17.7.24

James Joyce, «Οδυσσέας» (Καλυψώ)

«Κάπου στην ανατολή. Νωρίς το πρωί. Να παίρνεις δρόμο τα χαράματα, να ταξιδεύεις συνέχεια μπροστά από τον ήλιο, να του ξεκλέβεις μιας μέρας περπάτημα. Αν βαστήξεις για πάντα έτσι, από τεχνική άποψη, μιλώντας, δε θα γεράσεις ποτέ. Περπάτημα σε μιαν ακρογιαλιά, σε άγνωστη χώρα, άφιξη στην πύλη μιας πολιτείας, σ' έναν φρουρό, γέρο στρατιώτη κι αυτόν, με τα μουστάκια του γέρο Τουήντυ, ακουμπισμένον σε μια μακριά λόγχη. Να περιπλανιέσαι σε δρομάκια σκεπασμένα με τέντες. Να περνάνε δίπλα σου μορφές με τουρμπάνια. Σκοτεινές σπηλιές χαλιών μαγαζιά, άντρας ψηλός, ο Τούρκος ο τρομερός, καθισμένος σταυροπόδι καπνίζοντας το ναργιλέ του. Κραυγές πωλητών στους δρόμους. Να πίνεις νερό αρωματισμένο με μάραθο, σερμπέτι. Να περιπλανιέσαι όλη μέρα. Θα μπορούσες να συναντούσες και κάνα δυο ληστές. Ε, και λοιπόν; Ας τους συναντούσες. Πλησιάζοντας το απόβραδο. Σκιές των τζαμιών κατά μήκος των κιόνων. Ο ιμάμης με την περγαμηνή, τυλιγμένη ρολό. Μια ανατριχίλα πάνω στα δέντρα, σύνθημα, ο εσπερινός άνεμος. Προχωρώ. Χρυσωμένος ουρανός, ξεθωριασμένος. Μια μητέρα κοιτάζει από την πόρτα της. Καλεί στη σκοτεινή τους γλώσσα τα παιδιά της να μπούνε στο σπίτι. Ψηλός τοίχος, πίσω του έτριξαν χορδές. Φεγγάρι νυχτερινού ουρανού, μωβ, στο ίδιο χρώμα με τις ζαρτιέρες της Μόλλυ. Έγχορδα. Άκου. Ένα κορίτσι παίζει κάποιο απ' αυτά τα όργανα. Πώς το λένε; Σαντούρι. Προχωρώ».
James Joyce, «Οδυσσέας» (Καλυψώ)
Μετάφραση: Σωκράτης Καψάσκης
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