Με το τραγικό τέλος του ήρωα του 1821, του Οδυσσέα Ανδρούτσου θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο. Δυστυχώς και ο συγκεκριμένος δολοφονήθηκε στο πλαίσιο των εσωτερικών ανταγωνισμών των Ελλήνων, στερώντας από την Επανάσταση έναν από τους γενναιότερους στρατιωτικούς της ηγέτες.
Τα παιδικά χρόνια του Οδυσσέα Ανδρούτσου και η παραμονή του στην αυλή του Αλή Πασά
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος γεννήθηκε στην Ιθάκη, πιθανότατα το 1788 ή το 1789. Υπάρχουν και αναφορές σύμφωνα με τις οποίες γεννήθηκε το 1790. Πατέρας του ήταν ο φημισμένος αρματολός Ανδρέας Βερούσης ή Ανδρούτσος από τους Λιβανάτες της Φθιώτιδας και μητέρα του η Ακριβή Τσαρλαμπά από την Πρέβεζα. Νονά του ήταν η δεύτερη σύζυγος του Λάμπρου Κατσώνη, Μαρία Σοφιανού που του έδωσε το όνομα Οδυσσέας, σύμφωνα με τη συνήθεια των Ελλήνων της εποχής να δίνουν στα παιδιά τους ονόματα μυθικών και ιστορικών Ελλήνων ηρώων. Ο πατέρας του Οδυσσέα θανατώθηκε από τους Τούρκους το 1797 μετά τη σύλληψή του από τους Βενετούς, καθώς είχε συνεργαστεί με τον Λάμπρο Κατσώνη. Να σημειώσουμε ότι το σπίτι του Ανδρέα Βερούση (Ανδρούτσου) στην Πρέβεζα, στο οποίο διέμενε μετά τον γάμο του με την Ακριβή Τσαρλαμπά, σωζόταν ως το 2011, οπότε κατεδαφίστηκε για να ανεγερθεί νέα οικοδομή. Πρόχειρα έρχεται στο νου μας η ανάλογη ιστορία του σπιτιού του Κωνσταντίνου Κανάρη στην Αθήνα (οδός Κυψέλης) όπου έχει χτιστεί πολυκατοικία. Αυτή η χώρα έχει έναν περίεργο τρόπο να «επιβραβεύει» και να... τιμά τους ήρωές της.
Επανερχόμαστε όμως στον Οδυσσέα Ανδρούτσο, ο οποίος το 1803 βρέθηκε στην αυλή του Αλή Πασά, ο οποίος σκόπευε να τον εκπαιδεύσει ως στέλεχος στο πασαλίκι των Ιωαννίνων. Ο Οδυσσέας ήταν από μικρός ευερέθιστος, σκληρός, αλλά ταυτόχρονα αποφασιστικός και μεγαλόψυχος. Ο Αλή τον χρησιμοποίησε αρχικά εναντίον των Γαρδικιωτών και των πασάδων της Αλβανίας που είχαν εκδηλώσει αποσχιστικές τάσεις. Το 1816 του ανέθεσε το αρματολίκι της Ρούμελης με έδρα τη Λιβαδειά κυρίως για να χτυπήσει τους αγάδες της Αττικής. Τότε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος παντρεύτηκε με την Ελένη Καρέλλη, προστατευόμενη της κυρά Βασιλικής.
Στη Λιβαδειά ο Ανδρούτσος γνώρισε πολλούς καπεταναίους με τους οποίους πολέμησε εναντίον των Τούρκων. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Κωνσταντίνο Σακελλίωνα Κοκοσιώτη, όμως έμεινε στο αρματολίκι του ως το 1820 οπότε αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει για να σωθεί από την καταδίωξη του Μπάμπα πασά που είχε οργανώσει εκστρατεία για την εκκαθάριση της περιοχής. Στη συνέχεια κατέφυγε στη Λευκάδα και πήρε μέρος στη σύσκεψη των οπλαρχηγών που έγινε στα τέλη Ιανουαρίου- αρχές Φεβρουαρίου 1821, στην οποία αποφασίστηκαν οι τρόποι δράσης κατά τον επικείμενο Αγώνα.
