Εδώ άρχισα αυτές τις πραγματικά κανιβαλικές επιδρομές, που ’χουν τόση μεγάλη σημασία για μένα. Όχι πια νεκρά μικροπούλια ψημένα στη φωτιά, αλλά ζωντανό ανθρώπινο κρέας, τρυφερή νόστιμη ανθρώπινη σάρκα, μυστήρια όμοια μ’ ολόφρεσκα συκώτια που να στάζουν αίμα, εξομολογήσεις όμοιες με πρησμένους όγκους, που ’χουν διατηρηθεί μέσα στον πάγο. Έμαθα να μην περιμένω το θύμα μου να πεθάνει, αλλά να το κατατρώγω με γερές δαγκωματιές, την ώρα ακόμα που μιλούσε. Όταν σηκωνόμουν συχνά, από το μισοτελειωμένο γεύμα, ανακάλυπτα ότι τότε δεν επρόκειτο παρά για έναν παλιό μου φίλο, που τον είχα αφήσει μ’ ένα πόδι ή μ’ ένα χέρι λιγότερο. Μερικές φορές τον άφηνα να κείτεται εκεί – κι ήταν τότε ένας ακρωτηριασμένος κορμός γεμάτος βρόμικα έντερα.
Μια και ήμουν άνθρωπος της πόλης, της μοναδικής πόλης του κόσμου, γιατί δεν υπάρχει σ’ όλον τον κόσμο μέρος σαν το Μπροντγουαίη, συνήθιζα να περπατώ πάνω κάτω, κοιτάζοντας τα κατάφωτα χοιρομέρια και τις άλλες λιχουδιές. Ήμουν ολότελα σχιζοφρενής. Ζούσα αποκλειστικά στο γερούνδιο, που το καταλάβαινα μονάχα στα λατινικά. Προτού να ’χω ακούσει να μιλάνε γι’ αυτή στο Μαύρο Βιβλίο, συγκατοικούσα κιόλας με τη Χίλντα, γιγάντιο υπερσάρκωμα των ονείρων μου. Πέρασα μαζί της όλες τις μοργανατικές αρρώστιες, κι ακόμα μερικές που ήταν ex cathedra. Είχαμε για κατοικία το κουφάρι των ενστίκτων και για τροφή τις γαγλιανές μνήμες. Δεν υπήρξε ποτέ ζήτημα για ένα σύμπαν αλλά για εκατομμύρια και δισεκατομμύρια, που συνενωμένα δεν ήταν μεγαλύτερα απ’ το κεφάλι μιας καρφίτσας. Ήταν ένας φυτικός ύπνος στις έρημες μοναξιές του μυαλού. Ήταν το παρελθόν, που μοναχό του αγκαλιάζει την αιωνιότητα.
Μια και ήμουν άνθρωπος της πόλης, της μοναδικής πόλης του κόσμου, γιατί δεν υπάρχει σ’ όλον τον κόσμο μέρος σαν το Μπροντγουαίη, συνήθιζα να περπατώ πάνω κάτω, κοιτάζοντας τα κατάφωτα χοιρομέρια και τις άλλες λιχουδιές. Ήμουν ολότελα σχιζοφρενής. Ζούσα αποκλειστικά στο γερούνδιο, που το καταλάβαινα μονάχα στα λατινικά. Προτού να ’χω ακούσει να μιλάνε γι’ αυτή στο Μαύρο Βιβλίο, συγκατοικούσα κιόλας με τη Χίλντα, γιγάντιο υπερσάρκωμα των ονείρων μου. Πέρασα μαζί της όλες τις μοργανατικές αρρώστιες, κι ακόμα μερικές που ήταν ex cathedra. Είχαμε για κατοικία το κουφάρι των ενστίκτων και για τροφή τις γαγλιανές μνήμες. Δεν υπήρξε ποτέ ζήτημα για ένα σύμπαν αλλά για εκατομμύρια και δισεκατομμύρια, που συνενωμένα δεν ήταν μεγαλύτερα απ’ το κεφάλι μιας καρφίτσας. Ήταν ένας φυτικός ύπνος στις έρημες μοναξιές του μυαλού. Ήταν το παρελθόν, που μοναχό του αγκαλιάζει την αιωνιότητα.
