Δεν απέμειναν παρά δύο μόλις μήνες μέχρι να λήξει η θητεία της νυν Προέδρου της Δημοκρατίας (ΠτΔ), κ. Κατερίνας Σακελλαροπούλου, αλλά η συζήτηση
Και τούτο διότι, ούτως ή άλλως, η εκλογή του ΠτΔ συνιστά per se κορυφαίο σημείο αναφοράς της πολιτικής ζωής του τόπου και γεγονός που καταγράφει η εθνική ιστορία. Ο ανώτατος πολιτειακός θεσμός, όπως είθισται να λέγεται, συνδέεται άρρηκτα και συστημικά με την ιστορική κατοχύρωση της δημοκρατίας στη χώρα και με τις λεγόμενες οργανωτικές βάσεις του πολιτεύματος. Και έτσι, σήμερα, ο ΠτΔ εκλαμβάνεται, κατά την ελληνική πολιτειολογία, ως θεμελιώδες συστατικό και προαπαιτούμενο του συνταγματικού κράτους αλλά και ως προσδιοριστικός παράγων της ονομασίας, τυπολογίας και θεσμικής φύσης του πολιτεύματός μας, δηλαδή της ‘‘Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας’’.
Μάλιστα, το γεγονός ότι το εν λόγω ανώτατο αξίωμα είναι αιρετό, ήτοι το ότι ο ΠτΔ προκύπτει κατόπιν εκλογής του από τη Βουλή, δεν επιβεβαιώνει μόνο και ολοκληρώνει εμφατικά τη λειτουργία της δημοκρατικής αρχής, αλλά, επιπλέον, φέρει σε πλήρη συστοιχία τον θεσμό με το αντιπροσωπευτικό σύστημα: Ο λαός εκλέγει τη Βουλή και η Βουλή, αντιπροσωπεύοντας τον λαό σε δεδομένη ιστορικο-πολιτική συγκυρία, εκλέγει και τον αρχηγό του κράτους, ο οποίος έτσι, με έμμεσο πλην διαδικαστικά σαφή και κυρίως συμβολικά σημαίνοντα τρόπο, καθίσταται ‘‘προϊόν’’ και εκφραστής συνάμα της λαϊκής κυριαρχίας.
Ο ‘‘τύπος’’ του θεσμού, εκπεφρασμένος και νομικο-πολιτικά αποκρυσταλλωμένος στο ίδιο το Σύνταγμα (άρθρα 30-50), είναι εξέχουσας φύσης. Ο ΠτΔ είναι, λοιπόν, τυπολογικά, ο αρχηγός του κράτους και η κεφαλή των ενόπλων δυνάμεων και εκπροσωπεί, ως διεθνής παραστάτης, τη χώρα. Κυρίως όμως, αποτελεί, σύμφωνα με το γράμμα του Συντάγματος, τον ‘‘ρυθμιστή του πολιτεύματος’’, καθώς κατά την ιστορική σύλληψη του συντακτικού νομοθέτη, ‘‘ενσαρκώνει’’ και εκφράζει την εθνική ενότητα και συνέχεια.
Ωστόσο, το δεσμευτικό τυπολογικό πλαίσιο της πολιτειακής λειτουργίας του συμπυκνώνεται και περιορίζεται από το ‘‘τεκμήριο της αρμοδιότητάς’’ του. Ο ΠτΔ δεν έχει άλλες αρμοδιότητες παρά μόνο όσες του απονέμουν ρητά το Σύνταγμα και οι νόμοι που είναι σύμφωνοι με αυτό. Κάθε δε πράξη του ισχύει και εκτελείται μόνο με την προσυπογραφή του αρμοδίου Υπουργού.
Συνεπώς, δεν είναι λίγοι, και δη όχι άσχετοι, αυτοί που υποστηρίζουν ότι στον ‘‘πολιτειακά απονευρωμένο’’ θεσμό απέμειναν μόνο ονομαστικές αρμοδιότητες και τίποτα παραπάνω. Οι αρμοδιότητες του ΠτΔ, βέβαια, απετέλεσαν αντικείμενο, αποκλειστικό μάλιστα, της περίφημης συνταγματικής αναθεώρησης του 1986, κατά την οποία, κατ’ επιλογή της τότε αναθεωρητικής Βουλής και βασικά της τότε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, ‘‘ενταφιάστηκε’’ ιστορικά, και δη οριστικά, κάθε ουσιαστικού χαρακτήρα αρμοδιότητα του ‘‘ανώτατου πολιτειακού άρχοντα’’.