Στη συνέχεια ο Ανδρούτσος πέρασε στην Πάτρα και από κει στη Ρούμελη όπου έστειλε στις 22 Μαρτίου 1821 το περίφημο γράμμα του στους Γαλαξιδιώτες: «Εγώ καθώς το γνωρίζατε καλότατα μπορώ να ζήσω βασιλικά με πλούτη, δόξα και τιμές. Οι Τούρκοι ό,τι κι αν ζητήσω μου το δίνουνε παρακαλώντας, γιατί το σπαθί του Οδυσσέα δεν χωρατεύει. Έπειτα κοντά στα άλλα ενθυμούνται τον πατέρα μου που τους εζεμάτισε. Μα σας λέγω την πάσα αλήθεια αδέρφια δεν θέλω εγώ μονάχα να καλοπερνώ και το γένος μου να βογκά στη σκλαβιά. Μου καίγεται η καρδιά μου σα βλέπω και συλλογιούμαι πως ακόμα οι Τούρκοι μας τυραγνεύουν. Από το Μοριά μου στείλανε γράμματα πως είναι τα πάντα έτοιμα. Εγώ είμαι στο ποδάρι με τα παλικάρια μου… Στ’ άρματα αδέρφια. Ή θα ξεσκλαβωθούμε ή όλοι να πεθάνουν. Και βέβαια καλύτερο θάνατο δεν μπορεί να προτιμήσει κάθε χριστιανός και Έλληνας».
.
Η δράση του Οδυσσέα Ανδρούτσου κατά την Επανάσταση του 1821
Η συμβολή του Οδυσσέα Ανδρούτσου στην Επανάσταση του 1821 ήταν σημαντική. Η νίκη του στο Χάνι της Γραβιάς επί του Ομέρ Βρυώνη, η ανακατάληψη της Λιβαδειάς, η συμμετοχή του στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου, η νυχτερινή επιδρομή του στην Καπούρνα της Βοιωτίας επί των Οθωμανών στις 7 Ιουλίου 1823 και η πολιορκία των Τούρκων στο φρούριο της Χαλκίδας ήταν μερικές από αυτές. Ωστόσο είχε πολλούς εχθρούς οι οποίοι τον συκοφαντούσαν και τον υπονόμευαν. Το ίδιο συνέβαινε και στην πολιτική ηγεσία. Στις 16 Απριλίου 1822 διορίστηκε Χιλίαρχος, ενώ άλλοι αγωνιστές είχαν λάβει τον βαθμό του Στρατηγού!
Ο Ανδρούτσος τότε επέστρεψε το σχετικό δίπλωμα γράφοντας: «… όσες αντενέργειες μου κάνετε και σχέδια εναντίον μου, δια να χαθώ και εγώ, να χαθεί όλο το στράτευμα εξαιτίας μου μου είναι γνωστό. Λάβετε και το δίπλωμά σας οπίσω και εις το εξής δεν ανακατώνομαι σε τίποτα». Τον Μάιο του 1825 κατηγορήθηκε ως συνεργός στους φόνους του Αλεξίου Νούτσου και του Χρήστου Παλάσκα, καθαιρέθηκε από το αξίωμα του και αφορίστηκε.
Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και ο Ιωάννης Κωλέττης έτρεφαν μίσος για τον Ανδρούτσο. Ο δεύτερος ήταν και ο ηθικός αυτουργός της εξόντωσης του Οδυσσέα, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Αφορμή για τη σύλληψη και τη φυλάκιση του Ανδρούτσου ήταν τα καπάκια, η συμφωνία που έκανε με τον διαβόητο Ομέρ πάσα της Καρύστου, έναν από τους πλέον αξιόλογους Οθωμανούς αξιωματούχους που έδρασαν στα χρόνια του 1821 και που, ευτυχώς, δεν αξιοποιήθηκε περισσότερο από την πύλη.
