1.11.24

6 δυνατά ποιήματα του Νίκου Εγγονόπουλου

 
Βενζίνη

Μέσα στο δάσος
εκεί όπου ανάμεσα απ’ τα πυκνά κλαργιά
φτάνει λίγο φως
απ’ τον βαρύ ουρανό


κοντά στο χώμα
που το σκεπάζει
παχύ στρώμα
σάπια φύλλα
σε μια κλάρα χαμηλή
κάθεται ένα
π ο υ λ ί

ένα πουλί
πολύ
περίεργο:
σα μαδημένο
σα σκεφτικό

έ ν α π α λ ι ό π ο υ λ ί

τι να σκέπτεται άραγες
αυτό το πουλί
το παλιό
στο σκοτάδι;

αχ! τίποτα
δε σκέπτεται απολύτως τίποτα!

απλούστατα
συνέλαβε δι’ αυτήν
ένοχον
πάθος.



Γοτθική πικρία

Αρκούν, πλέον, τα νάματα της εύανδρου Ηπείρου. Αρκούν, πλέον, τα συναξάρια των λαφυραγωγών του σπέρματος.
Αρκούν οι ύπουλες διεισδύσεις των υφάλων σήμαντρων στ’ ατμοσφαιρικά στρώματα της λήθης. Αρκούν.
Τώρα η ψυχή μας ποθεί την γαλήνη. Τώρα η ψυχή μας ποθεί την χαρά. Έστω και αν απαιτείται δι’ αυτό,
ακόμη και για μιαν μόνη στιγμή ή της αύριο ή της χθες, η εξωμήτριος κύησης του φόβου μας στα επιρριπτάρια της αθανασίας.
Έστω και αν απαιτηθεί η ερήμωσις των λατομείων εντός σκάφανδρων, η τοποθέτηση πουλιών, σε γεωμετρικά σχήματα,
επί των επάλξεων, η άγρια της αύρας στην αφροδίσια γύμνια του δάσους. Έστω και αν η θυσία που απαιτείται
και πάλι από μας είναι τόσο οδυνηρή όσο τα δάκρυα που κυλούν από τα θλιμμένα μάτια της, οι τραγικές πλεξίδες των μαλλιών της.
Έστω και αν η εις Εκβάτανα αλγεινή μετάβαση μας μας επιφυλάσσει τόσες φρικτές συνέπειες και για τώρα και για το μέλλον.
Και να, κιόλας, που ο σεμνός συκοφάντης, ο σεπτός συκοφάγος, ανθίσανε πάνω στα πολεμικά μανουάλια.
Η Καρχηδών σίγησε δια παντός. Το άσμα της συνεχίζουν τώρα σε ρυθμό αιθάλης. Αυτή η σημαία είναι δική σας; Αυτά τα αίματα είναι δικά μας;

Αυτά τα φάσγανα είναι δικά σας; Αυτές οι ρόδακες είναι πιστοί; Συμφέρει στο άπειρο το χάος του ονείρου;
Αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουν κι οι λυγεριές;



Διώνη

Οι άντρες ποθούν το κάλλος
οι γυναίκες αφειδώς το προσφέρουν
αυτό το παραδεχόμαστε
κι εμείς
οι απόγονοι των Μαραθωνομάχων
γι αυτό δεν έχουν λόγο
το έτος της γυναίκας
κι άλλες ανόητες φασαρίες
και τα μασκαραλίκια
των σουφραζεττών
από το “τη Υπερμάχω στρατηγώ”
τις κρητικές μαντινάδες
το “Αλφάβητο της Αγάπης”
από τους ιθυφαλλικούς χορούς των προγόνων
ίσαμε το
“αυτά τα μαύρα μάτια
που με κοιτάζουνε
χαμήλωσε τα φως μου…”
Για της προτάσεως το ακριβές
με λόγο και με έργο
όλοι συνθέτουμε λαμπρές ανθοδέσμες
και αέναα
τις προσφέρουμε
των γυναικών.



Μπολιβάρ

(απόσπασμα, επίκλησις)

Μπολιβάρ, όσο που νάρθεις ήτανε σκοτάδια.
Στις κοιλάδες τώρα απλώνονται της φωτιάς τα χάδια.

Είσαι του Ρήγα Φερραίου παιδί,
του Αντωνίου Οικονόμου
και του Πασβαντζόγλου αδελφός.
Είσαι ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής.
Ένα μονάχα είναι γνωστό,
πως είμαι (ο) γυιος σου.

Μπολιβάρ, δεν είσαι όνειρο, είσαι η αλήθεια.
Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας.

Είσαι του Ρήγα Φερραίου παιδί,
του Αντωνίου Οικονόμου
και του Πασβαντζόγλου αδελφός.
Είσαι ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής.
Ένα μονάχα είναι γνωστό,
πως είμαι (ο) γυιος σου.

Κι αν χάθηκε, αν ποτές χάνετ’ ένας Μπολιβάρ! που
σαν τον Απολλώνιο στα ουράνια ανελήφθη,
Λαμπρός σαν ήλιος έδυσε, μέσα σε δόξα αφάνταστη,
πίσω από βουνά ευγενικά της Αττικής και του Μορέως.


Το καράβι του δάσους

Ξέρω ότι
αν είχα
μια φορεσιά
ένα φράκο
χρώματος πράσινο ανοιχτό
με μεγάλα κόκκινα σκοτεινά λουλούδια
Αν στη θέση της
αόρατης
αιολικής άρπας που μου χρησιμεύει
για κεφάλι
είχα μια τετράγωνη πλάκα
πράσινο σαπούνι

Έτσι που ν’ ακουμπά
απαλά
η μια της άκρη
ανάμεσα στους δυο μου ώμους

Αν ήτανε δυνατό
ν’ αντικαταστήσω
τα ιερά σάβανα
της φωνής μου
με την αγάπη
που έχει
μια μεταφυσική μουσική κόρη
για τις μαύρες ομπρέλες της βροχής

Ίσως τότες
μόνο τότες
θα μπορούσα να πω
τα φευγαλέα οράματα
της χαράς
που είδα κάποτες
σαν ήμουνα παιδί
κοιτάζοντας ευλαβικά
μέσα στα στρογγυλά
μάτια
των πουλιών


Το λίκνον ο λύχνος

Πάντοτε αγαπούσα
-με πάθος-
κάθε εκδήλωση της ζωής
όμως δεν μ’ ένοιαζε
ο θάνατος

Τώρα που μ’ άφησες να ξαποσταίνω
πλάι στο λαμπρό φως
των ωραίων ματιών σου
τώρα αγαπώ ακόμη περισσότερο τη ζωή
και δε θα `θελα
να πεθάνω πια
ποτέ