Ανάμεσα στη χλωρίδα και την πανίδα των ονείρων μου, μακρινές φωνές με καλούσαν, που τις έφερναν παραμορφωμένα κι επιληπτικά όντα. Κάποτε τύχαινε να μ’ επισκεφτεί ο Χανς Κάστορς. Μαζί του διαπράτταμε αθώα εγκλήματα. Αν πάλι τύχαινε να ’ναι μια λαμπρή παγωμένη μέρα, έκανα ένα γύρο στον ποδηλατόδρομο καβάλα στο ποδήλατό μου. Όμως το πιο διασκεδαστικό ήταν ο μακάβριος χορός. Αφού πλενόμουν ολόκληρος στο νεροχύτη, άλλαζα τα εσώρουχά μου, ξυριζόμουν, πουδραριζόμουν, χτενιζόμουν κι έβαζα τα σκαρπίνια του χορού. Νιώθοντας αφύσικα ελαφρός μέσα κι έξω, στριφογύριζα γι’ αρκετή ώρα ανάμεσα στο πλήθος, ώσπου ν’ αποκτήσω τον κατάλληλο ανθρώπινο ρυθμό του βάρους και της ύπαρξης της σάρκας. Ύστερα ορμούσα κατευθείαν όπως η μέλισσα στην πίστα, άρπαζα μια καμπούρα μεθυσμένης σάρκας κι άρχιζα τη φθινοπωρινή πιρουέτα. Έτσι, τρύπωσα μια νύχτα σ’ ένα κέντρο, που το διατηρούσε ένας μαλλιαρός Έλληνας , και κουτούλησα πάνω της. Ήταν μελανιασμένη, άσπρη σαν κιμωλία, χωρίς ηλικία. Δεν ήταν μονάχα ή αδιάκοπη παλινδρομική κίνηση, αλλά ο ατέλειωτος καταρράχτης, ο αισθησιασμός της εσωτερικής ανησυχία. Αιθέρια αλλά και με κάποιο απλουστικό βάρος, είχε το μαρμαρένιο βλέμμα του θαμμένου στη λάβα φούρνου. Έφτασε η ώρα σκέφτηκα να ξανάρθω, χωρίς να βιάζομαι, από την περιφέρεια.Κινήθηκα για να ξαναφτάσω στο κέντρο. Μάταια. Το έδαφος έφευγε κάτω απ’ τα πόδια μου. Κάτω απ’ τα έκπληκτα πατήματά μου η γη γλιστρούσε αστραπιαία. Απομακρυνόμουν ξανά από τη γήινη ζώνη και να που τα χέρια μου γιόμισαν από λουλούδινα μετέωρα. Άπλωσα κατά τη μεριά της τα δυο πύρινα χέρια μου, αλλά μου γλιστρούσε πιο γρήγορα κι από την άμμο. Θυμήθηκα τους ευνοούμενους εφιάλτες μου, αλλά δεν έμοιαζε με τίποτα μ’ όσα μου ’χαν κοστίσει τόσον ιδρώτα κι άναρθρες κουβέντες. Συνεπαρμένος απ’ την έκσταση άρχισα να χοροπηδάω και να χλιμιντρίζω. Αγόρασα βατράχους και τους ζευγάρωσα με φρύνους. Σκέφτηκα να κάνω το ευκολότερο πράγμα, δηλαδή να πεθάνω, αλλά δεν έκανα τίποτα. Στάθηκα ακίνητος και προσπαθούσα να πετρώσω τ’ άκρα μου. Ήταν μια τόσο θαυμάσια, τόσο θεραπευτική, τόσο υπέροχα αισθητική περιπέτεια, που άρχισα να κλαίω μ’ όλη μου την καρδιά σαν μια ύαινα που βρίσκεται σε οργασμό.
