16.9.24

Υπάρχει μια πλευρά της προσωπικότητάς μας που παραμένει ξένη για εμάς, ενώ οι άλλοι μπορούν να τη δουν

«Δεν κατάλαβε ποτέ τον εαυτό του παρά μόνο αμυδρά» | Βασιλιάς Ληρ, πράξη A’, σκηνή Ι
Όλοι μας έχουμε βιώσει μια εμπειρία κατά την οποία αισθανθήκαμε, μιλήσαμε ή συμπεριφερθήκαμε με τρόπο που μας εξέπληξε όταν μας συνέβη κάτι αναπάντεχο. Κάτι που δεν φαίνεται να είναι παρά ένα ασήμαντο περιστατικό μπορεί να μας αναστατώσει και ξαφνικά αντιλαμβανόμαστε ότι για καιρό νιώθαμε κάτι πολύ έντονο χωρίς να το συνειδητοποιούμε.


Ο σύντροφός σας δουλεύει πολλές ώρες κι εσείς έχετε αναλάβει πρόθυμα όλες τις δουλειές του σπιτιού. Ο καημένος κουράζεται τόσο πολύ. Όταν του ζητάτε μια φορά να περάσει από το καθαριστήριο στον δρόμο του για το γραφείο κι εκείνος διστάζει πριν δεχτεί, του λέτε έντονα: «Δεν πειράζει! Άσε! Θα πάω μόνη μου!».

Η φίλη σας τηλεφωνεί τελευταία στιγμή και ακυρώνει αυτό που είχατε κανονίσει –«Κάτι προέκυψε… Συγγνώμη»– κι εσείς βλέπετε με έκπληξη ότι εκνευρίζεστε. Πάντοτε ήσαστε πολύ ανεκτική σε αυτού του είδους την αδιαφορία εκ μέρους της. Τώρα όμως συνειδητοποιείτε ότι σας πείραξε που πέρυσι ξέχασε τα γενέθλιά σας. Βλέπετε τώρα καθαρά κάτι που πάντα γνωρίζατε, αλλά δεν θέλατε να το παραδεχτείτε: έχει άλλες φίλες, τις οποίες θεωρεί πιο σημαντικές από εσάς.

Η μητέρα σας πέθανε πριν από έξι μήνες, έπειτα από μακροχρόνια ασθένεια. Τότε νομίζατε ότι πενθήσατε κατά τη διάρκεια της ασθένειάς της και ότι ο θάνατος ήρθε ως σωτηρία από τον πόνο. Ένα απόγευμα και ενώ βλέπετε μια δραματική ταινία, ξεσπάτε σε κλάματα καθώς καταλαβαίνετε πόσο πολύ σας λείπει η μαμά σας.

Συνήθως προχωράμε στη ζωή νομίζοντας πως η συνειδητή αντίληψη που έχουμε για τον εαυτό μας είναι ό,τι είμαστε και δεν είμαστε. Στην πραγματικότητα, ένα σημαντικό μέρος της συναισθηματικής μας ζωής μένει κρυμμένο. Αυτή η ανακάλυψη δεν είναι κάτι καινούριο. Πολύ καιρό πριν, ήδη από την εποχή του Σαίξπηρ –όπως λέει και ο στίχος στην αρχή του κεφαλαίου–, οι μελετητές της ανθρώπινης φύσης είχαν παρατηρήσει ότι κάποιοι άνθρωποι γνώριζαν τον εαυτό τους καλύτερα απ’ όσο άλλοι.

Τα μυθιστορήματα της Τζέιν Όστεν βρίθουν από χαρακτήρες οι οποίοι ανακαλύπτουν πώς μια συγκεκριμένη συμπεριφορά ή ορισμένα πάθη δεν τους άφηναν να δουν την πραγματική τους φύση. Στο Περηφάνια και προκατάληψη, η Ελίζαμπεθ, αφού έχει διαβάσει το γράμμα του Ντάρσι και έχει αναγνωρίσει την αλήθεια που περικλείει, σκέφτεται: «Τώρα για πρώτη φορά καταλαβαίνω τον εαυτό μου». Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της λογοτεχνίας, συγγραφείς όπως ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ και ο Φορντ Μάντοξ Φορντ χρησιμοποίησαν αναξιόπιστους αφηγητές, προκειμένου να απεικονίσουν άνδρες και γυναίκες που δεν είχαν καμιά επαφή με την αλήθεια στον πυρήνα του συναισθηματικού τους κόσμου.

