Θα φύγω τώρα, τώρα αμέσως, χωρίς δεύτερη σκέψη,
απ΄ τη φυλακή των αμίλητων πολυκατοικιών
και τα ποτάμια
των πολύχρωμων αυτοκινήτων,
της γκρίζας πόλης,
γιατί στο πρόσωπό σου αντίκρισα
τον ήλιο
της αληθινής ζωής.
Θα φύγω
σε βουνά καταπράσινα και σε λιβάδια ανθόσπαρτα,
θα τρέξω αμέσως,
αγριολούλουδα και παπαρούνες θα μαζέψω
και από ανθοστόλιστες χωριάτικες αυλές,
θα κλέψω ζουμπούλια μοσχομυριστά και κρίνα και γαζίες.
Και όταν το σούρουπο
η απουσία σου αβάσταχτη θα είναι,
σαν άσπρο περιστέρι θα πετάξω,
πάνω από θάλασσες,
δάση
και μέσα σε ουρανούς
και θα΄ ρθω μπροστά σου,
όπου κι αν βρίσκεσαι, αγαπημένη
και όλα τα πολύχρωμα λουλούδια,
της πλάσης όλης, του κόσμου όλου,
μπουκέτο στα χέρια σου, θα αφήσω.
Για να χαμογελάς, συνέχεια,
από ευτυχία,
ολόιδια μ΄ αυτή που ακτινοβολεί το βλέμμα σου.
Ολόιδια μ΄ αυτή που ψάχνεις στους ανθρώπους.
Θέλω πάντα να χαμογελάς
–είσαι πιο όμορφη όταν χαμογελάς από ευτυχία-
για να κλέβω κι εγώ,
μερίδιο από την ευτυχία σου.