22.6.24

Ο ΜΑΕΣΤΡΟΣ Δ. ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΣΤΙΣ ΚΟΡΥΦΕΣ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ

"Σήμερα στάθηκα πολύ τυχερός! Αλίευσα μία ανάρτηση του Σάκης Κουρουζίδης που αναφέρεται στην ανάβαση του διάσημου αρχιμουσικού και μαέστρου Δημήτρη Μητρόπουλου στον Όλυμπο, το μακρινό 1932.
Είναι εκπληκτική η ανεπιτήδευτη περιγραφή του αρχιμουσικού που με ενθουσιασμό, παιδική αθωότητα και συγκίνηση περιγράφει το κατόρθωμά του!
Οδηγός στην προσπάθειά του ήταν ο Λιτοχωρίτης και πρωτοκατακτητής των κορυφών του Ολύμπου μπάρμπα Χρήστος Κάκκαλος. Η αξία της ανάρτησης επίσης έγκειται στο ότι περιέχει ιστορικές πληροφορίες και γεγονότα της εποχής εκείνης!
Καλή ανάγνωση λοιπόν!
Για όσους ενδιαφέρονται: ας Google-άρουν στο όνομα Δημήτρης Μητρόπουλος για να μάθουν το μέγεθος της μουσικής αυτής προσωπικότητας!
Ευχαριστώ από καρδιάς τον Σάκης Κουρουζίδης, τον Βλάσης Αγτζίδης και τις ΛΙΤΟΧΩΡΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ για την ανεύρεση αυτού του υλικού!"
ΠΗΓΗ: OΛΥΜΠΙΟΣ ΦΑΡΜΑΚΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
.........................................................................
«Να ζη κανείς δεν έχει σημασία, να ανεβαίνη ψηλές κορυφές, ν’ αγκαλιάζη τη φύση, αυτό έχει σημασία», Δημ. Μητρόπουλος
Ο ΜΑΕΣΤΡΟΣ Δ. ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΣΤΙΣ ΚΟΡΥΦΕΣ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ
Η ΑΝΑΒΑΣΗ του Μητρόπουλου στον Όλυμπο γίνεται το καλοκαίρι του 1932. Μαζί με άλλους οχτώ ορειβάτες του Ελληνικού Ορειβατικού Συνδέσμου, ΕΟΣ, ξεκινά γεμάτος ενθουσιασμό για το θεϊκό βουνό. Εμπνευσμένη περιγραφή της ανάβασης, με λεπτομέρειες, δημοσιεύεται από τον ίδιο τον Ιανουάριο 1933 στο περιοδικό «Εκδρομικά». Αυτή τη μοναδική για την εποχή και την Ελλάδα μηνιαία τουριστική και ορειβατική επιθεώρηση που διηύθυνε ο πρωτοπόρος ορειβάτης και αγαπητός μου φίλος Κλεόβουλος Δενδρινός. Στον οποίο δίκαιο να εκφραστούν εδώ οι ευχαριστίες των ορειβατών και των φιλόμουσων. Για τη δυνατότητα που έχουν σήμερα, μετά 52 χρόνια, να διαβάζουν το ενυπόγραφο κείμενο του μεγάλου μαέστρου με τίτλο («Εντυπώσεις από μιαν ανάβαση στον Όλυμπο», του μαέστρου κ. Δημ. Μητρόπουλου.)
«ΠΑΜΕ ΓΙΑ τον Όλυμπο! Θ’ ανεβούμε στον Όλυμπο, θ’ ανεβούμε στις ψηλές κορφές του…» Αρχίζει συγκινημένος το κείμενό του. Παρακάτω συνεχίζει: «Και γω μαζί, που μούλαχε ο κλήρος να γράψω αυτά τα λόγια, και γω, είχα την ευτυχία, μαζύ με τους άλλους οκτώ συντρόφους, ν’ ανέβω το πολυθρύλητο βουνό μας. Με λαχτάρα περίμενα την ημέρα που θα ξεκινούσαμε, ούτε κοιμώνουνα καν τη νύχτα, ξανάγινα πάλι παιδί, γεμάτος από αυτό το μεγάλο σκοπό: Θ’ ανέβω στον Όλυμπο».
Και παρακάτω: «Καμιά φροντίδα στο κεφάλι μας, μόνο μια σκέψη, το ότι αύριο το πρωί θ’ αρχίζαμε την ανάβαση στο πιο ψηλό βουνό της Ελλάδας, στο φημισμένο Όλυμπο».
