5.12.23

Το Πράσινο σπίτι - Μάριο Βάργκας Λιόσα (Mario Vargas Llosa) ~ (απόσπασμα)

Οι ξένοι αγνοούν την εσωτερική ζωή της πόλης. Τι απεχθάνονται στην Πιούρα; Την απομόνωσή της, τους απέραντους αμμότοπους που τη χωρίζουν από την υπόλοιπη χώρα, την έλλειψη δρόμων, τις ατελείωτες διαδρομές καβάλα στο άλογο κάτω από έναν ζεματιστό ήλιο και τις ενέδρες των ληστών. Φτάνουν στο ξενοδοχείο «Το Άστρο του Βορρά», που βρίσκεται στην πλάσα δε λας Άρμας και είναι ένα ξεθωριασμένο αρχοντικό, ψηλό σαν το κιόσκι όπου τις Κυριακές γίνονται υπαίθριες συναυλίες και στη σκιά του οποίου εγκαθίστανται οι ζητιάνοι και οι λούστροι, και είναι αναγκασμένοι να μένουν κλεισμένοι εκεί, από τις πέντε το απόγευμα, κοιτάζοντας μεσ’ από τις διάφανες κουρτίνες, πώς η άμμος καταλαμβάνει τη μοναχική πόλη. Στο μπαρ «Του Άστρου του Βορρά» πίνουν ώσπου να πέσουν κάτω από το μεθύσι. «Εδώ δεν είναι όπως στη Λίμα», λένε, «δεν έχει πουθενά να διασκεδάσεις˚ οι ντόπιοι δεν είναι κακοί, αλλά φοβερά ολιγαρκείς, καθόλου ξενύχτηδες». Θα ήθελαν καταγώγια που να φλέγονται ολονυχτίς για να κάψουν τα κέρδη τους. Γι’ αυτό, όταν φεύγουν, μιλάνε συνήθως άσχημα για την πόλη, φτάνουν σε σημείο να τη δυσφημίζουν. Και μήπως υπάρχουν άνθρωποι πιο φιλόξενοι και εγκάρδιοι από τους Πιουριανούς; Υποδέχονται θριαμβευτικά τους ξένους, τσακώνονται για το ποιος θα τους φιλοξενήσει, όταν το ξενοδοχείο είναι γεμάτο. Τους ζωέμπορους, τους μπαμπακέμπορους, τους εκάστοτε εκπροσώπους των Αρχών που έρχονται, οι προύχοντες τους διασκεδάζουν όσο καλύτερα μπορούν: οργανώνουν προς τιμήν τους κυνήγια ελαφιού στα βουνά του Τσουλουκάνας, τους ξεναγούν στα αγροκτήματά τους, οργανώνουν ψησταριές. Οι πόρτες της Καστίγια και της Μανγκατσερία είναι ανοικτές για τους Ινδιάνους που μεταναστεύουν από τα βουνά και φτάνουν στην πόλη πεινασμένοι και τρομαγμένοι, για τους μάγους που διώχνουν από τα χωριά οι παπάδες, για τους πραγματευτές με τα φτηνομπιχλιμπίδια τους που έρχονται στην Πιούρα μπας και πλουτίσουν. Πωλητές τσίτσα, νεροκουβαλητές, ποτιστές, τους υποδέχονται με οικειότητα, μοιράζονται μαζί τους το φαγητό και το ράντσο τους. Φεύγοντας, οι ξένοι παίρνουν πάντα μαζί τους δώρα. Αλλά με τίποτα δεν ευχαριστιούνται, είναι πεινασμένοι για γυναίκες και τους είναι ανυπόφορη η νύχτα της Πιούρα, όπου αγρυπνάει μανάχα η άμμος που πέφτει από τον ουρανό.
Τόσο λαχταρούσαν γυναίκες και νυχτερινή διασκέδαση αυτοί οι αχάριστοι, που τελικά ο ουρανός («ο διάολος, ο καταραμένος κερασφόρος», λέει ο πατέρας Γκαρσία) τους έκανε το χατίρι. Κι έτσι εμφανίστηκε, σαματατζίδικο και ελαφρόμυαλο, ξενύχτικο, το Πράσινο Σπίτι.

Μετάφραση: Κατερίνα Τζωρίδου