Τα καπάκια
Τα καπάκια ήταν οι μυστικές συμφωνίες των οπλαρχηγών της Ρούμελης με τους Τούρκους. Με τα καπάκια επιβαλλόταν ανακωχή, προστατεύονταν πληθυσμοί από σφαγές και λεηλασίες και δινόταν πολύτιμος χρόνος ανασύνταξης. Ανάλογες συμφωνίες έκαναν κορυφαίοι οπλαρχηγοί: Καραϊσκάκης, Βαρνακιώτης, Ίσκος, Ράγκος, Στορνάρης, Γώγος Μπακόλας και βέβαια ο Ανδρούτσος και ήταν γνωστή και αποδεκτή τακτική. Όταν όμως ήρθε στην Ελλάδα και αναμείχθηκε στα πολιτικά πράγματα ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, μετέτρεψε τα καπάκια σε πέτρα σκανδάλου και πολιτικό επιχείρημα, καθώς με πρόσχημα τις επαφές με τον εχθρό ο Φαναριώτης διπλωμάτης και πολιτικός μπορούσε να διαχωρίζει τους καπετάνιους σε «προδότες» και «πατριώτες», ανάλογα με τις πολιτικές του επιδιώξεις. Η τακτική αυτή είχε οδυνηρές συνέπειες: ο Βαρνακιώτης εξοβελίστηκε, ο Καραϊσκάκης δικάστηκε ως προδότης, ο Γώγος Μπακόλας προσχώρησε στους Τούρκους και ο Ανδρούτσος είχε το τραγικό τέλος που θα δούμε στη συνέχεια…
Κορυφαίο παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση καπεταναίων, που μετά την πτώση του Μεσολογγίου το 1826, προσκύνησαν τον Κιουταχή. Αυτοί ήταν οι: Μήτσος Κοντογιάννης, Σιαφάκας, Τράκας, Ρούκης, Ράγκος (έμπιστος του Μαυροκορδάτου που προσκύνησε μάλιστα για δεύτερη φορά), Τσόγκας Στάικος, Δυοβουνιώτης, Πεσλής, Γιολδασαίοι, Σωτήρης Στράτος και Ανδρέας Ίσκος, ο οποίος ήταν μάλιστα ένα από τα έντεκα μέλη της καινούριας Διοικητικής Επιτροπής (Πηγή: Δημήτρης Φωτιάδης, «Η Επανάσταση του 1821»). Πάντως, όλοι οι παραπάνω στη συνέχεια, σταδιακά, εγκατέλειψαν τους Τούρκους, πολέμησαν εναντίον τους και, αρκετοί από αυτούς, κατέλαβαν κυβερνητικές θέσεις.
Η σύλληψη του Ανδρούτσου
Στα τέλη του 1824 ο Οδυσσέας Ανδρούτσος είχε μείνει χωρίς χρήματα για τις ανάγκες του στρατού του. Μόνη του ελπίδα πλέον, αφού η κυβέρνηση του Κουντουριώτη πίεσε τον ταμία Ι. Μελά να πάρει πίσω 25.000 γρόσια που του είχε δώσει (τα χρήματα επέστρεψε ο ίδιος ο Οδυσσέας καθώς δεν ήθελε να καταστραφεί ένας απλός υπάλληλος), ήταν ένα ομόλογο για 14.608 γρόσια υπογεγραμμένο στις 22/10/1822 από 35 προύχοντες της Αθήνας, για την αγορά εφοδίων για το κάστρο της Ακρόπολης. Έστειλε λοιπόν, γράμματα στους προύχοντες της πόλης για την εξόφληση του ομόλογου.
Αυτοί του απαντούσαν στερεότυπα: «Το Κάστρον είναι της Διοικήσεως και όλου του Έθνους» και ότι πρέπει να απευθυνθεί στην κυβέρνηση για να πάρει να χρήματα. Απηυδισμένος ο Ανδρούτσος, ζητά στις 17 Φεβρουαρίου 1825 από τους προύχοντες, μέσα σε πέντε μέρες να του απαντήσουν αν θα του πληρώσουν το ομόλογο, αλλιώς θα κάψει τις ελιές και τα σπαρτά της Αθήνας. Αυτό έδωσε ευκαιρία στην κυβέρνηση να διατάξει την άμεση σύλληψη του «δειλού και άπιστου Οδυσσέα» με πρόσχημα ότι, δήθεν συνεννοείται με τους Τούρκους για να τους παραδώσει τις επαρχίες της ανατολικής Ελλάδας.
