Με τις Τρωάδες, ο αντιπολεμικός Ευριπίδης επιχειρεί να καταδείξει τη θηριωδία του πολέμου μέσα από τον Τρωικό πόλεμο, που αποτελεί μέχρι τις μέρες μας σύμβολο όλων των πολέμων. Στις Τρωάδες δε γινόμαστε μάρτυρες ηρωικών σκηνών της πολιορκίας της Τροίας.
Ακούμε τον θρήνο των γυναικών της Τροίας που, αδύναμες και απροστάτευτες, βρίσκονται στο έλεος του κατακτητή τους. Είναι οι παράπλευρες απώλειες, οι μοναδικοί επιζώντες που θρηνούν στην έρημη πόλη της Τροίας που αφανίζεται μέσα στις φλόγες από τους κατακτητές.
Σοφός λογιέται εκείνος που τον πόλεμο αποφεύγει, λέει η Κασσάνδρα, μα όπως όλοι ξέρουμε δεν εισακούστηκε ποτέ και σε καμία επoχή.
Ο τηλεφωνικός θάλαμος μια "παραφωνία" που μάλλον εγκλωβίζει στιγμές την μεγάλη Ρούλα Πατεράκη, σε αυτόν το σπουδαίο ρόλο, με τους σπαρακτικούς θρήνους του Ευριπίδη.
Μοιράζομαι τους σχολιασμούς του κοινού που μην ξεχνάτε στο αρχαίο θέατρο του ΔΙΟΥ χειροκρότησε τις "Σφήκες".
... το έργο
Σε αναμονή της αναχώρησής τους για την Ελλάδα, οι αιχμάλωτες γυναίκες της Τροίας θρηνούν για την άλωση της πόλης. Μαζί τους η Εκάβη, που περιμένει την ανακοίνωση για τη δική της μοίρα αλλά έρχεται αντιμέτωπη με απανωτές συμφορές: η Πολυξένη σκοτώνεται στον τάφο του Αχιλλέα και η Ανδρομάχη μαθαίνει την απόφαση των Αχαιών να θανατώσουν τον μικρό της γιο, τον Αστυάνακτα. Την ίδια ώρα, η Κασσάνδρα προμηνύει τις καταστροφές που θα βρουν τους Έλληνες στον δρόμο της επιστροφής.
Οι Τρωάδες, η μόνη σωζόμενη τραγωδία της ευριπίδειας τριλογίας για τον Τρωικό Πόλεμο, διδάχτηκε το 415 π.Χ. στα Μεγάλα Διονύσια. Το έργο γράφτηκε λίγο μετά την καταστροφή της Μήλου το 416 π.Χ., όταν οι Αθηναίοι, με απάνθρωπη βιαιότητα, σκότωσαν όλους τους ενήλικες άντρες της Μήλου και πούλησαν για δούλους τις γυναίκες και τα παιδιά.
Ο Ευριπίδης επιχειρεί να προειδοποιήσει για τις συνέπειες της ασυδοσίας των νικητών και να υπενθυμίσει τη σημασία του να παραμένει κανείς άνθρωπος, μακριά από την ψευδαίσθηση παντοδυναμίας που προκαλούν οι εφήμερες νίκες. Στις Τρωάδες ο ποιητής αναδεικνύει την ανθρώπινη διάσταση του εχθρού και, εστιάζοντας στο μεγαλείο των γυναικών της Τροίας, προβάλλει τη δύναμη εκείνη που κάνει τον άνθρωπο να επιμένει ακόμα και μετά την καταστροφή.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Μετάφραση: Θόδωρος Στεφανόπουλος
Σκηνοθεσία: Χρήστος Σουγάρης
Πρωτότυπη μουσική σύνθεση:
Σκηνικά - Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Κίνηση: Ερμής Μαλκότσης
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Οργάνωση παραγωγής: Marleen Verschuuren
Υπεύθυνος Περιοδείας: Ηλίας Κοτόπουλος
ΔΙΑΝΟΜΗ:
Εκάβη: Ρούλα Πατεράκη
Μενέλαος: Αλέξανδρος Μπουρδούμης
Κασσάνδρα: Μαρία Διακοπαναγιώτου
Ανδρομάχη: Μαρίζα Τσάρη
Ταλθύβιος: Δημήτρης Πιατάς
Ποσειδώνας: Αντώνης Καφετζόπουλος
Αθηνά: Μελίνα Αποστολίδου, Λουκία Βασιλείου, Μομώ Βλάχου, Γιώτα Χαρά, Ηλέκτρα Γωνιάδου, Χριστίνα Μπακαστάθη, Μπέτυ Νικολέση, Κλειώ Δανάη Οθωναίου, Πολυξένη Σπυροπούλου, Ταμπαροπούλου Βιργινία, Θεοφανώ Τζαλαβρά, Μάρα Τσικάρα.
Ελένη, Βασιλείου Λουκία – Κλειώ Δανάη Οθωναίου
ΧΟΡΟΣ
Αβραμάκη Μαριάννα, Αποστολίδου Μελίνα, Βασιλείου Λουκία, Βλάχου Μομώ, Γιώτα Χαρά, Γωνιάδου Ηλέκτρα, Ευθυμίου Ζωή, Καρτάνου Ηλέκτρα, Κουταλιανού Εύη, Λούκας Λωξάνδρα, Μισχοπούλου Ελένη, Μπακαστάθη Χριστίνα, Μπαχτσεβάνη Χρυσή, Νικολέση Μπέττυ, Οθωναίου Κλειώ Δανάη, Σπυροπούλου Πολυξένη, Ταμπαροπούλου Βιργινία, Τζαλαβρά Θεοφανώ, Τιμοθέου Φωτεινή,Τσικάρα Μάρα.
Ανδρομάχη:
Γλυκό μου, χαϊδεμένο μου, θ᾽ αφήσεις
την έρμη σου τη μάνα και θα πέσεις
απ᾽ των εχθρών το χέρι·
....Χρυσό μου,
δακρύζεις; Νιώθεις, αχ, τη συμφορά σου;
Γιατί με σφίγγεις με τα χέρια σου έτσι
και στον κόρφο μου πέφτεις σαν πουλάκι
που το κρύβει της μάνας του η φτερούγα;
Δε θα βγει από τη γη, με το κοντάρι
το ξακουστό του, ο Έχτορας, κανένας
από το πατρικό συγγενολόι
ή των Φρυγών η δύναμη, παιδί μου,
να σε γλιτώσουν· άσπλαχνα θα πέσεις
ψηλάθε, κατακέφαλα —ω απαίσιο
πήδημα!— κι η πνοούλα σου θα σβήσει.
Ω εσύ, κορμί γλυκόπνοο και του κόρφου
της μάνας σου η χαρά, λοιπόν του κάκου
σου ᾽δινα εγώ το γάλα των βυζιών μου
στα σπάργανα, κι ανώφελα ήταν όλα
κι οι κόποι μου και οι έγνοιες μου για σένα.
Τώρα —κι άλλη φορά ποτέ πια— σφίξου
στης μάνας σου τον κόρφο, φίλησέ την,
με τα δυο σου χεράκια αγκάλιασέ την,
στο στόμα της το στόμα σου έλα βάλε.
Ω βάρβαρων βασάνων εφευρέτες,
Έλληνες, τί σας φταίει τ᾽ αθώο παιδάκι
και το σκοτώνετ᾽ έτσι;
Στίχοι 726 - 765