Οι βασικές, λοιπόν, πολιτικού χαρακτήρα παρεμβατικές αρμοδιότητες του ΠτΔ στη λειτουργία του πολιτεύματος που καταργήθηκαν το 1986 ήταν η δυνατότητά του να προβαίνει σε διάλυση της Βουλής, ανεξαρτήτως της βούλησης της εκλεγμένης κυβέρνησης, αν διαπίστωνε ‘‘δυσαρμονία προς το λαϊκό αίσθημα’’, αλλά και το προνόμιό του να παρεμβαίνει στη διαδικασία διορισμού του Πρωθυπουργού, κατά παράβαση της αρχής της δεδηλωμένης, όπως, επίσης, και η δυνατότητά του να προκηρύσσει δημοψήφισμα με αποκλειστικά δική του, ανέλεγκτη πρωτοβουλία.
Συνεπαγωγικά, σε ένα δεύτερο επίπεδο, δηλαδή το επίπεδο το ουσίας που είναι και κρισιμότερο, διότι τούτο πρακτικά συνδέεται με το ‘‘όντως γίγνεσθαι’’ και όχι τόσο με τη θεωρία, η ιστορική πείρα του ελληνικού μεταπολιτευτικού ρου δείχνει ότι ο θεσμός του ΠτΔ, δηλαδή ο, κατά τον ‘‘τύπο’’, ανώτατος πολιτειακός θεσμός, απετέλεσε και de facto κατέστη αντικείμενο ‘‘αντιθεσμικής’’ μεταχείρισης από τους πολιτικούς και τα κόμματα. Από την ίδια την ελληνική πολιτική ιστορία ‘‘παράγεται’’ η εκτίμηση ότι, ανεξαρτήτως της ‘‘συνταγματικής φιοριτούρας’’ για τη σημασία και τη συμβολική αξία του, ο θεσμός του ΠτΔ έγινε, και όχι σπάνια, ‘‘μοχλός’’, ακόμη και ανίερος, στην προσπάθεια επίτευξης κομματικών σκοπιμοτήτων, ‘‘εργαλείο’’ ανατροπής των πολιτικών συσχετισμών και ‘‘μεθοδολογικό πεδίο’’ εφαρμογής σχεδίων περί εναλλαγής στην εξουσία.
Χωρίς να θέλω να απομακρυνθώ πολύ από το παρόν, επιρρωνύοντας τον παραπάνω ισχυρισμό, θυμίζω ότι η ‘‘πρώτη φορά Αριστερά’’ ήρθε στην Ελλάδα, το 2015, αφού πρώτα ο τότε ηγέτης της και μετέπειτα Πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, δεν ‘‘συνηγόρησε’’ στο πρόσωπο του τότε προταθέντος από την κυβέρνηση Σαμαρά, για το αξίωμα του ΠτΔ, ήτοι του ‘‘δεξιού’’ Σταύρου Δήμα και οδήγησε τη Βουλή σε διάλυση και τη χώρα, αναγκαστικά, σε εκλογές, μετά τις οποίες, έχοντάς τες κερδίσει, ‘‘εξέλεξε’’ για ΠτΔ τον ‘‘δεξιό’’ Προκόπη Παυλόπουλο.
Αλλά και στην τρέχουσα συγκυρία, ο θεσμός είναι φανερό ότι δεν τυγχάνει ‘‘διαφορετικής μεταχείρισης’’ ούτε αξιολογείται υπό αλλιώτικη πολιτική κουλτούρα. Ο νυν Πρωθυπουργός, εδώ και καιρό που έχει ανοίξει, καλώς ή κακώς, η συζήτηση για τον νέο ΠτΔ, φέρεται ‘‘στεγνά’’ και ‘‘στυγνά’’ με κριτήριο, προσωπικά και κομματικά, ωφελιμιστικό και όχι με ‘‘δεοντολογικές αβρότητες’’ που συνάδουν στον συμβολισμό τουλάχιστον του θεσμού: ‘‘Τεστάρει’’ αντιδράσεις για πιθανούς υποψηφίους, ‘‘διαβάζει’’ δημοσκοπήσεις, αφήνει ή ‘‘οδηγεί’’ στο να ‘‘καούν τα χαρτιά’’ ορισμένων, ‘‘διερευνά’’ ανήσυχος τις προθέσεις, ορέξεις και ‘‘ψυχικές ταλαντώσεις’’ της κοινοβουλευτικής ομάδας και του εσωκομματικού του ακροατηρίου και προσπαθεί να προβλέψει τις πιθανές επιπτώσεις της (όποιας) επιλογής του για το πρόσωπο του ΠτΔ στο πολιτικό σκηνικό, δηλαδή στους συσχετισμούς και στη δυναμική του.