Οι προσπάθειες του Ανδρούτσου να μεταπείσει την κυβέρνηση με μεσολάβηση των Γκίκα Καρακατσάνη και Μιλαΐτη απέτυχαν. Ο πιο ανένδοτος στο Εκτελεστικό ήταν ο Ιωάννης Κωλέττης που είχε ερωμένη τη χήρα του Παλάσκα που σκοτώθηκε από ανθρώπους του Ανδρούτσου. Ο Οδυσσέας αποφάσισε να μεταβεί στην απρόσιτη σπηλιά του, στη Μαύρη Τρύπα στον Παρνασσό. Τότε όμως έλαβε το ακόλουθο γράμμα από τον Καραϊσκάκη: «Εις τα σπήλαια πηγαίνουν αι αρκούδαις και μένουν, ουχί δε το λεοντάρι ο υιός του Ανδρίτσου, αλλά να φροντίσει να αντικρούσει παν κατ’ αυτού κίνημα και άμα κτυπήσει το πρώτον ντουφέκι, το δεύτερο θα ήτο του Καραΐσκάκη».
Τότε ο Ανδρούτσος έκανε το μοιραίο λάθος να διαμηνύσει στον Ομέρ πασά της Εύβοιας πως πλέον δεν θα είναι εχθρός των Τούρκων, αλλά πρόθυμος να υπηρετήσει κάτω από τις διαταγές του. Ο Ομέρ του έστειλε 400-600 Τουρκαλβανούς, ιππείς και πεζούς. Με αυτούς και με τους δικούς του άνδρες ο Οδυσσέας κινήθηκε προς τους Λιβανάτες και ζήτησε αμνηστία από την κυβέρνηση.
Όλοι σχεδόν οι αγωνιστές του ’21 και οι ιστορικοί κατακρίνουν τον Ανδρούτσο γι’ αυτή του την ενέργεια. Ωστόσο αρκετοί γράφουν ότι ο ίδιος δεν είχε συνειδητοποιήσει εκείνη τη στιγμή πως ουσιαστικά διαπράττει προδοσία… Ο Ιωάννης Γκούρας άλλοτε πρωτοπαλίκαρο του Ανδρούτσου, ανέλαβε Αρχιστράτηγος της ανατολικής Ελλάδας. Στα μέσα Μαρτίου 1825, με 6.000 στρατιώτες υπό τις διαταγές του και με τους καπεταναίους Κριεζώτη, Ρούκη, Νάκο Πανουργιά, Γιωργάκη Δυοβουνιώτη, Κατσικογιάννη και άλλους έφθασε στη Λιβαδειά. Προσκαλεί μικρούς και μεγάλους να οπλιστούν και να ενωθούν μαζί του για να εκδικηθούν τον «εξωλέστατο» Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον «μιαρότατο» σύμβουλό του Άγγλο Τρελόνι. Μάλιστα ο νέος Αρχιστράτηγος προσπάθησε να προσεταιριστεί τον ετεροθαλή αδερφό του Ανδρούτσου, Γιαννάκη Φιλιππίδη, τάζοντάς του όλα τα μέρη που κατείχε ο Οδυσσέας.
