28.8.24

«Πάντα έτσι παίζεται; Με τόσο μεγάλα πονταρίσματα;» ρώτησε αμήχανα.

«Πάντα έτσι παίζεται; Με τόσο μεγάλα πονταρίσματα;» ρώτησε αμήχανα.
«Μια και δυο! Σήμερα είχα μια έντονη διαίσθηση, κάτι μέσα μου έλεγε, θα κερδίσω και είπα να ακούσω αυτή τη φωνή και όπου βγει. Ηταν φαίνεται η μέρα μου. Καιρό είχα να κερδίσω τόσα λεφτά. Αυτά που έχω χάσει δε μπορώ να τα υπολογίσω. Αρρώστια!»
«Για να παίζεις τόσα λεφτά κατά πως φαίνεται έχεις πολύ χρήμα....» ψέλλισε ο Ντίνος.

Ο Ορέστης τον κοίταξε στα μάτια χωρίς να πει τίποτα, αλλά ο Ντίνος κουμπώθηκε, νομίζοντας ότι είχε πει βλακεία.
 Η αλήθεια ήταν ότι ο Ντίνος φάνηκε άσχετος στην πιάτσα. 
Αυτό!
«Εσύ μπορείς να μου πεις, τι φωνή είναι αυτή. Ποιος μου λέει παίξε, μην παίζεις, κάτσε, μείνε… Θα μου πεις… δε βαριέσαι. Εσύ παίζεις;»
«Κάπου –κάπου παίζω…»
«Την πρωτοχρονιά, μη φανταστείς…!» συμπλήρωσε ο Ορέστης γελώντας.
«Το μυστικό είναι να παίζεις αλλά να μην επιμένεις. Δεν κερδίζεις στο μπαρμπούτι, παίξε ρουλέτα, δεν κερδίζεις στη ρουλέτα, παίξε πόκερ. Κάπου θα πέσει πάνω σου η πουτάνα η τύχη… Όταν παίζεις δεν βλέπεις τα λεφτά. 
Μόνο το φύλλο, μόνο τη μπίλια, μόνο τα ζάρια… Κερδίζεις –χάνεις, χάνεσαι. 
Στο τέλος έρχεται ο λογαριασμός.
 Έτσι πάει το παιχνίδι. 
Απόψε κέρδισα.
 Πολλά κέρδισα.
 Όσα κερδίζει με σαράντα χρόνια δουλειάς ένας δημόσιος υπάλληλος και περισσότερα, τα κέρδισα σε μια νύχτα… 
Τα γάμησα όλα απόψε. 
Ηδονή.
 Δύναμη. 
Μαγκιά…».
«Δε θα ξεχάσω ποτέ την αποψινή βραδιά. Είναι ιστορίες που μπορείς να τις διηγείσαι και …Είσαι η επιτομή του τζογαδόρου.»
«Με ευχαριστεί να παίζω.»
«Κι όταν δεν κερδίζεις;»
«Με ευχαριστεί να παίζω… Η αγωνία του άγνωστου αποτελέσματος. Το παιχνίδι μετράει για μένα… 
Όπως τα πήρα θα τα χάσω. 
Αυτή είναι η μοίρα. 
 Νοιώθω το αίσθημα της νίκης ή της ήττας στο μεδούλι μου.
 Παίζω και νοιώθω ζωντανός.
 Μπορείς να καταλάβεις την αγωνία του που βαραίνει κάθε δευτερόλεπτο; 
Δε μπορείς.
 Γιατί όταν παίζεις μισό εκατομμύριο, δολάρια, ευρώ, λύρες, ότι έχεις, με τις στατιστικές και τη λογική να είναι απέναντί σου και ρισκάρεις, πρέπει να έχεις μεγάλα «μπαλάκια»…»
«Ή να είσαι τρελός… Αυτές οι αποφάσεις όλα για όλα και ότι γίνει, κρύβουν μέσα τους παραλογισμό…» ψέλλισε ο Ντίνος.
«Να θυμάσαι. Είδες πως έπαιξα έτσι; Εγώ είμαι παίκτης που ξέρω τι κάνω, μάγκα μου. Δεν ήμουν σε φάση απελπισίας και απλά μια στο εκατομμύριο μου έκατσε η καριόλα η τύχη. 
Οι περισσότεροι αν καθίσεις και παρατηρήσεις χάνουν τα μαλλιοκέφαλά τους όταν είναι σε φάση απελπισίας.
 Τότε ο έλεγχος έχει χαθεί. 
Πάει τελείωσε. 
Αυτός που παίζει και θέλει οπωσδήποτε να κερδίσει, χάνει συνέχεια, παρασύρεται από την απελπισία του, αδιαφορεί για τις συνέπειες στην προσωπική και επαγγελματική του ζωή, φορτώνεται χρέη, καταστρέφεται ο μαλάκας, πέφτει στα χέρια τοκογλύφων, ως και να κλέψει μπορεί και να σκοτώσει ακόμη για να βρει χρήματα. 