Η εκάστοτε, λοιπόν, κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας και το ίδιο το πολιτικό σύστημα της χώρας, χωρίς εξαιρέσεις, ειδικά από το 1986 και μετά, έχουν φερθεί στο ζήτημα της υποψηφιότητας και τελικής επιλογής του ΠτΔ όπως περίπου, τρόπον τινά, ένα (απόλυτο) ‘‘αφεντικό’’ απέναντι σε έναν υποψήφιο ‘‘υπάλληλό’’ του και δη ‘‘υπάλληλο μιας χρήσης’’. Αυτή δε η ‘‘έλλειψη σεβασμού’’ μάλιστα εξώθησε και ορισμένους πολιτειολόγους στο να μην αποκλείουν την ενασχόλησή τους ακόμα και με ερωτήματα που έχουν να κάνουν με την ‘‘τελολογική πολιτική χρεία’’ της ύπαρξης και της συνέχισης της ύπαρξης του ίδιου του θεσμού του ΠτΔ.
Προσωπικά, επί όλων των παραπάνω, με το παρόν κείμενο, επισημαίνω στο εξεταζόμενο ζήτημα, δηλαδή τον τύπο και την ουσία του θεσμού του ΠτΔ, δύο πράγματα:
Κατά πρώτον, η υπαρκτή, φανερή και ιστορικά πλέον πάγια διαφορά ανάμεσα στην τυπολογική εκδοχή του θεσμού και στο πώς αυτός αντιμετωπίζεται στην πολιτική μας πραγματικότητα, η με μια φράση ‘‘διαφορά τύπου και ουσίας’’, δεν είναι ιστορικο-πολιτικά ‘‘παράδοξη’’ ή παντελώς ανεξήγητη. Από τα φοιτητικά μου χρόνια ακόμη, θυμάμαι τον καθηγητή μου στο ΑΠΘ, Ευάγγελο Βενιζέλο, να ομιλεί για έναν ΠτΔ, ‘‘εγκολπωμένο’’ στο ελληνικό Σύνταγμα ως ‘‘θεσμικό κατάλοιπο’’, δηλαδή για έναν θεσμό που απέμεινε στα σύγχρονα κοινοβουλευτικά συστήματα των δημοκρατικών χωρών ως ιστορική ‘‘κληρονομιά’’ της παλαιότερης ευρωπαϊκής θεσμοκρατίας που βάσιζε την πολιτειακή συγκρότηση των κρατών στην ύπαρξη και (απόλυτη) εξουσία του ενός άρχοντα (στη μοναρχία δηλαδή), εξουσία όμως που απαλείφθηκε τελείως με την ‘‘έλευση’’ και τελικά επιβολή της λεγόμενης ‘‘κοινοβουλευτικής δημοκρατίας’’, κατά την οποία, στη θεωρία τουλάχιστον, η εξουσία πηγάζει από τον λαό, υπάρχει για αυτόν και ασκείται από αυτόν.
Ειδικά δε στην Ελλάδα, η άνω αναφερθείσα ‘‘αφαίμαξη’’ των ουσιαστικών αρμοδιοτήτων του ΠτΔ έχει συγκεκριμένες ιστορικές ρίζες και ευανάγνωστες αναγωγές. Μετά την περίοδο 1967-1974, στο πρώτο Σύνταγμα της Μεταπολίτευσης (1975), η ισχυροποίηση των θεσμικών οργάνων ευρύτερης δημοκρατικής βάσης έναντι του, έστω και αιρετού, μονοπρόσωπου πολιτειακού παράγοντα, του ΠτΔ, εκλήφθηκε ως πολιτειακή επιλογή υψίστου συμβολισμού και συλλογική δήλωση αφοσιώσεως στο δημοκρατικό μέλλον της χώρας. Συνεπώς, η ‘‘πολιτειακή συρρίκνωση’’ του θεσμού του ΠτΔ σε ένα αυστηρά τυποποιημένο πλαίσιο μπορεί να ειπωθεί ότι τουλάχιστον δεν υπήρξε δικαιοπολιτικά ‘‘ουρανοκατέβατη’’.
Κατά δεύτερον, όμως, η έστω και ιστορικά ερμηνευόμενη ‘‘συρρίκνωση’’ ενός πολιτειακού θεσμού πρέπει να εκτιμάται, και να μην υποτιμάται καθόλου, στο ευρύτερο περίγραμμα λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το θέμα εδώ είναι τα λεγόμενα ‘‘θεσμικά αντίβαρα’’ (checks and balances) που αποτελούν κριτήριο λειτουργίας της πραγματικής, στη δέουσα μορφή της, δημοκρατίας σε μια χώρα αλλά και ‘‘μετρικό ζύγι’’ του δημοκρατικού βάθους της πολιτειακής της συγκρότησης. Στο ελληνικό Σύνταγμα και στην πολιτική ζωή της χώρας έχει επιλεγεί και καθιερωθεί το ‘‘πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα’’. Επομένως, δεδομένης της ύπαρξης ενός ούτως ή άλλως ‘‘αποδυναμωμένου’’ ΠτΔ, το ζητούμενο είναι το ποιοι θεσμοί εξισορροπούν ή μπορούν να εξισορροπήσουν την (εκάστοτε) πρωθυπουργική παντοδυναμία.