Βλέποντας το μεγάλο πλήθος το οποίο είχε σταλεί εναντίον του, ο Ανδρούτσος με 300-400 άνδρες (ο αριθμός διαφέρει ανάλογα με την πηγή) και με 400-600 Τουρκαλβανούς εγκαταστάθηκαν κοντά στο μοναστήρι Βολιβού. Στις μάχες που ακολούθησαν, τα ελληνικά στρατεύματα επικράτησαν των Τούρκων. Στις 4 Απριλίου ο Οδυσσέας συναντήθηκε κρυφά με τον παλιό του φίλο Κριεζώτη, ο οποίος του εγγυήθηκε ότι πρέπει να εγκαταλείψει τους Τούρκους και ότι δεν κινδυνεύει από κανέναν. Το ίδιο έκανε και ο Γκούρας. Οι Τούρκοι άρχισαν να υποπτεύονται τον Οδυσσέα και ζήτησαν για ομήρους τα αδέρφια του και τον γραμματικό (γραμματέα του) Γεωργαντά, οι οποίοι όμως κατόρθωσαν να δραπετεύσουν. Στις 5 Απριλίου, όπως είχε συμφωνήσει ο Ανδρούτσος με τον Κριεζώτη, οι Έλληνες χτύπησαν το στρατόπεδο στους Λιβανάτες. Πάνω στη μάχη, ο Οδυσσέας με τα παλικάρια του εγκατέλειψαν τους Τούρκους. Οι λίγοι άντρες του που δεν πρόλαβαν να φύγουν, σφάχθηκαν από τους Τούρκους για εκδίκηση. Ο Γκούρας, ο Βάσος (Μαυροβουνιώτης) και ο Κριεζώτης ορκίστηκαν στη μονή των Λιβανατών ότι δεν υπάρχει περίπτωση να κακοποιηθεί ο Ανδρούτσος. Μάλιστα, ο Διονύσιος Κόκκινος γράφει: «Δεν εφαίνετο δε ν’ αποδίδεται υπό του Κριεζώτου και του Γκούρα μεγάλη σημασία εις το ότι εις ώραν οργής και συσκοτισμού της σκέψεως συνέπραξεν με ένα τουρκικόν απόσπασμα».
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος στην Αθήνα
Αρχικά ο Ανδρούτσος έμεινε στο στρατόπεδό του. Καθώς όμως δεν είχε χρήματα για να πληρώνει τους άνδρες του, τους άφησε να φύγουν. Ζήτησε να μεταβεί στη σπηλιά του για να ησυχάσει. Ο Γκούρας, υποτίθεται για ασφάλεια, έδωσε εντολή να τον συνοδεύσει ο Παπακώστας με πολυάριθμη φρουρά. Ο Γεωργαντάς αντιλήφθηκε τις πραγματικές προθέσεις του Γκούρα και συμβούλευσε τον Οδυσσέα να βρει ευκαιρία να φύγει, καθώς είχε γρήγορο άλογο. Πραγματικά, καθώς στο δρόμο εμφανίστηκε μία αλεπού, ο Ανδρούτσος άρχισε να την κυνηγάει και έφυγε μακριά από τους υπόλοιπους. Καθώς όμως είχε αποφασίσει να συνεργαστεί με την κυβέρνηση, επέστρεψε κοντά στον Παπακώστα και τους υπόλοιπους. Όταν έφτασαν όμως στη Μαύρη Τρύπα, ο Παπακώστας συνέλαβε τον Ανδρούτσο και τον οδήγησε δεμένο στη Μονή Ντομπού. Όταν έμαθαν τα νέα ο Κώστας Μπότσαρης, ο Τζαβέλας και ο Καραϊσκάκης έγιναν έξαλλοι. Μάλιστα ο τελευταίος είπε: «Ο παλιόβλαχος ο Γκούρας να κρατάει το λιοντάρι της Ρούμελης. Ας φτάσω εκεί και βλέπουμε».
