26.5.24

Ένας αποχαιρετισμός J.V. Foix (1893-1987)


Ήμαστε τρεις, ήμαστε δυο, ήμουνα μόνος εγώ, δεν ήμαστε κανείς…
Μετάφραση από τα καταλανικά: Θεοδόσης Κοντάκης 
Ήμαστε τρεις, σκυφτοί, σε τρύγο σκοτεινό,
στα μάτια η θάλασσα, στα χέρια η μούργα,
καθώς καπνίζει το φράγμα στ’ αλάτι των δασών
και στο λόφο αντηχάει ενός παιδιού το κλάμα.
Ήμαστε δυο, στον ξάστερο το βράχο,
ματωμένη η καρδιά, δίχως βέλη και σφεντόνες,
καθώς καίγετ’ ο ξερότοπος κι ουρλιάζουνε οι πίσσες
στις κηλίδες που ’ν’ κρυμμένες μες στων φάρων τις ακτίνες.
Ήμουνα μόνος, μέσα σε σκιές αρχαίες κι εγώ μια σκιά,
άλλης σκιάς μορφή στου λιμανιού
τα βάζα - ανάμεσα σε δίχτυα απλωμένα,
κει που όλοι αποκοιμιούνται σε σύθαμπα πυρετικά.
Δεν ήμαστε κανείς, με φύλλα σκεπασμένοι στα σκοτάδια,
καθώς βρέχει ο φόβος πάνω στα πέταλα του βάλτου
και τ’ άλλο, το Αγνό, λεύτερο από δοιάκι και πανιά,
σαλπάρει, οραματικό, για τη Στιγμή την καθάρια.

Josep Vicenç Foix i Mas