Καταλαβαίνεις τι αρρώστια είναι, να κλέψεις ή να σκοτώσεις για να παίξεις; 
Λεφτά δε θες; 
Ωραία, αφού κλέβεις και σκοτώνεις και έχεις λεφτά, γιατί πας να παίξεις; 
Γιατί ο τζόγος είναι εθισμός.
 Ναρκωτικό.
 Είναι μεγάλη ντρόγκα ο τζόγος αδερφέ. 
Άτιμο παιχνίδι το παιχνίδι.
 Ο καθένας κόζι μου έχει κάτι που γουστάρει. Άλλος το γήπεδο, άλλος τη γυμναστική, άλλος, την εκκλησία, άλλος τα βουνά άλλος τη θάλασσα. 
Με ότι τη βρίσκει ο καθένας, άλλος με το φαί, άλλος με το μουνί, άλλος με τη ρακί, άλλος με τη μουσική… 
Γούστα είναι αυτά. 
Αυτό που μετράει είναι να σου γεμίζει την ψυχούλα …. Τι γεμίζει την ψυχούλα σου;
 Ο Τζόγος; 
Δεν σε κόβω για τζογαδόρο.
 Καλύτερα να ξοδεύεις σε αυτές τις ωραίες πουτάνες, πήδηξε τες όλες, δυο- δυο, τρεις- τρεις και τις είκοσι, ξελαμπικάρισε, φεύγεις, ούτε γάτα ούτε ζημιά. Μην μπλέξεις με τον τζόγο…»
«Πάντως δεν είναι μόνο τι θέλεις αλλά και αν αντέχει η καρδιά σου, αν μπορεί να αντέξει τόσο δυνατές συγκινήσεις… Το δικό σου παιχνίδι θέλει αρτηρίες, θέλει στομάχι…» μπήκε στη συζήτηση ο Ορέστης, πίνοντας δυο γουλιές από το ποτήρι του.
«Τους βλέπετε αυτούς; Δε μπορούν να αντισταθούν στην παρόρμησή τους να παίξουν… Αυτοί έχουν πρόβλημα. Και στο μυαλό και στην καρδιά και στο στομάχι και στα νεφρά. Και θα χάσουν στο υπογράφω. Η δική μου καρδιά έχει αρχίδια, αντέχει. Ξέρετε γιατί καρντάσια μου; Γιατί εγώ δε θα μπορούσα ποτέ σα συνταξιούχος, να πίνω τσάι στο μπαλκόνι, να λύνω σταυρόλεξα να περνάει ο χρόνος χαμένος, σα να περιμένω πότε θα πεθάνω βλέποντας ειδήσεις, σήριαλ και μαγειρική…. Δεν την μπορώ τη μιζέρια. Είναι ζωή αυτή;»
«Είσαι της περιπέτειας προφανώς. Οι ψυχολόγοι, διάβασα, λένε ότι όταν ποντάρεις και περιμένεις τη μπίλια να κάτσει στο νούμερο σου ή το χαρτί που θα κερδίσει, η αγωνία και το άγχος χτυπάει κόκκινο. Η αγωνία είναι σα…»
«Τι να μου πουν οι ψυχολόγοι και οι ψυχίατροι και οι αστρολόγοι και οι μάγισσες και οι χαρτορίχτρες!!! Χα χα χα…
 Εγώ τους κάνω σεμινάρια στην πράξη.
 Θεωρίες για αδελφές και πιάσε το αυγό και κούρευτο!
 Ασχολήθηκε ρε μάγκα κανείς με αυτά τα φαντάρια που πηδάνε από το αεροπλάνο στο κενό με αλεξίπτωτο, πως χτυπάει η καρδιά τους και τι κόκκινο πιάνει η αγωνία τους; 
Δε ρισκάρουν περισσότερο από μένα αυτοί, για ένα κομμάτι ψωμί, για την πατρίδα; 
Ποιος ασχολήθηκε μαζί τους; 
Στο τζόγο, χάνεις το χαρτί, το χρήμα σου.
 Αυτοί, αν δεν ανοίξει το αλεξίπτωτο, χάνουν τη ζωούλα τους. 
Αλλά, οι κύριοι επιστήμονες ασχολούνται με την ψυχολογία του τζογαδόρου… 
Πίτσες μπλε ρε…. Αη σιχτίρ.»

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα BLACK PEARL του Θεοχάρη Μπικηρόπουλου, εκδόσεις ΜΑΤΙ.