Ίσως να μετατρεπόμουν σ’ ένα λουλούδι της άμμου; Περίμενα ακίνητος. Ήρθε η άνοιξη, κι έπειτα το φθινόπωρο, ο χειμώνας. Ανανέωσα αυτόματα την ασφάλειά μου. Έτρωγα χορτάρι και ρίζες φυλλοβόλων δέντρων. Περνούσα ολόκληρες μέρες βλέποντας το ίδιο φιλμ. Πότε-πότε έπλενα τα δόντια μου. Αν με πυροβολούσες μ’ ένα αυτόματο, οι σφαίρες με ξύριζαν, εξοστρακίζονταν αυτόματα κατά τον τοίχο, κάνοντας έναν αστείο θόρυβο. Κάποτε ένας δολοφόνος με σταμάτησε σε κάποιο σκοτεινό δρόμο. Ένιωσα το μαχαίρι να με διατρυπά. Ήταν σαν να έκανα μπάνιο μέσα σε καρφιά. Κι όσο κι αν φανεί παράξενο, το μαχαίρι δεν άφησε τρίχες στο πετσί μου. Η εμπειρία αυτή ήταν τόσο καινούργια για μένα, που, όταν γύρισα σπίτι μου, κάρφωσα μαχαίρια σ’ όλο μου το σώμα. Καινούργια μπάνια μέσα σε καρφιά. Κάθισα, ξεκάρφωσα όλα τα μαχαίρια κι έμεινα πάλι κατάπληκτος: το παραμικρό ίχνος αίματος, η παραμικρή πληγή, ο παραμικρός πόνος. Ήμουν έτοιμος να δαγκώσω το χέρι μου, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν μια υπεραστική πρόσκληση. Δεν έμαθα ποτέ ποιος με καλούσε σ’ αυτά τα τηλεφωνήματα, γιατί κανένας ποτέ δεν ερχόταν στο ακουστικό. Πάντως ο χορός του σκελετού…
Χένρυ Μίλλερ, Τροπικός του Αιγόκερω, σελ. 255-258, μτφρ.: Bαγγέλης Κατσάνης,
Ίσως να μετατρεπόμουν σ’ ένα λουλούδι της άμμου; Περίμενα ακίνητος. Ήρθε η άνοιξη, κι έπειτα το φθινόπωρο, ο χειμώνας. Ανανέωσα αυτόματα την ασφάλειά μου. Έτρωγα χορτάρι και ρίζες φυλλοβόλων δέντρων. Περνούσα ολόκληρες μέρες βλέποντας το ίδιο φιλμ. Πότε-πότε έπλενα τα δόντια μου. Αν με πυροβολούσες μ’ ένα αυτόματο, οι σφαίρες με ξύριζαν, εξοστρακίζονταν αυτόματα κατά τον τοίχο, κάνοντας έναν αστείο θόρυβο. Κάποτε ένας δολοφόνος με σταμάτησε σε κάποιο σκοτεινό δρόμο. Ένιωσα το μαχαίρι να με διατρυπά. Ήταν σαν να έκανα μπάνιο μέσα σε καρφιά. Κι όσο κι αν φανεί παράξενο, το μαχαίρι δεν άφησε τρίχες στο πετσί μου. Η εμπειρία αυτή ήταν τόσο καινούργια για μένα, που, όταν γύρισα σπίτι μου, κάρφωσα μαχαίρια σ’ όλο μου το σώμα. Καινούργια μπάνια μέσα σε καρφιά. Κάθισα, ξεκάρφωσα όλα τα μαχαίρια κι έμεινα πάλι κατάπληκτος: το παραμικρό ίχνος αίματος, η παραμικρή πληγή, ο παραμικρός πόνος. Ήμουν έτοιμος να δαγκώσω το χέρι μου, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν μια υπεραστική πρόσκληση. Δεν έμαθα ποτέ ποιος με καλούσε σ’ αυτά τα τηλεφωνήματα, γιατί κανένας ποτέ δεν ερχόταν στο ακουστικό. Πάντως ο χορός του σκελετού…
Χένρυ Μίλλερ, Τροπικός του Αιγόκερω, σελ. 255-258, μτφρ.: Bαγγέλης Κατσάνης,
Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, 1995