12.1.25

Λουίς Μπουνιουέλ, «Η τελευταία μου πνοή»

Τον καιρό της νιότης μας ο έρωτας μάς φαινόταν ένα αίσθημα ισχυρό, ικανό να μεταμορφώσει τη ζωή. Η σεξουαλική επιθυμία, που ήταν αξεχώριστη απ’ τον έρωτα, συνοδευόταν από ένα αίσθημα εγγύτητας, κατάκτησης και μέθεξης που όφειλε να μας υψώνει πάνω απ’ τις πεζές μέριμνες και να μας καθιστά ικανούς για μεγάλα πράγματα.
Ένα απ’ τα πιο διάσημα σουρεαλιστικά ερωτηματολόγια ξεκινούσε με την ερώτηση: «Ποια ελπίδα εναποθέτετε στον έρωτα;». Εγώ απάντησα: «Αν είμαι ερωτευμένος, κάθε ελπίδα. Αν δεν είμαι, καμία». Ο έρωτας μας φαινόταν αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής, της πράξης, της σκέψης, της αναζήτησης.
Σήμερα, αν πιστέψω τα όσα μου λένε, για τον έρωτα ισχύει ό,τι και για την πίστη στον Θεό. Τείνει προς εξαφάνιση — τουλάχιστον σε ορισμένα κοινωνικά στρώματα. Σήμερα ο έρωτας παρουσιάζεται σαν ένα ιστορικό φαινόμενο, σαν μια πολιτισμική ψευδαίσθηση. Ο έρωτας μελετάται, αναλύεται — ει δυνατόν, θεραπεύεται.
Διαμαρτύρομαι. Δεν υπήρξαμε θύματα κάποιας ψευδαίσθησης. Ακόμη κι αν σ’ ορισμένους φαίνεται δύσκολο να το πιστέψουν, ερωτευτήκαμε αληθινά.


Λουίς Μπουνιουέλ, «Η τελευταία μου πνοή» (Μετάφραση: Θάνος Σαμαρτζής), εκδ. Δώμα, 2024