Οι προσπάθειές τους όμως να απελευθερώσουν τον Ανδρούτσο απέτυχαν. Ο Γκούρας φοβήθηκε και έδωσε εντολή στον Παπακώστα να τον μεταφέρει άμεσα στην Αθήνα. Εκεί ο Μαμούρης, συγγενής του Γκούρα κι αντιφρούραρχος, άφησε ελεύθερο τον Ανδρούτσο να κυκλοφορεί στην πόλη, όμως έβαζε δικούς του ανθρώπους να τον βρίζουν ή να τον χλευάζουν. Ο Οδυσσέας τους απαντούσε ή προσπαθούσε να τους επιτεθεί. Έτσι, οι άνδρες του Γκούρα τον έπιασαν και τον φυλάκισαν στον φράγκικο πύργο (γουλά), απέναντι από τον ναό της Απτέρου Νίκης και τον έδεσαν χειροπόδαρα με χοντρές αλυσίδες, στις οποίες κρέμασαν σιδερένιες μπάλες. Ο πύργος αυτός, ύψους 26 μέτρων, χτίστηκε είτε από τον οίκο Ντε Λα Ρος που ηγεμόνευσε στην Αθήνα από το 1205 ως το 1308 ή από τους Ατσαγιόλι, που κατείχαν την πόλη από το 1388 ως το 1458 που η Αθήνα έπεσε στα χέρια των Τούρκων (είχε μεσολαβήσει η κυριαρχία της Καταλανικής Εταιρείας στην Αθήνα). Βέβαια για να χτιστεί ο πύργος αυτός γκρεμίστηκε μέρος των Προπυλαίων και έγινε χρήση των μαρμάρων τους. Όταν ο πύργος γκρεμίστηκε το 1874, υπήρχαν έντονες αντιδράσεις, κυρίως στο εξωτερικό…
Το τραγικό τέλος του Οδυσσέα Ανδρούτσου
Τη νύχτα της 4ης προς 5η Ιουνίου 1825, με κρύο και ψιλόβροχο, μπήκαν στον φράγκικο πύργο της Ακρόπολης ο Μαμούρης, ο Παπακώστας κι ο Τριανταφυλλίνας, αφού έδωσαν εντολή στον φρουρό Κωνσταντίνο Καλαντζή, 21 ετών τότε, να αποχωρήσει. Στη θέση του Καλαντζή άφησαν έναν Σουλιώτη για φρουρό. Οι τρεις άνδρες σκόπευαν να δολοφονήσουν τον Ανδρούτσο. Αυτός αντιστάθηκε, αν και αλυσοδεμένος. Τότε ο Τριανταφυλλίνας τον άρπαξε από τα γεννητικά του όργανα και στρίβοντάς τα τον έκανε να λιποθυμήσει. Ο Σουρμελής γράφει ότι «εκτελεστής του θανάτου ήταν ιερεύς στρατιωτικός -δηλαδή ο Παπακώστας- όστις εξεδικήθη εναντίον του, δια το προς τους ιερείς μίσος (του Ανδρούτσου)».
Επικεφαλής των τριών ήταν ο Γιάννης Μαμούρης, συγγενής του Γκούρα. Ο Τριανταφυλλίνας μισούσε τον Ανδρούτσο, γιατί τον είχε χαστουκίσει στο παρελθόν. Μάλιστα κάποτε στο Ναύπλιο είχε επιχειρήσει να τον σκοτώσει, αλλά απέτυχε. Ο Παπακώστας, εκτός από την εμπλοκή του στη δολοφονία του Ανδρούτσου, δεν έχει συμμετοχή κάπου αλλού…
Αφού σκότωσαν τον Ανδρούτσο τον έριξαν κάτω από την Ακρόπολη. Ύστερα έδεσαν ένα σχοινί στο παράθυρο του κελιού του και άφησαν να διαδοθεί ότι ο Οδυσσέας σκοτώθηκε στην προσπάθειά του να δραπετεύσει. Μάλιστα η «Εφημερίδα των Αθηνών» έγραφε στις 5 Ιουνίου: «Σήμερον ετελείωσε τον δρόμον της ζωής του ο Οδυσσεύς Ανδρούτσος». Μετά τη γενική κατακραυγή, σε επόμενο φύλλο της, υιοθετεί την εκδοχή του θανάτου του Ανδρούτσου στην προσπάθειά του να δραπετεύσει. Αυτή την άποψη διατύπωσε στη συνέχεια και ο Ιταλός ιατροδικαστής Vitali, ο οποίος κλείνει την έκθεσή του ως εξής: «Το ύφος του πύργου από τον οποίον κατεκρημνίσθη ο Οδυσσεύς είναι 108 ποδών (περίπου 33 μέτρα). Τα δε θραύσματα του κροταφικού οστού επί του οποίου το κάταγμα, προσβαλόντα τον εγκέφαλον επέφεραν αυτοστιγμεί (άμεσα) τον θάνατον, άξιον εις κακούργον προδότην της πατρίδος». Είναι πρωτοφανές το γεγονός ότι ιατροδικαστής σε έκθεσή του για τα αίτια θανάτου κάποιου να χρησιμοποιεί τέτοιους χαρακτηρισμούς...
