους,
μας περίμεναν,
κερί ανάψαμε στον Άη Γιώργη,
στον Ναό που στεγάζει
την εν Αιχμαλωσία Μεγάλη Εκκλησία,
διηγώντας τα να κλαίς,
στο Συνοδικό του Πατριαρχείου ο Παππούς
ευλογών υποδέχεται,
πατρική η έγνοια,
η απλότητα της Αρχοντιάς της Κωνσταντινουπολίτικης,
ή μήπως , η Αρχοντιά της απλότητας
της Φαναριώτικης,
η έγνοια της φιλοξενίας, τα διαδικαστικά,
οι διευθετήσεις, ο καφές, το γλυκό του κουταλιού ,
το λικέρ,
αισθάνεσαι το περίσσευμα της καρδίας,
το σέβας και την αγάπη των Αγιορειτών στην Μάννα , την Μητέρα Εκκλησία,
και αντίστοιχα την αντιδώριση στο Αγιονόρος
της αγάπης της Πατρικής ομού με το σέβας στην χιλιόχρονη διαδρομή του Αθωνικού Μοναχισμού.
Έτσι κι αλλοιώς, αρχαίοι οι δεσμοί,
από Πόλη και γαρ ξεκίνησε τότες, καθώς έφθινε η πρώτη μετά Χριστόν χιλιετία,, ο φημισμένος Τραπεζούντιος διδάσκαλος, ο Αθανάσιος, πρώτος γενόμενος κτίτωρ και δομήτωρ της Λαύρας
στον Ακράθω, εξαίρετος ών φίλος του κλεινού Αυτοκράτορα Νικηφόρου του Φωκά, ο οποίος αφού νικηφόρος επέστρεψε απελευθερώνοντας την Κρήτη και την Κύπρο από τους Σαρακηνούς, αντί , όπως σχεδίαζε, να αγιάσει εν μετανοία στην Λαύρα του Οσίου Αθανασίου, βρήκε τραγικό θάνατο από το δόλιο χέρι του εραστή της γυναίκας του, του Ιωάννη Τσιμισκή .
Ξημερώνοντας ο Θεός την επομένη, λίγη ομίχλη κι υγρασία το πρωί, έλαμψε μετά λαμπρός ένας ήλιος του Φλεβάρη, φώτισε ο τόπος , η Μικρασία , η Χαλκηδόνα και τα Πριγκιποννήσια, αύριο θα προσκυνήσουμε εκεί, κινήσαμε πεζή γιά το μέγιστο προσκύνημα , την Αγιά Σοφιά !
Προσπάθησαν οι κακορίζικοι , αιώνες προσπαθούν , αντιγράφοντας το Κάλλος, μιμούμενοι τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, χρησιμοποιώντας ίδια υλικά, κοπίασαν εις μάτην , όχι να ξεπεράσουν, ούτε κάν ποτέ μπόρεσαν να ζυγώσουν
τούτον τον Άλλο Τρόπο ,
τι να κάνουν ,
οι κατακτητές προσκύνησαν ,
ούτε το όνομα δυνήθηκαν ποτέ να αλλάξουν,
ταπεινώνονται να χρησιμοποιούν ως τζαμί
την Αγιά Σοφιά ,
τι σύνδρομο ψυχιατρικής και τούτο,
ναί ! Αγιά Σοφία εις τους αιώνες ,
του Χριστού η Μεγάλη Εκκλησία,
της συγκατάβασης ο Τρόπος,
Οδόν ημίν δεικνύουσα σωτηρίας,
δέος και θάμβος,
φόβος και χαρά ,
έκπληξη και έκσταση,
κατάνυξη και σιωπή,
περηφάνεια και ταπείνωση,
φουσκώνει η ψυχή ,
«Κύριε, καλόν εστίν ημάς ώδε είναι»,
που να πάμε ,
Όρος Θαβώρ, μεταμορφώσεως Τόπος,
σταθήκαμε μπροστά στην Δέηση,
στο υπερώον του Ναού ,
Ο Χριστός , στην κορύφωση της αγιογραφίας,
με ταπεινούς λίθους, αριστούργημα αξεπέραστο
της εικονογραφίας , ο Λόγος Σάρξ εγένετο
και εσκήνωσεν εν ημίν, δίπλα η Άχραντος ,
η Παναγιά δέεται κι ο Τίμιος Πρόδρομος ,
τι βίωμα , η τέχνη που επιχειρεί να αποτυπώσει
με χοϊκά υλικά τον Νηπιάσαντα ,