Ομιλούμε, συνεπώς, για την πεμπτουσία της λειτουργίας της ίδιας της Δημοκρατίας, μια που στη χώρα από τις δύο κεντρικές εκφάνσεις ενάσκησης της Πρωθυπουργίας (Πρωθυπουργός ‘‘primus solo’’ και Πρωθυπουργός ‘‘primus inter pares’’) εφαρμόζεται, λόγω των προσωπικοτήτων των Πρωθυπουργών μας και της πολιτικής κουλτούρας που τους διαπνέει, κυρίως η πρώτη, αυτή δηλαδή κατά την οποία ο Πρωθυπουργός είναι εκτελεστικά και πολιτικά απόλυτα ‘‘υπερέχων’’ και ‘‘υπερφορτισμένος’’ με εξουσίες.
Κλασικό δε παράδειγμα του παραπάνω (πρώτου) πρωθυπουργικού μοντέλου είναι το εφαρμοζόμενο στην παρούσα διακυβέρνηση. Ο νυν Πρωθυπουργός, διακηρύσσοντας ευθύς εξαρχής την ιδεολογική αρχή και υπεροχή του ‘‘επιτελικού κράτους’’, εκφράζει ένα αυστηρά προσωποπαγές, συγκεντρωτικό και ηγεμονικό πρωθυπουργικό μοντέλο. Το απόλυτης ουσίας πολιτειακό ερώτημα, επομένως, που έχει διαχρονική αξία και δεν σχετίζεται μόνο με την παρούσα φάση της πολιτικής ζωής, είναι το ‘‘πόση δημοκρατία υπάρχει τελικά σε έναν τόπο, όταν ο Πρωθυπουργός (και εδώ εννοώ τον εκάστοτε Πρωθυπουργό) αποφασίζει από το ποιος θα είναι ΠτΔ και ποια η ηγεσία της Δικαιοσύνης μέχρι και το ποιοι θα διαγραφούν, αν τυχόν διαφοροποιηθούν ή έστω τον ‘‘λοξοκοιτάξουν’’(;).
Με τα ανωτέρω, λοιπόν, θέλω να καταδείξω ότι στο ελλαδικό πολιτικό σύστημα που ο Πρωθυπουργός, επηρεάζοντας την εκτελεστική, δικαστική και νομοθετική εξουσία, είναι δεδομένα πανίσχυρος, ο θεσμός του ΠτΔ, στο πλαίσιο ίσως της εξισορροπητικής λειτουργίας των απαραίτητων για την υγεία της Δημοκρατίας ‘‘θεσμικών αντίβαρων’’, θα πρέπει να τύχει του ανάλογου σεβασμού και να μην εκλαμβάνεται ως ‘‘ιστορικο-πολιτειακό ταρίχευμα’’.
Υπάρχοντος, κατά συνέπεια, του περιορισμού του άρθρου 110 του Συντάγματος (κατά το οποίο δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση, ως ανήκουσες στον λεγόμενο ‘‘σκληρό πυρήνα’’ του Συντάγματος’’, οι διατάξεις που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος, ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας), μερικό αντικείμενο της φημολογούμενης ως επερχόμενης συνταγματικής αναθεώρησης, θα έπρεπε ίσως να είναι και ο θεσμός του ΠτΔ, ο οποίος (ΠτΔ) θα μπορούσε να επιφορτιστεί με αρμοδιότητες που θα αναβάθμιζαν όχι μόνο το καθηκοντολόγιό του αλλά κυρίως το ουσιαστικό αποτύπωμα του θεσμικού του ρόλου και της εθνικής αποστολής του. Καθότι, όπως τυγχάνει πολιτικού ή έστω ιδεολογικού σεβασμού το Σύνταγμα που είναι το πλαίσιο που μακροχρονίως διασφαλίζει τη λειτουργία του κράτους, της κοινωνίας, της οικονομίας, των πολιτικών δυνάμεων, των κοινωνικών ισορροπιών και βέβαια το status του ατόμου και των συλλογικών υποκειμένων, έτσι και η θεσμική κεφαλή του συνταγματικού κράτους, ο ΠτΔ, πρέπει να τυγχάνει του ανάλογου σεβασμού μέσω μιας στιβαρής, και όχι ‘‘ελλιποβαρούς’’, συνταγματικής θέσης και κανοναρχίας.
Κατερίνη,
6/1/2025
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN
INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN
EUROPEAN LAW
Cer. LSE
in Business, International
Relations and the political science