Πάντως, ο Σ. Τρικούπης και ο Δ. Σουρμελής ήταν οι πρώτοι που έγραψαν για δολοφονία του Ανδρούτσου. Η αλήθεια αποκαλύφθηκε πλήρως στις 25 Δεκεμβρίου 1898, όταν ο δικηγόρος Σ. Φόρτης δημοσίευσε στην εφημερίδα «Καιροί» τη μαρτυρία του Κωνσταντίνου Καλαντζή το 1863 (τότε ήταν ταγματάρχης της φάλαγγας). Ο Καλαντζής, φρουρός του Ανδρούτσου που υποχρεώθηκε να φύγει, κατασκόπευε κρυφά τι κινήσεις των δολοφόνων. Ενδεικτικά είναι όσα είπε ο Ανδρούτσος σε αυτούς: «Ωρέ, ξέρω καλά ποιος σας έστειλε εδώ και γιατί ήρθατε τέτοια ώρα εδώ μέσα. Δε μ’ λύνεται τόνα μου χέρι να σας δείξω ποιος είμαι και πώς με λένε; Αυταίς εδώ τις σαπιοκοιλιαίς δεν τις συνερίζομαι, μα συ μωρέ Γιάννη (Μαμούρη), γιατί;».
Ο Αυστριακός διπλωμάτης και ο φιλέλληνας Πρόκες Φον Όστεν που βρισκόταν τότε στην Αθήνα επιβεβαιώνουν τα περί στραγγαλισμού του Ανδρούτσου: «Λένε πως ο Κωλέττης ήταν εκείνος που έβαλε ανθρώπους και τον στραγγάλισαν στην Αθήνα, γιατί ο Οδυσσέας πέθανε με αυτόν τον τρόπο μου το επιβεβαίωσε ο γιατρός Dr. Vitali, που είχε αναλάβει να κάνει τη νεκροψία. Επίσης, μου έδειξαν και το άτομο που δέχτηκε να τον χρησιμοποιήσουν γι’ αυτή τη δουλειά. Βέβαια, ο Dr. Vitali, στην επίσημη έκθεσή του, ανέφερε άλλα πράγματα...
Επίλογος
Σύμφωνα με τον Κ. Καλαντζή, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ακόμη και μετά τον θάνατό του αντιμετωπίστηκε με άθλιο τρόπο: «Μετά ταύτα έγινεν η κηδεία του πολύ καταφρονημένη και χειρότερα και του τελευταίου καταδίκου. Τον έθαψαν σα σκυλί εις τον ναόν του Αγίου Δημητρίου (Λουμπαρδιάρη) προς δυσμάς της Ακροπόλεως». Τα λείψανά του ανακόμισε η σύζυγός του το 1833, ενώ η οριστική ανακομιδή των οστών του στο Α’ νεκροταφείο έγινε μόλις το 1865, καθώς ο Όθωνας, όσο ήταν βασιλιάς, δεν ήθελε να θίξει τον πιστό του Μαμούρη, έναν από τους δολοφόνους του Ανδρούτσου…
Η οριστική αποκατάστασή του έγινε στις 25/2/1873 στον φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσός» με διάλεξη από τον φοιτητή Κωνσταντίνο Παπαμιχαλόπουλο. Στο ακρωτήριο βρισκόταν και η ηλικιωμένη πλέον σύζυγός του, Ανδρούτσου Ελένη, στην οποία αναφέρθηκε ο Παπαμιχαλόπουλος δείχνοντάς την. Ολόκληρο το ακροατήριο, στο οποίο βρίσκονταν και πολλοί που δε την γνώριζαν σηκώθηκε όρθιο «και απένειμε παντοίας ενδείξεις τιμής προς την πρεσβύτιδα». (Μπάμπης Άνινος).
Ο γιος του Οδυσσέα και της Ελένης Λεωνίδας, πήγε στο Μόναχο όπου πέθανε σε ηλικία μόλις 12 ετών…
Πηγές:
Δημήτρης Φωτιάδης, «Η επανάσταση του 1821» Τόμος γ’, Τρίτη έκδοση 2018.
Σαράντος Ι. Καργάκος, «Η ελληνική επανάσταση του 1821».
Διονυσίου Α. Κόκκινου, «Η ελληνική επανάστασις», εκδόσεις «Μέλισσα», 1974.
Μιχάλης Στούκας
https://www.protothema.gr