Ο όρος «υποσυνείδητος νους» επινοήθηκε από τον Γερμανό φιλόσοφο σερ Κρίστοφερ Ρίγκελ τον 18ο αιώνα, μεταφέρθηκε στα αγγλικά από τον Σάμιουελ Τέιλορ Κόλεριτζ, ενώ ο Φρόιντ τον υιοθέτησε τον προηγούμενο αιώνα ως ακρογωνιαίο λίθο της ψυχαναλυτικής θεωρίας του. Όμως από τότε μια νέα έννοια, το ασυνείδητο, έχει εισαχθεί στον κλάδο και έχει επηρεάσει την κατανόηση του εαυτού και της χαρτογράφησής του.

Για παράδειγμα, ακούμε συχνά να μιλούν για το «φροϊδικό ολίσθημα», μια παραδρομή της γλώσσας που αποκαλύπτει κάτι το οποίο ο ομιλητής δεν έχει επιλέξει συνειδητά να πει. Ίσως να θυμάστε την ταινία Annie Hall του Γούντι Άλεν. Ο πρωταγωνιστής έχει ξεκινήσει εντατική ψυχανάλυση και λέει: «Δεν με πειράζει να κάνω ψυχανάλυση. Το μόνο ερώτημα είναι: Θα αλλάξει η γυναίκα μου;». Το φροϊδικό ολίσθημα χρησιμοποιείται συχνά στη λογοτεχνία και στον κινηματογράφο.

Επίσης, ας μην ξεχνάμε τη ρήση «Γλώσσα λανθάνουσα τα αληθή λέγει». Πολλοί άνθρωποι υποψιάζονται ασύνειδα κίνητρα πίσω από ορισμένες πράξεις, όπως το να ξεχάσει κάποιος μια ανεπιθύμητη υποχρέωση ή μια αγγαρεία: δεν σημαίνει ότι το έκανε επίτηδες, αλλά προδίδει την απροθυμία του να το φέρει εις πέρας. Είμαι σίγουρος ότι πολύ λίγοι παντρεμένοι των οποίων οι σύζυγοι ξέχασαν την επέτειό τους θα θεωρήσουν ότι αυτό το γεγονός δεν έχει καμία σημασία.

Συχνά πιστεύουμε ότι γνωρίζουμε για τους άλλους πράγματα τα οποία οι ίδιοι δεν μπορούν να καταλάβουν για τον εαυτό τους. Όταν κάποιοι συνεργάτες βγαίνουν μαζί για φαγητό και συζητούν για κάποια συνάδελφο, ένας από αυτούς θα πει κάτι σαν: «Έπρεπε να το είχα καταλάβει· αφού ξέρω ότι δεν ανέχεται την κριτική. Νομίζει ότι είναι φοβερή και τρομερή».

Μια παρέα μπορεί να συζητά για έναν φίλο της που δεν είναι παρών και την κοπέλα του, που τη γνώρισε πρόσφατα: «Καλά, δεν βλέπει ότι κι αυτή τον καταπιέζει, όπως και όλες οι προηγούμενες; Ίδια η μάνα του είναι!». Ακούμε έναν φίλο να λέει ότι είναι έτοιμος να κάνει πάλι μια νέα αρχή και σκεφτόμαστε κρυφά: Αμάν πια, σταμάτα να κοροϊδεύεις τον εαυτό σου!

Ενώ θεωρούμε ότι εμείς καταλαβαίνουμε πολύ καλά τους ανθρώπους γύρω μας, είναι πολύ πιθανό να αγανακτήσουμε αν κάποιος ισχυριστεί το ίδιο για εμάς. Η πιθανότητα να μην μπορούμε να αναγνωρίσουμε στον εαυτό μας κάτι που οι άλλοι βλέπουν ολοκάθαρα είναι πολύ δυσάρεστο συναίσθημα.

