Kαι τώρα είχα φτάσει πια σε σημείο που η ταλαιπωρία μου είχε ξεπεράσει τα ανθρώπινα όρια. Κι αυτό το κτήνος, που του είχα καταστρέψει το σύντροφο με τόσο περιφρονητικό τρόπο, αυτό το κτήνος να με διαλύει, εμένα που ήμουνα πλασμένος κατ’ εικόνα του Μεγάλου Θεού – τόσο πολύ με έκανε να υποφέρω! Αλίμονο! Δεν ξανάχα πια, ούτε τη μέρα ούτε τη νύχτα, την ευλογία της ανάπαυσης! Tη μέρα δε μ’ άφηνε ούτε στιγμή μόνο μου αυτό το πλάσμα και τη νύχτα πεταγόμουν κάθε τόσο και λιγάκι από όνειρα ανείπωτου φόβου, πως θα ’βρισκα την καυτή ανάσα αυτού του πράγματος στο πρόσωπό μου και το τεράστιο βάρος του –η προσωποποίηση ενός εφιάλτη που δεν μπορούσα να τινάξω από πάνω μου– να κάθεται αιώνια πάνω στην καρδιά μου!
Kάτω από την πίεση του μαρτυρίου αυτού χάθηκαν μέσα μου και τα τελευταία απομεινάρια του καλού. Μόνοι μου σύντροφοι έμειναν οι δαιμονικές σκέψεις – οι πιο σκοτεινές και δαιμονικές σκέψεις που υπάρχουν. Η κακή διάθεση, που με χαρακτήριζε συνήθως, μετατράπηκε σε μίσος για όλα και για όλους. Εκείνη που υπέφερε συχνότερα και περισσότερο απ’ όλους από τις ξαφνικές, συχνές και ανεξέλεγκτες εκρήξεις της οργής μου –στην οποία είχα παραδοθεί τυφλά– ήταν, αλίμονο, η γυναίκα μου, που τα δεχόταν όλα αδιαμαρτύρητα.
Μια μέρα, η γυναίκα μου με συνόδευε, για μια σπιτική δουλειά που προέκυψε, στο κελάρι του παλιού εκείνου κτίσματος που μας ανάγκασε η φτώχεια να χρησιμοποιούμε σαν σπίτι. Ο γάτος με ακολούθησε στα απότομα σκαλιά του κελαριού και έγινα έξω φρενών, όταν λίγο έλειψε να με ρίξει κάτω με το κεφάλι. Σήκωσα ένα τσεκούρι και, ξεχνώντας μέσα στην οργή μου εκείνο τον παιδιάστικο φόβο που μου συγκρατούσε το χέρι μέχρι εκείνη τη στιγμή, το κατέβασα πάνω στο ζώο. Το χτύπημα θα ήταν βέβαια μοιραίο στη στιγμή, αν γινόταν όπως το ’θελα. Αλλά το κατέβασμα του τσεκουριού σταμάτησε από το χέρι της γυναίκας μου. Η παρέμβασή της μού προκάλεσε μια καταστρεπτική μανία χειρότερη και από δαιμονική. Ελευθέρωσα το χέρι μου από το κράτημά της και κάρφωσα το τσεκούρι στα μυαλά της. Έπεσε νεκρή επιτόπου χωρίς ούτε ένα βογκητό. Έχοντας διαπράξει αυτόν τον απαίσιο φόνο, έβαλα στη συνέχεια στόχο μου να κρύψω το πτώμα, με όλες τις προφυλάξεις που έπρεπε να πάρω. Ήξερα πως δεν μπορούσα να το απομακρύνω από το σπίτι, ούτε τη μέρα ούτε τη νύχτα, χωρίς να κινδυνέψω να με δουν οι γείτονες. Μου πέρασαν πολλές ιδέες από το μυαλό. Τη μια φορά σκέφτηκα να τεμαχίσω το πτώμα και να το κάψω. Την άλλη αποφάσισα να σκάψω έναν τάφο στο πάτωμα του κελαριού. Μετά σκέφτηκα να το θάψω στο πηγάδι που είχαμε στην αυλή – ή να το πακετάρω σ’ ένα κουτί σαν να ήταν κάποιο εμπορικό προϊόν και να φωνάξω κάποιον μεταφορέα να το πάρει απ’ το σπίτι. Τελικά μου ’ρθε μια ιδέα που φαινόταν πολύ πιο πρόσφορη απ’ όλες τις άλλες. Αποφάσισα να το εντοιχίσω σε κάποιον από τους τοίχους του κελαριού, όπως είχα διαβάσει ότι έκαναν οι μοναχοί στα θύματά τους το Μεσαίωνα. (…)