θεολογία με ψηφίδες ,
άλλης τάξης συγκλονισμός,
κινηθήκαμε αργά, αποσβολωμένοι,
τούτο το φώς, τι φώς,
φώς από τα παραθύρια του τρούλου,
ποιήσωμεν τρείς σκηνάς,
μίαν Συ, μίαν Μωϋσή και μίαν Ηλία,
λευκά ως το φώς τα ιμάτιά Του,
Λειτουργία μυστική ή τάχα προσκύνημα,
λένε οι ξεναγοί , ανθρώποι πολλοί ,
ο μέτοχος του ξένου βιώματος,
ο εραστής του άλλου Κάλλους,
τούτος αξιώνεται να ξεκλειδώσει το θαύμα,
πέρασε ώρα, γιατί να φύγουμε , που να πάμε,
πέρασαν ώρες, το θάμβος δειπνεί χώρο στην λογική,
η λογική από το παραπόρτι βάζει μέσα την ιστορία,
Ιουστινιανός και εξέγερση του Νίκα , Βασίλειος και Κωνσταντίνος Μονομάχος , Κομνηνοί και Παλαιολόγοι, ο Χρυσόστομος κι ο Γρηγόριος, ο Φώτιος κι ο Κάλλιστος, ποιός πρώτα, χιλιετία όλη μεγαλείου , αυτοκρατορική κι ύστερα ο Μεχμέτης κι ο Γεννάδιος, ταπειπνωση κι αιχμαλωσία,
η Αγιά Σοφιά εδώ ,
του Χριστού ο Κάλλιστος Ναός ,
οδεύσαμε προς τα αυτοκίνητα,
για γεύμα προσκεκλημένοι Πατριαρχικό,
Πατέρες , ο Γέροντας λείπει ,
με αγωνία μας ανακοινώνει πένας της συνοδείας,
ο ένας από τους τρείς Ηγουμένους,
πουθενά γύρω μας ,
επιστρέφω στον Ναό , τον είχα ειδεί τελευταία φορά μπροστά στην Δέηση , στο υπερώον,
εκεί όπου το πάλαι συνεδρίαζε η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου,
λές, αναρωτήθηκα μέσα μου, λές,
ανέβηκα δρομέως από την δίοδο της βορείας πλευράς, όπως τότες ανέβαινε με το αμαξίδιό
της η Αυτοκράτειρα, πέρασα στο νότιο κλιτός
του υπερώου όπου η αξεπέραστη Δέηση ,
της καλλιτεχνίας και της έκστασης ποίημα,
Νάτος , ήταν εκεί,
όρθιος , εκεί που τον είχα ιδεί πρίν από δυό ώρες,
με τα μάτια στο πρόσωπο της Θείας Μορφής ,
«εν αρχή ήν ο Λόγος και ο Λόγος ήν προς τον Θεόν και Θεός ήν ο Λόγος»,
καθηλωμένος τούτος , εκεί,
με την φωτογραφική μηχανή κρεμασμένη
στην πλάτη του,
προσηλωμένος στην ενθάδε ωραιότητα ,
ούτε που είχε αντιληφθεί ότι φύγαμε,
ούτε που είχε νιώσει την ώρα που κύλησε,
ούτε που τον ενόχλησαν οι τουρίστες που αδιάκριτα κινούνταν στον χώρο και φωνασκούσαν,
άραγε το ενδάθε Κάλλος
ή μήπως την εκείσε μακαριότητα απολάμβανε,
τις οίδεν,
Γέροντα,
του είπα πλησιάζοντας ,
αδιάκριτος εγώ,
Γέροντα σας αναζητούν,
φεύγουμε ,
Γύρισε και με κοίταξε ,
ιλαρόν το πρόσωπον,
ιλαρόν το βλέμμα ,
πού να ήταν ,
άραγες,
που περιπόλευε,
Ναί , ναί , καθυστέρησα ,
σας καθυστέρησα,
πάμε,
κι ύστερα,
το είδες,
με ρώτησε ,
το είδες ;
Ποιό, Γέροντα ;
Το είδες,
πώς ,
τι βίωμα ,
Χριστέ μου,
το Φώς του Προσώπου Σου,
πως το αποτύπωσαν !
Πάμε ,
αργήσαμε , ε ! ,
μας περιμένουν !
Στου Μπαμπατζίμ θα φάμε, στο Ταξίμ,
το ‘χει Ρωμιός το εστιατόριο,
στην αυλή της Αγιά Τριάδας,
της Ρωμιοσύνης της Πόλης
την περιφανέστερη τώρα
εκκλησία !