15.4.23

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ: «Αμάρτησε;»

«…Της έριξε μια ματιά κι άρχισε να κοινωνάει τον κόσμο, που κατά το συνήθιο ήταν πολύς αυτή την ημέρα. Κι εκοινωνούσαν πρώτοι οι γέροντες, που έστρεφαν πρώτα προς το λαό ζητώντας συγχώρηση, και κατόπι οι επίλοιποι οι άντρες, και τέλος οι γυναίκες. Κι ανάμεσά τους ήταν εκείνη. Κάθε τόσο ο παπάς την εκοίταζε. Μα έβλεπε κιόλας πως κι ο γέροντας πατέρας όλο ανησυχούσε περσότερο, βλέποντας ν’ αφήνει να διαβαίνουν άλλες μπροστά της. Τον είδε να παρατηρεί προσεχτικός την κόρη του και να ζυγώνει σιμά της. Κι αυτή, ωχρή τότες, με δειλό βήμα και σαν αλαλιασμένη, έβαλε το πόδι της στο πρώτο σκαλί. Ο πατέρας σιμά της εκοίταζε. Και μ’ αγαλλίασή του είδε τον άγιο γέροντα να της βάζει, ατάραχος, τώρα, τη λαβίδα με την κοινωνία στο στόμα, ενώ με την ψιλή του φωνή επρόφερνε τα τυπικά:
– Εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν την αιώνιον».