Στη συνέχεια της αφήγησης, φτάνοντας στο Λιτόχωρο, αναφέρει τη συνάντηση της ομάδας με τον οδηγό του Ολύμπου, τον θρυλικό Χρήστο Κάκκαλο που τους περίμενε. Η πορεία αρχίζει χαράματα. Περιγράφεται η διαδρομή στην απέραντη χαράδρα του Ενιπέα που, όπως γράφει «προχωρεί μέσα, βαθιά ως τα σπλάχνα του βουνού» ενώ «πέρα στο βάθος, πολύ ψηλά, ένα ασύγκριτο θέαμα: ροδοκόκκινες οι πιο ψηλές κορφές του Ολύμπου σαν να μας καλημέριζαν και μας προσκαλούσαν». Πόσο θυμίζει εδώ ο Μητρόπουλος το στίχο του Ομήρου «Ήμος δ’ ηριγένεια φάνη ροδοδάκτυλος Ηώς».
Οι ορειβάτες μας θα σταθούν για ανάπαυση στο ιστορικό μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου, «θαυμάσια τοποθετημένο», όπως γράφει. Περνώντας από την πηγή Πριόνι, η ομάδα ανηφορίζει για το καταφύγιο του Ορειβατικού, που μόλις ένα χρόνο πριν είχε χτιστεί, σε υψόμετρο 2100 μ. «Στο τέλος της μεγάλης χαράδρας του Αγ. Διονυσίου, στο χείλος ενός γκρεμού, περιτριγυρισμένο από γιγάντια ρόμπολα» κατά την περιγραφή του μαέστρου μας. Ο οποίος συνεχίζει: «Η θέα από εκεί είναι σπουδαία, και όλοι μας σαν είδαμε αυτό το ωραίο, μοναδικό, ρωμαντικό σπιτάκι, κάναμε την ίδια σκέψη και τον ίδιο πόθο: να μπορούμε ναρθούμε να καθήσουμε εκεί μερικές βδομάδες», συνοψίζει για λογαριασμό και των άλλων συντρόφων του στο βουνό ο Μητρόπουλος με διάθεση αναχωρητή.
Η ορειβατική συντροφιά θα διανυκτερεύσει στο Καταφύγιο, θα ξεκουραστεί από την οκτάωρη ως εδώ πορεία, και στις έξη το πρωί θα ξεκινήσει για την ανάβαση των κορυφών. Σε δυο ώρες, έπειτα από κοπιαστική διαδρομή, φτάνει στην κορυφή Σκολιό, υψόμετρο 2911 μ. Ας αφίσομε όμως τον συγκινημένο Μητρόπουλο να εκφραστεί ο ίδιος στο κείμενό του: «Είναι απερίγραπτο το θέαμα που έχει, ορειβάτης από εκεί, προς τις άλλες κορυφές. Θα νόμιζε κανείς πως αυτή η κορυφή είναι τοποθετημένη επίτηδες για να προσφέρει στον τολμηρό επισκέπτη τη μεγαλύτερη αμοιβή, μια αφάνταστη, υπέροχη θέα, προς τις ψηλότερες κορυφές του Ολύμπου: Μύτικα και Θρόνον του Διός, που χωρίζονται από το Σκολιό από ένα ατελεύτητο βάραθρο που τρέμει κανείς σαν το κυττάζει. Άγριες και απρόσιτες οι κορυφές αυτές δίνουν την εντύπωση πως μόνον Θεοί μπορούν να κατοικούν εκεί πάνω. Είναι τέτοια η επίδραση αυτής της ασύγκριτης θέας, που ξεχειλάει κανείς από ενθουσιασμό, αισθάνεται τον εαυτό του θεό! Μόλις έφτασα στο Σκολιό και αντίκρυσα αυτό το μεγαλείον της φύσης, εφώναξα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου: Είναι η ευτυχέστερη μέρα της ζωής μου. Τώρα μπορώ πια να πεθάνω με τη θεϊκή αυτή εικόνα στην ψυχή μου».
Η ποιητικότατη αυτή σκηνή, έκφραση της ανάτασης πάνω σε μια κορυφή του Ολύμπου, αυτή η κορυφαία μεταιχμιακή στιγμή μιας ανθρώπινης ύπαρξης, με τη συγκατάνευση για μετάβαση από την υπέρτατη ευτυχία στο θάνατο, διατυπώνεται από τον μεγάλο μαέστρο Δημήτρη Μητρόπουλο. Που έχει ήδη κατακτήσει παγκόσμια φήμη. Τα τελευταία δύο χρόνια όχι μόνο σαν αρχιμουσικός. Αλλά και σαν εξαιρετικός πιανίστας. Από τότε που έπαιξε, το Φεβρουάριο του 1930 στο Βερολίνο με την περίφημη Φιλαρμονική, το 3ο κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα του Προκόφιεφ. Και από τότε το επανέλαβε πολλές φορές. Παίζοντας το μέρος του πιάνου και διευθύνοντας ο ίδιος. Το κοντσέρτο που υπήρξε η πανηγυρική καθιέρωσή του και σαν πιανίστα. Έτσι που ο ίδιος ο Προκόφιεφ, διακεκριμένος πιανίστας, όταν άκουσε τον Μητρόπουλο να παίζει το κοντσέρτο του στο Παρίσι στα 1932, είπε «αυτός ο καταπληκτικός άνθρωπος μπορεί να με ξεπεράσει σαν πιανίστα», όπως στα τόσα σημαντικότατα στοιχεία της αναφέρει η Μαρία Χριστοπούλου.