Αν κάποιος φίλος μάς το επισημάνει, εμείς θα επιμείνουμε ότι το ολίσθημα της γλώσσας εξηγείται ως μια χημική δυσλειτουργία χωρίς περαιτέρω σημασία. Θα ισχυριστούμε ότι ξεχάσαμε το ραντεβού μας για δείπνο επειδή πιεζόμαστε πολύ στη δουλειά. Το ότι παραλείψαμε το όνομα κάποιου από τη λίστα καλεσμένων ήταν μια απλή παράβλεψη και δεν είχε καμία σχέση με το ότι αυτό το άτομο μας είχε σνομπάρει πέρυσι στο χριστουγεννιάτικο πάρτι.

Μερικές φορές όντως ξεχνάμε επειδή είμαστε εξαντλημένοι από τη δουλειά. Μερικές φορές το γλωσσικό ολίσθημα όντως δεν σημαίνει τίποτα. Όμως συχνά οι παραλείψεις και τα ολισθήματα αποκαλύπτουν κάτι που υποβόσκει, αν και δεν το συνειδητοποιούμε και ίσως δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε ούτε στον ίδιο μας τον εαυτό.

Το γεγονός ότι αναγνωρίζουμε ασύνειδα κίνητρα πιο πρόθυμα στους άλλους παρά στον εαυτό μας είναι απολύτως αναμενόμενο, αν σκεφτούμε τη φύση του ασυνειδήτου, τον λόγο για τον οποίο μερικές σκέψεις παραμένουν ασύνειδες και άλλες όχι. Σύμφωνα με τους θεωρητικούς της ψυχοδυναμικής που έχουν μελετήσει το θέμα αυτό από τον Φρόιντ και μετά, στο ασυνείδητο παραμένουν όλες οι σκέψεις και τα συναισθήματα που είτε είναι υπερβολικά οδυνηρά και δεν τα αντέχουμε είτε αντιτίθενται στην ηθική και στις αξίες μας, υπονομεύοντας την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας. Με άλλα λόγια, δεν θέλουμε να γνωρίζουμε το περιεχόμενο του ασυνειδήτου μας. Αν θέλαμε, τότε αυτές οι σκέψεις και τα συναισθήματα δεν θα ήταν ασύνειδα ευθύς εξαρχής.

Πώς λοιπόν καταφέρνουμε να αποφύγουμε την αντιπαράθεση με τα τμήματα του εαυτού μας που δυσκολευόμαστε να αντέξουμε; Πώς είναι δυνατόν μια πλευρά της προσωπικότητάς μας να παραμένει ξένη για εμάς, ενώ οι άλλοι μπορούν να τη δουν;

Η απάντηση βρίσκεται στους ψυχολογικούς μηχανισμούς άμυνας (ή αμυντικούς μηχανισμούς). Οι αμυντικοί μηχανισμοί είναι αόρατες μέθοδοι μέσω των οποίων αποκλείουμε σκέψεις και συναισθήματα από το συνειδητό μας. Στην πορεία οι μηχανισμοί αυτοί διαστρέφουν επιδέξια την αντίληψη που έχουμε για την πραγματικότητα – τόσο όσον αφορά τις προσωπικές μας σχέσεις όσο και το εσωτερικό μας συναισθηματικό πεδίο.

Το βιβλίο αυτό θα περιγράψει αυτούς τους μηχανισμούς, θα εξηγήσει τη λειτουργία τους και θα μας μάθει να τους αναγνωρίζουμε. Θα μας διδάξει επίσης πιο αποτελεσματικούς τρόπους για να συμφιλιωθούμε με το ασυνείδητο και να εκφράσουμε ό,τι βρίσκεται σε αυτό: όταν οι μηχανισμοί άμυνας παγιώνονται ή γίνονται αμείλικτοι, τότε μας εμποδίζουν να ζήσουμε πλήρη και ικανοποιητική συναισθηματική ζωή.


Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο Γιατί το κάνω αυτό; του Joseph Burgo, PhD. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα σε όλα τα βιβλιοπωλεία