Το επόμενο βήμα ήταν να ψάξω για κείνο το κτήνος που τα προκάλεσε όλα αυτά. Ήμουν πια αποφασισμένος να τον σκοτώσω. Αν τον πετύχαινα εκείνη τη στιγμή, δεν θα υπήρχε καμιά αμφιβολία για την τύχη του. Φαίνεται όμως πως το πανούργο ζώο είχε τρομάξει απ’ τη βιαιότητα που είχα δείξει στο προηγούμενό μου ξέσπασμα και απέφευγε να εμφανιστεί μπροστά μου, ξέροντας τις διαθέσεις μου. Μου είναι αδύνατον να περιγράψω ή να φανταστώ το βαθύ κι ευτυχισμένο εκείνο αίσθημα ανακούφισης που μου ’δινε η απουσία αυτού του απεχθούς πλάσματος. Τη νύχτα δεν εμφανίστηκε καθόλου. Κι έτσι κατάφερα εκείνο το βράδυ, για πρώτη φορά από τότε που τον έφερα στο σπίτι, να κοιμηθώ ήσυχα και βαθιά. Μάλιστα, κοιμήθηκα, παρά το βάρος του φόνου στην ψυχή μου. Πέρασε κι η δεύτερη κι η τρίτη μέρα χωρίς να εμφανιστεί ο βασανιστής μου. Για μια ακόμα φορά ανέπνευσα σαν ελεύθερος άνθρωπος. Το τέρας είχε τρομοκρατηθεί και εξαφανιστεί από το σπίτι μια για πάντα! (…)
Την τέταρτη μέρα μετά το φόνο ήρθαν κάποιοι αστυνομικοί, τελείως απρόσμενα, και ξανάρχισαν να ερευνούν εξονυχιστικά το σπίτι (…)Οι τοίχοι αυτοί –φεύγετε, κύριοι;– οι τοίχοι αυτοί είναι πολύ καλά στερεωμένοι». Και, μέσα στην τρέλα της προσποιητής μου γενναιότητας, χτύπησα με ένα μπαστούνι που κρατούσα στο χέρι μου εκείνο ακριβώς το κομμάτι του τοίχου πίσω από το οποίο στεκόταν το πτώμα της γυναίκας μου. Θεέ μου, προστάτευέ με και φύλαγέ με απ’ τα νύχια του Αρχιδαίμονα! Πριν καλά καλά σβήσει ο ήχος απ’ τα χτυπήματά μου, μια φωνή απάντησε μέσα από τον τάφο! Μια φωνή πνιγμένη και σπασμένη στην αρχή, σαν κλάμα μικρού παιδιού, που ύστερα άλλαξε σε ένα μακρόσυρτο, δυνατό και αδιάκοπο ουρλιαχτό, τελείως αφύσικο και καθόλου ανθρώπινο –μια κραυγή– μια στριγγλιά που ήταν μισή τρόμος και μισή θρίαμβος, που μόνο απ’ την κόλαση θα μπορούσε να ’χει βγει, απ’ τα λαρύγγια των καταδικασμένων να ζουν μέσα στην αιώνια αγωνία και των διαμόνων που αγάλλονται μέσα στον κόσμο της κατάρας. Δεν έχει νόημα να μιλήσω για τα δικά μου συναισθήματα εκείνη τη στιγμή. Έμεινα άναυδος κι ακούμπησα στον απέναντι τοίχο. Για μια στιγμή, οι αστυνομικοί έμειναν ακίνητοι στις σκάλες, καταφοβισμένοι και κατατρομαγμένοι. Την επόμενη στιγμή, μια ντουζίνα χέρια όρμησαν στον τοίχο. Ο τοίχος σωριάστηκε μονομιάς. Το πτώμα, ήδη σε μεγάλο βαθμό αλλοιωμένο και πανιασμένο, στεκόταν όρθιο μπροστά μας. Πάνω στο κεφάλι του, με στόμα κατακόκκινο και το μοναδικό του μάτι όλο φωτιά, καθόταν το απαίσιο κτήνος που με είχε οδηγήσει στο φόνο και που η μαρτυριάρικη φωνή του με έστελνε τώρα στο δήμιο. Μαζί με το πτώμα είχα εντοιχίσει και το τέρας.
Έντγκαρ Άλλαν Πόε, Ο μαύρος γάτος, σελ. 97 – 99, 101, 102, 103 αποσπασματικά, 104, μτφρ.: Μαρία Κατή, Εκδόσεις Πατάκη, 2009