Σε μιαν άλλη σημαντική στιγμή της ζωής του, στις 18 Μαρτίου 1949, όταν αποχαιρετά το κοινό των συναυλιών του στη Μιννεάπολη, για να αναλάβει τη διεύθυνση της Φιλαρμονικής Νέας Υόρκης, σε μια γεμάτη θρησκευτικότητα αποστροφή, ο μαέστρος μας θα θυμηθεί πάλι το μεγάλο βουνό, που από την κορυφή του θα φύγει από τη ζωή. Να η φράση του, όπως αναφέρεται στο θαυμάσιο βιβλίο για τον Μητρόπουλο του εκλεκτού μουσικολόγου Απόστολου Κώστιου: «Πρέπει ν’ ανέβω το βουνό, που περιμένουν ν’ ανέβω, ώσπου να φθάσω εκεί από όπου θα πάω, όπως ο καθένας, να βρω τον κοινό μας Πατέρα στον Ουρανό».
Ας ξαναγυρίσουμε πάλι στην κορυφή Σκολιό. Ο Μητρόπουλος γράφει: «Εκαθήσαμε κάμποση ώρα κυττάζοντας αχόρταγα αυτό το θέαμα, και λίγο λίγο σαν να αισθανόμαστε μια έλξη προς αυτό το επικίνδυνο μέρος, ξεκινήσαμε για το τελευταίο μας κατόρθωμα: να ανεβούμε αυτές τις απότομες και άγριες κορυφές. Ήσαν απέναντί μας, σχεδόν κοντά μας, μα για να φθάσουμε στον Μύτικα, που είναι ψηλότερη κορυφή από όλες (2.918 μ.) χρειάσθηκε μιάμιση ώρα. Έπρεπε να κατεβούμε μια χαμηλότερη κορυφή που τη λένε Σκάλα, για ν’ ανεβούμε κατόπιν στο Μύτικα. Χρειάζεται αρκετή τόλμη γι’ αυτή την κατάβαση, και άλλη τόση για την ανάβαση. Με κίνδυνο ζωής προχωρεί κανείς σιγά, πολύ σιγά, περιτριγυρισμένος από βάραθρα, πότε καθιστός, πότε όρθιος, χρησιμοποιώντας χέρια και πόδια, σωστή αγωνία. Βέβαια εύκολα δε μπορεί κανείς να γίνη Θεός! Μιάμιση ώρα βάσταξε αυτή η δοκιμασία ως που φθάσαμε στην ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου. Ενικήσαμε και αποθεώσαμε τους εαυτούς μας».
Ο Μητρόπουλος και οι συνορειβάτες του, με οδηγό τον Χρήστο Κάκκαλο, έχουν τώρα ανέβει στο Μύτικα, την ψηλότερη ελληνική κορυφή, το Πάνθεον. Δεν έχουν ακόμη κλείσει δύο δεκαετίες από τότε που ο ίδιος Κάκκαλος, μαζί με τους φιλέλληνες Ελβετούς ορειβάτες Frederic Boissonnas και Daniel Baud-Bovy, στις 2 Αυγούστου 1913, είχαν πατήσει, πρώτοι αυτοί από τους θνητούς, το Μύτικα, την κατοικία των θεών του Ολύμπου, το Πάνθεον. Θα άξιζε εδώ να θυμίσομε πως γιος του D. Baud-Bovy είναι ο γνωστός μαέστρος και σοφός μουσικολόγος, ελληνολάτρης όπως και ο πατέρας του, Samuel Baud-Bovy. Που ιδιαίτερα ασχολήθηκε με τη μελέτη της Δημοτικής μας μουσικής.
