Κάποιος από πέτρα, άλλος από πηλό,
μα εγώ ασημώνομαι και λάμπω!
Δουλειά μου η παραπλάνηση,
εγώ είμαι η Μαρίνα.
ΕΓΩ, φθαρτός θαλασσινός αφρός.
Κάποιος από πηλό, ο άλλος από σάρκα
– γι’ αυτούς είναι τα φέρετρα, οι επιτάφιες πλάκες…
Στη θάλασσα είμαι βαπτισμένη εγώ,
και στη δικιά μου πτήση αέναη η συντριβή!
Μηδέ καρδιές κι εμπόδια
νικούν τη βούλησή μου.
Εμέ –θωρείς αυτές τις ατίθασες μπούκλες;–
γήινη δε με κάνεις.
Χτυπώντας στα γρανιτένια σου τα γόνατα,
εγώ με κάθε κύμα αναγεννιέμαι!
Ζήτω ο αφρός, ο ευφρόσυνος αφρός
– ο μεγαλόπρεπος θαλασσινός αφρός!
ΕΓΩ, φθαρτός θαλασσινός αφρός.
Κάποιος από πηλό, ο άλλος από σάρκα
– γι’ αυτούς είναι τα φέρετρα, οι επιτάφιες πλάκες…
Στη θάλασσα είμαι βαπτισμένη εγώ,
και στη δικιά μου πτήση αέναη η συντριβή!
Μηδέ καρδιές κι εμπόδια
νικούν τη βούλησή μου.
Εμέ –θωρείς αυτές τις ατίθασες μπούκλες;–
γήινη δε με κάνεις.
Χτυπώντας στα γρανιτένια σου τα γόνατα,
εγώ με κάθε κύμα αναγεννιέμαι!
Ζήτω ο αφρός, ο ευφρόσυνος αφρός
– ο μεγαλόπρεπος θαλασσινός αφρός!
Η Μαρίνα Ιβάνοβνα Τσβετάγεβα (1892-1941) είναι μία από τις μεγαλύτερες ποιήτριες του 20ού αιώνα και του Αργυρού αιώνα της ποίησης. Έγραψε αυτό το ποίημα στις 23.5.1920, μετά τον θάνατο της τρίχρονης κόρης της Ιρίνα. Είναι ένα ποίημα γεμάτο αυτοπεποίθηση. Πιστεύει ότι θα ξεπεράσει όλες τις δυσκολίες. Στο ποίημα χρησιμοποιεί το όνομά της με την ερμηνευτική του δύναμη, ως θαλασσινή.