Και τώρα οι ορειβάτες μας με τον Μητρόπουλο, έπειτα από «τη νίκη και την αποθέωση των εαυτών τους», θα συνεχίσουν για την άλλη κορυφή, το Στεφάνι, το Θρόνο του Διός (2.909 μ.). Να πώς περιγράφει την προσέγγισή της ο μαέστρος μας: «Μα ο Ζευς, σαν αρχηγός που ήταν, είχε στήσει το θρόνο του παράμερα και πιο απρόσιτα. Για να φθάση κανείς εκεί, έπρεπε πάλι να κατέβη και να ξανανέβη μια απότομη χαράδρα. Και αυτό θα το καταφέρουμε! Ύστερα από άλλη μιάμιση ώρα, τον ίδιο κόπο και την ίδια, τελευταία πια, δοκιμασία, φθάσαμε επί τέλους και στο Θρόνο του Διός. Μπορούμε να πούμε πως μας έκανε εξαίρετη υποδοχή, γιατί είχαμε μια έξοχη καθάρια ατμόσφαιρα, με μια θέα απέραντη». Πάνω στην κορυφή Στεφάνι με τον Χρήστο Κάκκαλο. Που με τον Ελβετό Marcel Kurz είχαν πρώτοι κατακτήσει, πριν έντεκα χρόνια, τον Αύγουστο του 1921.
Πάνω στην κορυφή Θρόνος του Διός του Ολύμπου, ο θνητός Μητρόπουλος αναφωνεί: «Να ζη κανείς δεν έχει σημασία, να ανεβαίνη ψηλές κορυφές, ν’ αγκαλιάζη τη φύση, αυτό έχει σημασία». Πάνω στην κορυφή Θρόνος Διός του Ολύμπου, ένας μεγάλος μουσικός εκφράζει την πεμπτουσία της ορειβασίας σαν ιδεώδους. Με τον ενθουσιασμό των πρωτοπόρων για την Ελλάδα του 30. Με τον νεοϊδρυμένο τότε ΕΟΣ, Ελληνικό Ορειβατικό Σύνδεσμο. Και με παράλληλη εκδήλωση ενδιαφέροντος από ικανούς αναρριχητές, Έλληνες και ξένους, για χάραξη δύσκολων αναρριχητικών διαδρομών. Με πρώτον ανάμεσα στους ξένους τον Ιταλό Emilio Comici, που πραγματοποίησε τον Ιούνιο του 1934 πολύ δύσκολες αναρριχήσεις στο Στεφάνι. Να σημειώσομε πως ο Comici αγαπούσε με πάθος τη μουσική και έπαιζε θαυμάσιο πιάνο. Σκοτώθηκε αργότερα από ατύχημα σε κάθοδο με ραπέλ.
Η ομάδα του Μητρόπουλου με επί κεφαλής πάντοτε τον Κάκκαλο θα αρχίσει τώρα την κατάβαση. Θα φτάσει στο Καταφύγιο όπου θα διανυκτερεύσει. Την άλλη μέρα θα περάσουν από το Άσυλο των Μουσών, όπου θα μείνουν το μεσημέρι. Ο μαέστρος γράφει: «Το μονοπάτι περνούσε μέσα από πυκνά δάση από οξυές, που ξεχωρίζαμε με τα χέρια μας τα πυκνά τους φυλλώματα για να βαδίσουμε. Ήταν σαν παρθένα δάση που πρώτη φορά πατούσε το πόδι ανθρώπου». Και εδώ ο ορειβάτης Μητρόπουλος θα θυμηθεί τον αρχιμουσικό: «Η κορώνα αυτή του φινάλε της εκδρομής μας ήταν πραγματικά υπέροχη».
Θα φτάσουν στο Λιτόχωρο «πλημμυρισμένοι από την άφθαστη ομορφιά του Ολύμπου».
Η επιστροφή για την Αθήνα με το νυκτερινό τραίνο. «Ούτε ιδέα για ύπνο. Με ανοιχτά μάτια ονειρευόμασταν το τι είχαμε ζήσει, πως ίσως είχαμε ζήσει τις ευτυχέστερες μέρες της ζωής μας», καταλήγει το κείμενο του Μητρόπουλου.
ΜΑ ΠΩΣ ΝΑ μην αισθάνεται έτσι μετά την ανάβαση στον Όλυμπο ο μαέστρος Δημήτρης Μητρόπουλος; Που χρόνια αργότερα θα πει στον J. Harrison: «Ανεβαίνω στα βουνά γιατί μ’ αρέσει να νικώ τα πράγματα, να τα κατακτώ. Για μένα η κατάκτηση ενός βουνού είναι το ίδιο σαν την κατάκτηση μιας πολύ δύσκολης παρτιτούρας. Κι’ όταν βρίσκομαι στην κορυφή ενός βουνού, νιώθω ένα αίσθημα ζωής, αλλά συγχρόνως και ένα αίσθημα θανάτου. Και σας λέω ότι θα πεθάνω πέφτοντας από ένα βουνό».
ΘΑΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,
«Ο Μαέστρος Δ. Μητρόπουλος στις Κορυφές του Ολύμπου»,
Β΄ έκδοση, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1996